Ο Γιάννης Γ. Παπαϊωάννου (1915-2000) υπήρξε μία σημαντική προσωπικότητα στο χώρο της ελληνικής μουσικής ζωής, αλλά και γενικότερα της Τέχνης (κυρίως στις δεκαετίες του ’60 και του ’70), επηρεάζοντας και διαμορφώνοντας με τις πρωτοβουλίες και τα κείμενά του πλήθος κατευθύνσεων και δράσεων. Αν και ο ίδιος είχε σπουδάσει, βασικά, αρχιτέκτων-μηχανικός στο Μετσόβιο και βεβαίως μουσική (πιάνο, σολφέζ, αρμονία, αντίστιξη…), στην πράξη ασχολήθηκε με πολλά και διαφορετικά τεχνικά και καλλιτεχνικά αντικείμενα, επιχειρώντας να βρει τις μεταξύ τους συνδέσεις – ενώ όταν εκείνες δεν υπήρχαν φρόντιζε να τις δημιουργήσει.
Μεταφέρω το μέρος ενός παλαιού βιογραφικού του (το κάνω γιατί έχει νόημα), συνταγμένο την άνοιξη του ’72 (περιοδικό «Διάλογος», τεύχος 8), εκεί που περιγράφεται ως… «αρχιτέκτονας, μουσικολόγος, ερευνητής, πιανίστας, μελλοντολόγος, οργανωτής, αισθητικός, στυλοβάτης μεγάλου τεχνολογικού ινστιτούτου, στοχαστής, συνθέτης γνώσεων και παρατηρητής τάσεων» και πως η περίπτωσή του αποτελεί τελικά… «μια σπάνια επιβίωση του συνολικού Αναγεννησιακού Ανθρώπου».
Όταν ο Παπαϊωάννου ξεκινά (μαζί με άλλους) τον Απρίλιο του '66 την 1η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής, στο Ζάππειο, μέσω του Ελληνικού Συνδέσμου Σύγχρονης Μουσικής, ελάχιστα δείγματα της σύγχρονης «επικοινωνίας των τεχνών» είχαν προϋπάρξει στον ελληνικό χώρο.
Η αλήθεια είναι πως αυτή η πολυπραγμοσύνη του Γ.Γ. Παπαϊωάννου τον έφερε από νωρίς σε κόντρα με άλλα πρόσωπα του χώρου (τον «πάπα» της σύγχρονης μουσικοκριτικής στην Ελλάδα Γιώργο Λεωτσάκο ή τον συνθέτη και συγγραφέα Χάρη Βρόντο, για να σημειώσω μόνο δύο) και τούτο γιατί τον διέκρινε (τον Παπαϊωάννου) μία κάπως περίεργη αντίληψη για την «ελληνικότητα», που αφορούσε και στον τρόπο που τοποθετούσε τη σύγχρονη ελληνική μουσική μέσα στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι. Εκείνο που τώρα λέω είναι πως, ορισμένες φορές, συναντούσες μιαν υπερβολή στα γραπτά του, που άγγιζε τα όρια της εκζήτησης, ή και της αυταρέσκειας ακόμη.
Εξ όσων μπορώ να γνωρίζω λοιπόν, έχοντας μια πειστική εικόνα των δραστηριοτήτων και των κειμένων του, λέω πως το σημαντικότερο κομμάτι της προσφοράς τού Παπαϊωάννου (δίχως να θέλω να υποτιμήσω άλλες δράσεις του) είναι εκείνο που συνδέεται με τις πέντε «Ελληνικές Εβδομάδες Σύγχρονης Μουσικής» (1966-1976) και τις πολύτεχνες αντιλήψεις του – αυτές, εν πάση περιπτώσει για τις οποίες και τιμάται στην έκθεση του Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης που ξεκινά σε λίγες μέρες.
