Όταν η κρίση ήρθε να κατατροπώσει όσα με τρελά κέφια έχτισε το λάιφ-στάιλ και να διαλύσει στον άνεμο τη χρυσόσκονη του γκλαμ, οι κοσμικές στήλες ένιωσαν ένα κρύο, μια μοναξιά. Οι απανταχού επώνυμοι μεταμορφώθηκαν σε σταχτοπούτες που τις μάζεψε το τελευταίο τραμ του μνημονίου, κανείς δεν ήξερε που κρύφτηκαν, κανένα εστιατόριο και κανένα μπαρ δεν βγήκε να μας πει ελάτε, εδώ είναι και περιμένουν τα φλας για τις στήλες των κοσμικών. Το low-profile έγινε μότο της νέας, συσκοτισμένης Αθήνας, στα υπόγεια και στα σιωπηλά, η εστίαση έχτιζε το δικό της καινούριο πρόσωπο, ελληνικό και δημιουργικό, με ντόπια προϊόντα μικρών παραγωγών, φιλικό προς τον χρήστη και κυρίως προς την τσέπη του, με έμφαση στο πιάτο και όχι στον καναπέ του ντεκόρ.
Διακτινίζεσαι γλυκά στην αριστοκρατική Coupole και όλα τα κλασικά μπιστρό του Παρισιού και πολύ περισσότερο στην αστική Αθήνα του '60 και του Χίλτον, τότε που ο Ωνάσης πασπάλιζε με τη δική του χρυσόσκονη την κοσμική πρωτεύουσα της εποχής του.
Στην λογική του συνεταιρισμού που βολεύει πρακτικά και εμπνέει μια πιο νοικοκυρίστικη διαχείριση μια cookoovaya έστηνε τη φωλιά της εδώ και καιρό, με μας τους κυνηγούς των εντυπώσεων να περιμένουμε τις εργασίες να τελειώσουν έξω από την πόρτα της. Συνεταιρισμός που προκαλεί σιελόρροια και πολλές προσμονές μαζί, όταν το δίδυμο Λιάκου του Base Grill και του Travolta, ο Περικλής Κοσκινάς (Mylos, Αλάτσι), ο Μάνος Ζουρνατζής (Cuccina Povera) και ο Michelin-Νίκος Καραθάνος (Hytra), γίνονται αφεντικά και συνέταιροι στην ίδια κουζίνα. Στα προγνωστικά, όσοι τους ξέρουμε, τους είδαμε να μαλλιοτραβιούνται την πρώτη εβδομάδα ή να ρισκάρουν επικίνδυνα το νευρικό τους σύστημα.
Απ'ότι φαίνεται, όμως, οι διαφορετικοί χαρακτήρες έχουν πολλές περισσότερες πιθανότητες να «τα βρουν» και να συμπεθεριάσουν, πόσο μάλλον που αυτή η παρέα ό,τι είχε να τσακωθεί το τσακώθηκε στα ιδιωτικά της, πολύ πριν αποφασίσει να εκτεθεί στο κοινό. Τις ιδιωτικές τους Δευτέρες, στις οποίες για χρόνια η αείμνηστη Εύη Βουτσινά οργάνωνε σε μυστικά δείπνα, με καλεσμένους από το χώρο της μικρής παραγωγής, η νόστιμη παρέα μαγείρεψε, έφαγε, ήπιε και είπε πολλά, στέριωσε τις σχέσεις της πριν τις σερβίρει στην πεινασμένη για τα μάτια της, Αθήνα.
Όταν μπαίνεις στην Cookoovaya, παθαίνεις ένα μικρό σοκ κι άλλο ένα δέος. Από τα απέραντα τετραγωνικά, από τον κόσμο που μοιάζει με θάλασσα, από την ατμόσφαιρα, από την ανοιχτή κουζίνα που επιδεικνύει 28 αλλόφρονες εργάτες στη σειρά, να κυλούν σαν ταινία μπροστά στα μάτια σου. Εδώ δεν μπορείς να μιλήσεις με ακρίβεια για την τιμή του πολυελαίου, διακτινίζεσαι όμως, γλυκά, στην αριστοκρατική Coupole και όλα τα κλασικά μπιστρό του Παρισιού και πολύ περισσότερο στην αστική Αθήνα του '60 και του Χίλτον, τότε που ο Ωνάσης πασπάλιζε με τη δική του χρυσόσκονη την κοσμική πρωτεύουσα της εποχής του.
