Παρομοιώσεις....στους 21 πόντους. Από τον Μιχάλη Μοδινό

Παρομοιώσεις....στους 21 πόντους. Από τον Μιχάλη Μοδινό Facebook Twitter
0

Παρομοιώσεις....στους 21 πόντους. Από τον Μιχάλη Μοδινό Facebook Twitter
Τα τζιτζίκια μ’ εξοργίζουν με το ακούραστο ροκάνισμά τους. Τι κάνει κανείς τώρα; Το πανεπιστήμιο κλειστό, η θάλασσα πλημμυρισμένη από λαδωμένα κορμιά, οι παραλίες γεμάτες ομπρέλες, στην Παλιά Πόλη και στο Ενετικό Λιμάνι επικρατεί το αδιαχώρητο. Τα ερ-κοντίσιον δουλεύουν στο φουλ κι έχουμε συχνές διακοπές ρεύματος. Το νερό υφάλμυρο - μοναδική λύση το εμφιαλωμένο, ακόμη και για το ξύρισμα. Φταίνε τα πράγματα ή το μυαλό μου;

Όποτε αναζητώ παρέα οι πάντες είναι εξαφανισμένοι - τρέχουν στις τουριστικές τους επιχειρήσεις. Οι φοιτητές στις πατρίδες τους, οι καθηγητές επίσης, μόνο δυο-τρεις διοικητικοί κάτι πληκτρολογούν στη Γραμματεία. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι θα κάνω τις πρώτες παρατεταμένες διακοπές της ζωής μου, αλλά εκείνος έχει δύο ενστάσεις. Πρώτον, δεν κάνεις διακοπές στον τόπο όπου ζεις, έστω κι αν αυτός έχει μεταβληθεί σε τόπο διακοπών.

Δεύτερον, έτσι κι αλλιώς είμαι σε σχόλη εδώ και οκτώ-εννιά μήνες και διακοπή της σχόλης συνιστά αντίφαση όρων, κάτι, ας πούμε, σαν την αειφόρο ανάπτυξη.

Η Δανάη έφυγε σήμερα το πρωί, πριν ξυπνήσω - δυο βδομάδες μετά τη λήξη της εξεταστικής περιόδου και την παράδοση της διπλωματικής της για το Μίντλμαρτς της Τζορτζ Έλιοτ, όπως εμφανίζεται στους Μάρτιν Έιμις και Τζέφρι Ευγενίδης. Το ξέραμε και οι δύο εδώ και καιρό, απλώς περιμέναμε ο ένας την κίνηση του άλλου. Μετά τον καφέ ανακάλυψα πως τα λιγοστά της πράγματα έλειπαν. Το αντιμετώπισα ήρεμα, απλώς ο σφυγμός μου έπεσε λίγο.

Η Δανάη είχε αφομοιώσει εγκαίρως τους οιωνούς. Ένα σημείωμα είναι κολλημένο πάνω στο ψυγείο με σελοτέιπ. «Σ’ ευχαριστώ για όσα μου έδωσες.

Απλώς, δεν ήταν δυνατόν να συνεχίσουμε, το ξέρεις κι εσύ. Ας μην αψηφούμε τη φύση (μας). Το κόστος που πληρώσαμε δεν ήταν μικρό, αλλά όχι και το μεγαλύτερο δυνατό». Δεν χρειάζονταν άλλες εξηγήσεις. Όλα είχαν ειπωθεί. Ας παραμείνουμε ευγνώμονες απέναντι στα πράγματα. Άφησε μόνο μια στοίβα βιβλία, όλα δανεισμένα από τη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου, με ένα πρόσθετο σημείωμα πάνω τους, όπου με παρακαλούσε να τα επιστρέψω για λογαριασμό της.

Το μεγάλο λάθος: να συμπεριφέρεσαι σαν η ηλικία σου να μην υφίσταται, επομένως αφύσικα. Να στουπώνεις τον εαυτό σου με ψευδαισθήσεις, να γυμνάζεσαι, να βάφεσαι (αν είσαι γυναίκα), να κάνεις τζόκινγκ, να προσποιείσαι ότι ο πόθος είναι ανεξάντλητος. Εξαντλητικό. Έπεισα τον εαυτό μου πως είχε ερωτευτεί. Δεν πρόκειται για ένα τυχαίο λάθος, πρόκειται για λάθος που μου ταιριάζει γάντι. Αγναντεύω για ώρα τους μετασχηματισμούς της θάλασσας, αλλά απάντηση δεν βρίσκω.