Ο Γ.Γ. Παπαϊωάννου, ή και Νανάκος για τους φίλους του, ήταν βαθύς γνώστης του περιβόητου Gesamtkunstwerk, του τρόπου επικοινωνίας των Τεχνών, του ολιστικού έργου Τέχνης εννοώ, κάτι που τον βοήθησε οπωσδήποτε να αντιληφθεί από νωρίς την πολυπλοκότητα της σύγχρονης μουσικής και κυρίως τη σημασία του έργου τού Γιάννη Χρήστου. Όπως αναφέρει και ο ίδιος στο κείμενό του «Αφιέρωμα στο Γιάννη Χρήστου» που δημοσιεύτηκε στον τόμο «Χρονικό/ Καλλιτεχνική Πνευματική Ζωή ’70» του Καλλιτεχνικού Πνευματικού Κέντρου ΩΡΑ:
«Ο Χρήστου δεν γράφει πια ‘σκέτη μουσική’. Γράφει μια ‘διηυρυμένη μουσική’, πολύ διαφορετική από το Gesamtkunstwerk του Βάγκνερ ή το σύγχρονο ‘Musikalisches Theater’. Μιλάμε ακόμη για ‘μουσική’, γιατί το ηχητικό μέρος παίζει πάντα κεντρικό ρόλο, αλλά και γιατί όλα τα υπόλοιπα, έξωμουσικά’ ας πούμε στοιχεία (αν βρίσκονται πάντα σε άρρηκτη σύμβαση με τη ‘μουσική’) είναι γραμμένα με απόλυτη ακρίβεια κι απαιτητικότητα μέσα στην παρτιτούρα, σε στέρεη αντίστιξη με τη μουσική».
Όταν ο Παπαϊωάννου ξεκινά (μαζί με άλλους) τον Απρίλιο του ’66 (14-21) την 1η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής, στο Ζάππειο, μέσω του Ελληνικού Συνδέσμου Σύγχρονης Μουσικής (ΕΣΣΥΜ), ελάχιστα δείγματα της σύγχρονης «επικοινωνίας των τεχνών» είχαν προϋπάρξει στον ελληνικό χώρο. Ο Takis με τα μαγνητικά γλυπτά του ζούσε και εργαζόταν στο εξωτερικό, ενώ στην Ελλάδα ο Παντελής Ξαγοράρης (1929-2000) μαθηματικός και εικαστικός φαίνεται πως ήταν εκείνος που θα έκανε την αρχή, το 1963, με τα πρώτα κινητικά έργα του. Στην πορεία, μάλιστα, ο Ξαγοράρης (που αρθρογραφεί ήδη από το 1965 για την Art Visuel στο περιοδικό «Ζυγός», #1-65) θα συνεργαζόταν με τον Γ.Γ. Παπαϊωάννου στην έκθεση των πλαστικών γλυπτών στην Ελληνοαμερικανική Ένωση (φθινόπωρο του ’71) και αλλού. Οι απόψεις του Ξαγοράρη επικεντρώνονταν στο εξής:
«Μία σημαντική περιοχή της σύγχρονης τέχνης –αναφέρομαι εδώ σ’ ένα ευρύ φάσμα που περιλαμβάνει την Οπτική και Κινητική Τέχνη, καθώς και γενικότερα τις νεοκονστρουκτιβιστικές τάσεις– χαρακτηρίζεται από μία προσήλωση σε μαθηματικές και γεωμετρικές αρχές, διατυπώνοντας με τις δημιουργίες της μία έφεση προς μια καθολικότερη πνευματικότητα, που τη χαρακτηρίζουν η χαρά του μαθηματικού σχήματος και η κατανυκτική παρατήρηση ‘της των αριθμών τελειότητος’. Μέσα στα πλαίσια αυτά τοποθετημένη η εργασία μου (σ.σ. ‘Μετασχηματισμοί’ στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Κωνσταντίνου Δοξιάδη τον Μάρτιο του 1967 και ‘Μετασχηματισμοί 2’ στο Εργαστήρι Σύγχρονης Τέχνης του Ινστιτούτου Γκαίτε τον Φεβρουάριο του 1971) χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια δημιουργίας ενός ‘συστήματος’, μιας ‘πνευματικής πειθαρχίας’, με τη χρησιμοποίηση γεωμετρικών και μαθηματικών εννοιών, όπως π.χ. του μετασχηματισμού και της ομάδος» (περιοδικό Κούρος, Αύγουστος 1971).