Στη δεύτερη ανάγνωση και πριν περάσεις στο μενού, θα σκανάρεις τον κόσμο. Για να αντιληφθείς ότι η Cookovaya γύρισε από μόνη της σελίδα σε μια εποχή. Η νέα κοσμικότητα ολόφρεσκη ολόγυρά σου, γελά χωρίς να κρύβεται, αναλώνεται σε πηγαδάκια χωρίς να φοβάται μην της σπάσουν τη Μερσεντές στην είσοδο, επιδεικνύει τις τσάντες και τα παπούτσια της αλλά με ένα άλλο, πιο εναλλακτικό, πιο χαμηλόφωνο, πιο οικείο, διόλου ξιπασμένο και πολύ καθημερινά συντροφικό, τόνο. Τα παλιά ονόματα δεν είναι πια εδώ, τα καινούρια αποδεικνύονται πιο συμπαθή, μοιάζουν περισσότερο να θέλουν να δείξουν το στυλ παρά το-αβέβαιο-χρήμα τους.
Και ύστερα αναρωτιέσαι τι μπορεί να μαγειρεύουν δυο γνώστες του κρέατος, ένας δημιουργικός του ψαριού, κάποιος που παίζει τους αφρούς και τις σφαιροποιήσεις στα δάχτυλα και ο Μάνος που κάνει την καλύτερη μπατζίνα στην πόλη-σε συνταγή της μαμάς του.
Με σύνθημα wise cuisine, η σοφή Κουκουβάγια καταστρώνει ένα μικρό μενού, «σαλάτες», «από τον ξυλόφουρνο», «κάρβουνα και σούβλα». Υπόσχεται μια φωτεινή κουζίνα, αληθινό φαγητό χωρίς φτιασίδια, σε στενή συνεργασία με τον παραγωγό, για γεύση αλλά και βιώσιμη τροφή. Όλες οι ανησυχίες είναι εδώ, ένα κομμάτι αληθινό βούτυρο με λίγο τρίμμα αβγοτάραχο και ζεστό ψωμί για καλωσόρισμα, μια νότα αστικής νοσταλγίας στην αθηναϊκή μαγιονέζα με σφυρίδα. Μεδούλι ή αλλιώς κόκκαλα ψημμένα με φρυγανισμένο ψωμί, λίγο μαϊντανό και ακόμα λιγότερο κρεμμυδάκι, μια very elaborated παστιτσάδα με μια μους κόκορα να γεμίζει το παράξενο χοντρό μακαρόνι, κοντοσούβλι λουκούμι, κατσικάκι με τραχανά, καλαμάκια μαύρου χοίρου με πίτα και τζατζίκι, φρέσκο ψάρι-αφού ο Κοσκινάς δεν μπορεί να ζήσει αν δεν βλέπει λέπια στην κουζίνα και γόπα φιλέτο με καπνιστή πάπρικα και σούπα κάστανο. Κι αν όλα αυτά σας φαίνονται απλά, δεν είναι και τόσο. Πίσω τους διακρίνεις την τεχνική και μια άλλη ελληνικότητα. Μαζί με μια πολύτιμη εθνική περηφάνεια που παλιότερα θα ντρεπόταν να σερβίρει ταπεινά ψαράκια, στηθοπλευρές, τραχανά, τυρόπιτα και ριζόγαλο σε ένα "καλό" μενού. Άμα τους ξέρεις, στον κατάλογο θα διακρίνεις τη σφραγίδα του καθενός, θα πεις σήμερα θα φάω Κοσκινά και στο επανιδείν αδελφούς Λιάκου.
Στον κακό χαμό που τους θέλει όλους εκεί, να κρεμιούνται από τα ταβάνια μόλις ανοίξει ένα μαγαζί, τα παιδιά δεν έχουν ακόμη καταφέρει την ώσμωση, τη λιτότητα, την τοπ-κορυφαία γεύση που όμως τη νιώθεις, να έρχεται τρέχοντας, ώριμη και μεστή, μόλις καταλαγιάσουν λίγο τα πράγματα.
Εγώ έκλεισα τις εντυπώσεις με μια πάστα τρούφα, όπως θα την έκανε ο Μικές. Και δεν ήπια μετά νερό, για να μείνει μέσα μου η totally Old Athens αύρα μιας Αθήνας που έρχεται από παλιά.
Cookoovaya, Χατζηγιάννη Μέξη 2Α, Χίλτον, 210 7235005
σχόλια