Είναι αφύσικο να προσπαθείς να ζήσεις χωρίς την προοπτική του θανάτου.

Εν τέλει είναι και πληκτικό. Πριν από μία μόλις εβδομάδα καθόμασταν η Δανάη κι εγώ στη Ζάκρο, στην ανατολική εσχατιά του νησιού, περιμένοντας ν’ ανατείλει ο ήλιος κάπου απ’ τη μεριά της αρχαίας Φοινίκης. Είχαμε περάσει τη νύχτα έξω με υπνόσακους, πίνοντας κρασί και τρώγοντας χορτοπιτάκια, μετά την εξαντλητική διάβαση του Φαραγγιού των Νεκρών. Έπειτα αποκοιμηθήκαμε αφού βάλαμε το κινητό της να χτυπήσει στις έξι. Το είχαμε ονομάσει «Ταξίδι εμβάθυνσης στον Μινωικό Πολιτισμό». Το κορίτσι έλαμπε από χαρά, καθώς είχε περάσει τα φοιτητικά της χρόνια στην Κρήτη χωρίς να επισκεφθεί την Κνωσό, τα Μάλια, τη Φαιστό. Ανεβοκατέβαινε τις ξερολιθιές με τον Οδηγό της στο χέρι κι επέμενε να μου αναλύει τα πάντα. Ρουφούσα όσα έλεγε για τους λαβυρίνθους και τα μινωικά παλάτια, αν και δεν είμαι ο πλέον αδαής. Απολάμβανα τις αφάνες, τα θυμάρια, τον άνεμο, τη σκιά μιας συκιάς στη μέση ενός θερισμένου χωραφιού, το γαύγισμα των τσοπανόσκυλων.

Έβρισκε πως οι σκιές μας ήταν σαν χάρτινες φιγούρες κομμένες με ψαλίδι. Το απελπισμένο γκάρισμα ενός γαϊδάρου: σαν σιδηροπρίονο. Η θάλασσα: σαν λαμαρίνα. Το πρώτο φως της αυγής: σαν πορσελάνη. Η εμμονή της: πώς να ‘ταν η καθημερινή ζωή στα παλιά χρόνια - έβρισκε πολύ φτωχές τις ιστορικές περιγραφές για να καταφέρει να φανταστεί κανείς τι έκαναν αυτοί οι άνθρωποι, τι έτρωγαν, τι έπιναν, πώς ερωτεύονταν, κυρίως τι αφηγούνταν όταν μαζεύονταν με το σούρουπο απ’ τα χωράφια ή όταν οι ψαρόβαρκες έδεναν στα βράχια. Η απορία της: πώς έφτιαχναν τα πλοία τους, αφού το νησί δεν έχει ξυλεία; Μα ίσως είχε ξυλεία εκείνα τα χρόνια, σίγουρα θα είχε. Και τότε τι την εξαφάνισε; Οι πυρκαγιές ή ίσως η ξύλευση. Με τι πρώτη ύλη έφτιαχναν τα αγγεία τους, πώς τροφοδοτούσαν τους φούρνους τους; Την άκουγα μαγεμένος κι όμως βαθιά λυπημένος που δεν είχα άλλη μια ζωή να σπαταλήσω.

Πώς εξαφανίστηκε ο πολιτισμός τους; Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν ξέρω τίποτα. Έπειτα βγήκε ο ήλιος, βγάζοντας τα πράγματα από τον κόσμο των σκιών, και ήταν σαν λάμψη μινωικού φούρνου, σαν υψικάμινος, σαν δεν ξέρω κι εγώ τι. Όλα πια ήταν λουσμένα στο φως, τα χωράφια κόκκινα, το νερό αποχωριζόταν απ’ τη στεριά, τα κύματα έσπαζαν στα βράχια σαν αφρός μπίρας.

Έβγαλε ένα σημειωματάριο: οι πρώτες αχτίδες: σαν δεμάτι από στάχια, σαν τον κεραυνό του Δία, σαν βέλη, σαν ραγισμένο κρύσταλλο, εντάξει, σαν φωτοστέφανο.