Ανατρέχοντας στο πολυσέλιδο δίγλωσσο πρόγραμμα της 1ης Ελληνικής Εβδομάδας Σύγχρονης Μουσικής και στο χώρο της επικοινωνίας των Τεχνών καταγράφονται τα εξής δύο βασικά συμβάντα:
1. «Ηλεκτρονική Μουσική, Ακουστική Φιλολογία και Πειραματικός Κινηματογράφος» με εισήγηση και παρουσίαση από τον γερμανό συνθέτη Josef Anton Riedl. Στο πλαίσιο εκείνου του κύκλου θα παρουσιάζονταν «επικοινωνιακές» συνθέσεις των Mauricio Kagel, Ferdinand Kriwet και J.A. Riedl, ταινίες του Kagel κ.ά.
2. «Παρουσίαση Ελληνικής Ηλεκτρονικής Μουσικής» με έκθεση «γραφικής παρτιτούρας» του Ανέστη Λογοθέτη, με παρουσιάσεις έργων του Μιχάλη Αδάμη («Προσχήματα», για απαγγελία και μετασχηματισμένες μιλημένες συλλαβές), με αποσπάσματα σκηνικών μουσικών των Γιάννη Χρήστου και Θόδωρου Αντωνίου κ.λπ.
Ο Παπαϊωάννου, ως γενικός γραμματέας του ΕΣΣΥΜ και συνδιευθυντής του Εργαστηρίου Σύγχρονης Μουσικής του Ινστιτούτου Γκαίτε, στη 2η πλέον Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής (Hilton, 29/3-5/4/1967) θα επεκτείνει τις… διατεχνικές καλλιτεχνικές δράσεις μέσω εισηγήσεων (Paul Bruce Pettit: Σύγχρονο θέατρο και σύγχρονη μουσική), παρουσίασης έργων του φημισμένου αμερικανού συνθέτη Earle Brown (γραφικές μουσικές), μα και Ελλήνων όπως του Νίκου Μαμαγκάκη («Θέαμα-ακρόαμα» για ηθοποιό, χορεύτρια, ζωγράφο, σοπράνο και οκτώ εκτελεστές) ή του Γιάννη Χρήστου («Η Κυρία με τη Στρυχνίνη» για πέντε ηθοποιούς και ορχήστρα δωματίου), προσβλέποντας στη δημιουργία νέων δεδομένων, χτίζοντας τα θεμέλια μιας διαχρονικής πρωτοποριακής γιορτής.
Και όντως, στην 3η πλέον Εβδομάδα (Hilton, 15-20/12/1968) ο Γ.Γ. Παπαϊωάννου θα επεκτείνει τις αισθητικές και κοινωνικές «εμμονές» του μέσω νέων, σημαντικών, πολύτεχνων προτάσεων. Κομβικά έργα εκείνης της διοργάνωσης είχαν αποτελέσει η «Γένεσις» του Μιχάλη Αδάμη και ο «Επίκυκλος» του Γιάννη Χρήστου.
Η «Γένεσις» αφορούσε σε τρεις χορωδίες, απαγγελία και μαγνητοταινία κι ήταν στηριγμένη σε ποίημα του Νοτιοαφρικανού Sinclair Beiles και της συζύγου του αμερικανίδας ποιήτριας Annie Rooney. (Για τον Beiles απαιτείται ολόκληρο, ελληνικό, ξεχωριστό κεφάλαιο). Οι στίχοι είχαν μεταφραστεί στη γλώσσα μας από την ποιήτρια Ολυμπία Καράγιωργα, ενώ τους απήγγειλε η ηθοποιός Όλγα Τουρνάκη. Το έργο ακούγεται στο LP «Έλληνες Συνθέτες 3, Από την 3η Ελληνική Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής» [EMI/ Columbia, 1970].
