Παλιά τις λέγανε «Μπαχάμες». Kαι στέγαζαν το καφενείο του κυρ-Γιάννη. Χρόνια βολτάραμε με το φίλο μου το Μάκη που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί παραδίπλα, χαζεύαμε το κτίριο που κάποτε στέγαζε τα άλογα του Όθωνα, σε κείνη τη φάση το βλέπαμε σαν αξιοθέατο, δεν μας έκανε κούκου να καθίσουμε. Μας έβγαζε μια φοιτητικοεναλλακτική προχειρότητα, μια αισθητική της αδιαφορίας, δεν φαντζόσουν ότι εκεί μέσα μπορεί να σε περίμεναν γαστρονομικές εκπλήξεις.
Μετά πολλοί άρχισαν να μου μιλάνε με ορεξάτο ενθουσιασμό για ένα ταξίδι στις Σεϋχέλλες, εντός Αττικής, για την ακρίβεια στη διπλανή πόρτα. Οι Μπαχάμες μετακόμισαν νοητά σε έναν αναλόγου καλλονής εξωτισμό και ο Φώτης Φωτεινόγλου, που είναι νέος και μάγειρας, μαζί με την Άννα Ρεπούση, έγιναν οι νέοι οικοδεσπότες.
Καμιά σχέση με μεζεδοπωλείο, καθώς έτσι συνήθως περιγράφονται οι Σεϋχέλλες. Μόνο που είναι απείρως πιο εξωτικές και εκκεντρικές από όσα θα ακούσεις να σου λένε.
Τρίτη βράδυ που πήγα και στη σάλα δεν έπεφτε καρφίτσα. Και γω εμπιστεύομαι ολόκαρδα τα μαγαζιά όπου συμβαίνει χαμός, καθότι δεν θεωρώ ότι το νοήμον κοινό μπορεί να συνωστίζεται για μια πλαστική, ας πούμε, τηγανητή πατάτα. Ορθία μπροστά στο μπαρ της ανοιχτής κουζίνας, παρατηρούσα τους μάγειρες να τρελαίνονται μέσα σε μια χορογραφία κατευθείαν βγαλμένη από πεντάστερο εστιατόριο. Νέοι και ωραίοι, με στυλ ντυμένοι, εσωστρεφείς, σε έναν επαγγελματισμό που δεν επιτρέπει επαφή με τον πελάτη. Καμιά σχέση με μεζεδοπωλείο, καθώς έτσι συνήθως περιγράφονται οι Σεϋχέλλες. Μόνο που είναι απείρως πιο εξωτικές και εκκεντρικές από όσα θα ακούσεις να σου λένε. Γυρνάς το μάτι στη σάλα, σου θυμίζει κουτούκι του '80, γλυκιά φασαρία, ρακές και χαλαρότητα, όλοι οι καλοί χωράνε στο στριμωξίδι, που δεν κάνει εξαιρέσεις στις φυλές και στις ηλικίες. Φαντάζομαι ότι πίσω από τον κόσμο θα υπάρχει και κάτι σε ντεκόρ αλλά στο εντελώς χαλαρό, ένας παλιός καθρέφτης, ξύλινα τραπεζοκαθίσματα καφενείου, πλαστικά δοχεία για τις ελιές εν είδει παγωνιέρας.
Τριχασμένη ανάμεσα σε μια χλωρομανούρα Κιμώλου, ένα λαδοτύρι Ζακύνθου και ένα πιπεράτο γιδοτύρι από τη Νάουσα, τα ζήτησα όλα από λίγο, έλειπε το λαδοτύρι, στη θέση του μας πρότειναν το σκοτύρι της Ίου-τα ξεχωριστά τυριά δεν είναι τυποποιημένα να τα έχεις στο τραπέζι σου όποτε σου καπνίσει-, σε ένα πιατάκι με λίγο ωραίο κρίταμο τουρσί. Τα παιδιά ξέρουν προσωπικά τους παραγωγούς, τρέχουν το μαραθώνιο να παραλάβουν κάθε πρωί το τυρί που έρχεται από τον τόπο του κι αυτό είναι συγκινητικό αλλά και ακριβό-να ενημερώσω όσους σχολιάζουν τις «ελαφρώς τσιμπημένες τιμές». Πιο συγκινητικά, ζωντανά, όλο ψυχή τυριά δεν έχω συναντήσει σε κανένα γκουρμέ εστιατόριο-και να τονίσω εδώ πως «γκουρμέ» πλέον παγκοσμίως, είναι η πρώτη, η σπάνια, η ψαγμένη, η εκλεκτή, πρώτη ύλη και όχι οι πάπιες με σος σοκολάτα και φύλλα χρυσού.
Ήρθαν μαγικές, τσιτσιριστές τηγανητές, τραγανές πατάτες στο εμαγιέ πιατάκι της ελληνικής νοσταλγίας, ήρθε ένα ελαφρύ, ζουμερό κρητικό, ξυδάτο λουκάνικο με μουστάρδα, μετά ζουμερά και κριτσανιστά απέξω, σκέτο άρωμα σουτζουκάκια στη σχάρα με σπιτικές, ζυμωτές πιτούλες και ψητά ντοματίνια, μελιτζανοσαλάτα ελαφριά με ταχίνι, γιαούρτι και πιτούλες. Στο τέλος αφήνω τον πιο γκουρμεδομεζέ, φιλετάκια μοσχαρίσιας γλώσσας ψητά στα κάρβουνα, με χοντρό αλάτι και ελάχιστο λαδολέμονο. Καθαρές γεύσεις, ευκρίνεια και ειλικρίνεια, ένα μενού που το λατρεύεις, με πολλά πιάτα ημέρας, υπόσχεσαι να ξανάρθεις για το χταπόδι με τα τσιγαριαστά χόρτα, τον καπνιστό ξιφία από την Κάλυμνο, τα μάγουλα στη γάστρα, τον ξινόχοντρο με μοσχαρίσια ουρά και πουρέ μελιτζάνας.
Σεϋχέλλες, Κεραμεικού 49, Μεταξουργείο, 6944206407
σχόλια