« Έχεις διαβάσει το Homo Faber»; με ρωτάει. «Υπάρχει μια σκηνή όπου η κοπέλα και ο πατέρας της -που δεν ξέρει πως είναι πατέρας της και γίνεται εραστής της- παίζουν το παιχνίδι των παρομοιώσεων. Σαν το πινγκ-πονγκ, στους εικοσιένα πόντους. Από τότε που το διάβασα, στο δεύτερο έτος, σημειώνω παρομοιώσεις όταν είμαι ευτυχισμένη».

«Είσαι ευτυχισμένη, λοιπόν;»

«Όχι και τόσο», λέει δήθεν ναζιάρικα. «Επ’ ευκαιρία, στο Homo Faber η βλασφημία τιμωρείται. Οι ήρωες αποτυγχάνουν να διαβάσουν τους οιωνούς.

Η ηρωίδα πεθαίνει με αρχαϊκό τρόπο - δάγκωμα φιδιού. Ο πατέρας εραστής με σύγχρονο - από καρκίνο».

Σκοτεινιάζω. Μου πιάνει το χέρι. « Έλα, εσύ δεν είσαι ο πατέρας μου, όχι απ’ όσο ξέρουμε τουλάχιστον. Και διαβάσαμε τα μηνύματα εγκαίρως. Δεν διατρέχεις κίνδυνο. Αλλά του μοιάζεις ως χαρακτήρας κι έχεις πάνω κάτω την ηλικία του», λέει περιπαικτικά. Έπειτα, με μια κίνηση, βγαίνει από τον υπνόσακο και βουτάει στο νερό ολόγυμνη. Σαν την Αφροδίτη, είναι η μόνη μου σκέψη και ξέρω ότι είναι απέραντα κοινότοπη, αλλά ποιος ψάχνει να εντυπωσιάσει τον εαυτό του;

Βουτάω κι εγώ. Σαν Φαύνος, σαν δασύτριχος Σάτυρος, σαν τον Ποσειδώνα, σαν κοιλαράς κλοσάρ. Κερδίζω τέσσερις πόντους. Τα κύματα στα βράχια: σαν τραχηλιά. Οι κάκτοι στην ακτή: σαν τον Δον Κιχώτη… και τα αβόσκητα πουρνάρια: σαν τον Πάντσο, λέει γελώντας και σκαρφαλώνει στην πλάτη μου μες στο νερό. Μετά μ’ αγκαλιάζει σαν να ‘μουν εγώ που της τα χάρισα όλα αυτά: τον ήλιο και τα μαβιά ξεροβούνια και τη θάλασσα και τους κόκκινους αγρούς με τα ελαιόδεντρα και τα σαμιαμίδια που λιάζονται στα βράχια σαν προϊστορικά τέρατα σε σμίκρυνση και τον ουρανό, που τώρα είναι σαν υαλοβάμβακας ή σαν σελοφάν, και τα σύννεφα σαν ρόδινο μέικ-απ. Με κερδίζει διαρκώς.

Αργότερα, καθώς τρώμε στην ταβέρνα ιμάμ και ξινομυζήθρα, ψελλίζω μια φράση που έχω αποστηθίσει δεν θυμάμαι από πού: «Να είσαι αιώνιος σημαίνει να έχεις υπάρξει».

«Θα σου πω κι εγώ μία», μου λέει: «Το να είσαι στον κόσμο σημαίνει να είσαι στο φως».

«Ποιος το ‘πε αυτό;».

«Από κάπου το ‘κλεψα. Και μια ακόμη: κάθε άνθρωπος μπορεί να χαρεί τα έργα του ανθρώπου, εκτός απ’ τον ψευτοδιανοούμενο».

Με κερδίζει και τώρα. Ίσως, εν τέλει, οι πραγματικές ιστορίες δεν έχουν δραματική κατάληξη. Το σημαντικό είναι να πλάθεις μια ιστορία με γήινα υλικά. «Εμείς ζήσαμε μια παρόμοια. Κάποτε θα την αφηγηθώ στον γιο μου».

Αυτό το τελευταίο το λέω εγώ.

Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα στη Ζάκρο. Κοιτάζω τώρα τον νυχτερινό ουρανό. Η Δανάη κάτι θα ‘βρισκε να τον παρομοιάσει. Κι εγώ κάτι ίσως θα ‘βρισκα πριν από μια εβδομάδα.

Διάφορα
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