«Η Αρχαία Τραγωδία ήταν λόγος, ήταν δράμα, ήταν φωτισμός, ήταν χορός και μουσική. Στην Κίνα το ίδιο. Σε όλους τους μεγάλους πολιτισμούς οι Τέχνες συνεργάζονται. Διέλυσε τις τέχνες σε μιαν αυτοτέλεια ο 19ος αιώνας θεωρώντας 'απόλυτη τη μουσική', 'απόλυτη την ποίηση', 'απόλυτη τη ζωγραφική'»
Ο «Επίκυκλος» ήταν ένα από τα πιο «ακραία» έργα του Γιάννη Χρήστου – ένας συνδυασμός μουσικής και happening με εντελώς απροσδιόριστη εξέλιξη, στο οποίο είχαν λάβει μέρος η ομάδα Χορικά της Ζουζούς Νικολούδη, το Ενόργανο Σύνολο της 3ης Εβδομάδας, ο διάσημος αμερικανός τρομπονίστας Stuart Dempster, o ποιητής και τραγουδοποιός Γιάννης Γκούμας (αυτός πρέπει να ήταν) σε ρόλο κονφερανσιέ, ο Γρηγόρης Σεμιτέκολο, άλλοι εκτελεστές (συμπεριλαμβανομένων του συνθέτη, του Γ.Γ. Παπαϊωάννου, των αδελφών Λαβράνου…), καθώς και το κοινό, υπό τη διεύθυνση του Θόδωρου Αντωνίου. Το έργο ακούγεται στο CD «Γιάννης Χρήστου vol. IV» [Σείριος, 2001]. Όπως σημειώνει και η Anna-Martine Lucciano στο βιβλίο της για τον Γιάννη Χρήστου [Βιβλιοσυνεργατική, Αθήνα 1987]:
«Ο ‘Επίκυκλος’ υποτίθεται ότι εγκαινίαζε την 3η Εβδομάδα και ότι διαρκούσε όλη την ημέρα (το έργο αποτελούσε μια μαγνητοταινία που έπαιζε το ρόλο του ηχητικού φόντου και συμπορευόταν με την προβολή μιας ταινίας του ζωγράφου Κοσμά Ξενάκη: η ταινία χρησίμευε πάνω στη σκηνή ως ‘σκηνικό’). Όλοι όσοι ήθελαν μπορούσαν να πάρουν μέρος στο έργο που, με τον τρόπο αυτό, εμφανιζόταν ως ένα ανοικτό χάππενινγκ: έτσι οι προσωπικές πρωτοβουλίες του συνθέτη και το δικαίωμά του να επέμβει εκμηδενίζονται τελείως. Με την έννοια αυτή το έργο αντιπροσωπεύει την πιο εξτρεμιστική, θα λέγαμε, τοποθέτηση του Χρήστου: ένα είδος αυτοκατάργησης του συνθέτη».
Να ένα ακόμη πρόσωπο «κλειδί»… ο Κοσμάς Ξενάκης. Αδελφός του Ιάννη Ξενάκη, ο Κοσμάς Ξενάκης (1925-1984) σπουδάζει αρχιτεκτονική κι αυτός στο Μετσόβιο, και παράλληλα ζωγραφική στην ΑΣΚΤ. Γλύπτης, σκηνογράφος και βεβαίως αρχιτέκτονας και ζωγράφος, ο Κ. Ξενάκης εκείνη την εποχή προβάλλει στα έργα του την πολύτεχνη αντίληψη. Συνεργάζεται, δε, με τον Γ.Γ. Παπαϊωάννου και στο πλαίσιο της 4ης Εβδομάδας (Θέατρο Κοτοπούλη, το Ρεξ δηλαδή στην Πανεπιστημίου, 19-26/9/1971), παρουσιάζοντας την «Επιβολή». Όπως σημειώνει η Ευγενία Αλεξάκη (επιμελήτρια της έκθεσης στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης) σ’ ένα σχετικό paper για τον Γ.Γ. Παπαϊωάννου:
«Το έργο ‘Επιβολή-Πολύτεχνη Παράσταση’ ήταν στην ουσία ένα είδος happening με δομή και κανόνες. Σχεδιάστηκε από τον Κοσμά Ξενάκη, αλλά εκτελέστηκε από ομάδα συνεργατών: ο Γ. Σεμιτέκολο είχε χορευτική σκηνική δράση, ο Θ. Αντωνίου βοήθησε στη σύνθεση, εγγραφή και μετάδοση των ήχων και ο αρχιτέκτων Σ. Κονταράτος συντόνισε και χειρίστηκε δύο κινηματογραφικούς προβολείς και έναν προβολέα διαφανειών. Από κείμενο του Κ. Ξενάκη πληροφορούμαστε ότι μέρος των εξόδων του έργου καλύφθηκε από το ταμείο της 4ης Εβδομάδας, ενώ, παράλληλα, τονίζει ότι ο Παπαϊωάννου του έδειξε εμπιστοσύνη δίνοντάς του την ευκαιρία δοκιμής, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι ‘πολύτεχνες’, όπως καθιερώθηκε να λέγονται στον κύκλο αυτό, δράσεις, τόσο από πλευράς μουσικών όσο και από πλευράς εικαστικών καλλιτεχνών, προβλήθηκαν με τρόπο συστηματικό και ενισχύθηκαν με πρωτοβουλία και επιμονή του ίδιου του Παπαϊωάννου, ο οποίος φαίνεται να αναλαμβάνει έναν ρόλο επιμελητή, αλλά και να κινητοποιεί, συστηματικά, συνεργασίες εικαστικών, καλλιτεχνών και μουσικών».
Εμψυχωτής κάθε πρωτοποριακής δράσης στα τέλη του ’60 και τις αρχές του ’70, ο Γ.Γ. Παπαϊωάννου συνοψίζει τις απόψεις του για τους μετασχηματισμούς της Τέχνης, παίρνοντας μέρος σε μια συζήτηση που διοργάνωσε τον Ιούνιο του ’71 το Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο ΩΡΑ. Οι απόψεις του δημοσιεύτηκαν στον τόμο «Χρονικό ’71». Διαβάζουμε ανάμεσα σε πολλά:
«Σήμερα έχομε μιαν ευχέρεια καλλιτεχνικών συνδυασμών από πολλές πλευρές. Αυτό που μερικοί ονομάζουν ‘μίξ μίντια’ ή συνεργασία τεχνών ή όπως θέλετε πέστε το. Μαζεύονται πολλοί άνθρωποι και προσφέρει ο ένας την ζωγραφική του, ο άλλος την ποίησή του, ο άλλος τη μουσική του, ο άλλος φωτισμούς, ο άλλος κάτι άλλο πάντα, και βγαίνει ένα έργο συνόλου.(…) Αυτό το πράγμα άλλωστε ήταν και η ουσία της τέχνης στο παρελθόν, ποτέ δεν ήταν μεμονωμένη προσφορά η τέχνη. Η Αρχαία Τραγωδία ήταν λόγος, ήταν δράμα, ήταν φωτισμός, ήταν χορός και μουσική. Στην Κίνα το ίδιο. Σε όλους τους μεγάλους πολιτισμούς οι Τέχνες συνεργάζονται. Διέλυσε τις τέχνες σε μιαν αυτοτέλεια ο 19ος αιώνας θεωρώντας ‘απόλυτη τη μουσική’, ‘απόλυτη την ποίηση’, ‘απόλυτη τη ζωγραφική’.(…) Να συνεργαστούν λοιπόν οι καλλιτέχνες και να βγάλουν κάτι που να είναι πιο ενδιαφέρον από τα δύο ή περισσότερα στοιχεία που το αποτελούν. Αυτός ο εμπλουτισμός, κατά τη γνώμη μου, είναι πάρα πολύ σημαντικός και όσο περνάει ο καιρός είμαστε, θα έλεγα, στο κατώφλι μιας εποχής που όλα αυτά τα πράγματα θα ανήκουν στον πλούτο και στη διάθεση των καλλιτεχνών. Τι θα βγάλουμε μ’ αυτό δεν ξέρω, αλλά πάντως υπάρχουν στοιχεία –ας τα πούμε τεχνικά και οργανωτικά– που δεν υπήρχαν άλλοτε. Και αυτό θα επηρεάσει και τη μορφή και το περιεχόμενο της τέχνης…».
Info:
«Συνεργασία τεχνών: Το πολύτεχνο όραμα του Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου», σε συνεργασία με το Κέντρο Σύγχρονης Μουσικής Έρευνας - Ίδρυμα Χουρμούζιου-Παπαϊωάννου.
Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης
Βαλαωρίτου 9 Α, Αθήνα
5 Φεβρουαρίου-28 Μαρτίου
σχόλια