Όλες οι δημοσκοπήσεις τις τελευταίας περιόδου έδειχναν μια κάμψη των δύο κυβερνητικών κομμάτων τόσο σε επίπεδο εκλογικής επιρροής, όσο και ποιοτικών χαρακτηριστικών. Αυτή την εικόνα προσπάθησαν να αντιστρέψουν οι επικεφαλής των δύο συγκυβερνώντων κομμάτων με την πρωτοβουλία για ψήφο εμπιστοσύνης.
Πάμε να δούμε τι επιδιώκει η Κυβέρνηση, τι μπορεί αντικειμενικά να προσδοκά και τι παγίδες υπάρχουν και ποιοι κίνδυνοι υπάρχουν.
Καταρχάς ως προς το τι επιδιώκει:
- Να συμμαζέψει την πολιτική ατζέντα και να ανακόψει το άκρως διαλυτικό κλίμα των τελευταίων εβδομάδων. Να επαναφέρει, μέσω της συζήτησης στη Βουλή, τα κεντρικά πολιτικά διλήμματα και να επαναπροσδιορίσει την πολιτική της γραμμή. Αυτό από τις Ευρωεκλογές και μετά είχε χαθεί, καθώς η ίδια η κυβέρνηση έδειχνε να θολώνει μόνη της το πολιτικό της μήνυμα (βλ. παρακάτω). Παράλληλα, ελπίζουν ότι αν πάρουν πίσω κάποιους βουλευτές από εκείνους που σήμερα βρίσκονται εκτός κομμάτων, θα δοθεί ένα μήνυμα επανασυσπείρωσης.
- Να πετάξει το μπαλάκι στους διαφωνούντες βουλευτές, ζητώντας τους να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να ξεκαθαρίσουν τι θέλουν. Τώρα, όχι στην πορεία προς τις εκλογές. Αν οι διαγραμμένοι ή ανεξαρτητοποιημένοι της ΝΔ θέλουν να επιστρέψουν ας το κάνουν τώρα. Αν οι διαφωνούντες του ΠΑΣΟΚ λένε τη μία «γερά να φύγει η Δεξιά» και την άλλη «εμείς δεν θα προκαλέσουμε αστάθεια», να ξεκαθαρίσουν τη στάση τους επίσης τώρα, αναλαμβάνοντας και την ευθύνη της όποιας επιλογής τους. Κάνουν με άλλα λόγια αυτό που είχε κάνει κάποτε ο Βρετανός Πρωθυπουργός John Major ο οποίος αντιμετωπίζοντας τις συνεχείς επιθέσεις των ευρωσκεπτικιστών του κόμματός του, προκάλεσε ψήφο εμπιστοσύνης λέγοντάς τους «put up or shut up» (εννοώντας «ρίξτε με ή βουλώστε το»).
- Να αποσυνδέσει την ψήφο στην κυβέρνηση με την προεδρική εκλογή. Δίνοντας στους βουλευτές των οποίων η ψήφος θα κρίνει τον αν θα επιτευχθεί το κρίσιμο 180, την ευκαιρία να εκδηλώσουν την πολιτική τους βούληση μέσω δύο διαφορετικών διαδικασιών. Να μπορούν να πουν δηλαδή: «την κυβέρνηση την μαυρίζω, αλλά την σπουδαία προσωπικότητα που προτείνεται για Πρόεδρος της Δημοκρατίας τη στηρίζω γιατί σκέπτομαι το θεσμό, κλπ». (Αυτό το σημείο βέβαια, έχει πολλαπλές αναγνώσεις, όμως εδώ εξετάζουμε ποια είναι κυβερνητική προσέγγιση).
Η «μεταγραφική περίοδος» είναι ανοιχτή και όποιος νομίζει ότι δεν υπάρχουν βουλευτές που σκέφτονται τόσο κυνικά, καλό είναι να ενημερωθεί ότι δεν υπάρχει ούτε Άη Βασίλης...
Σε γενικές γραμμές, αυτό είναι το σκεπτικό πίσω από την πρωτοβουλία.
Μπορεί να αποδώσει; Και τι κινδύνους κρύβει;
Καταρχάς πρόκειται για κίνηση πολύ υψηλού ρίσκου. Η ψηφοφορία διεξάγεται στο χειρότερο σημείο για την κυβέρνηση στα 2,5 χρόνια της θητείας της. Είναι ευκολότερο για κάποιον βουλευτή να αυτομολήσει τώρα, από ό,τι ήταν πριν 6 μήνες, αλλά και από όσο θα είναι 25 μέρες πριν τις εκλογές. Όχι μόνο για πολιτικούς λόγους, αλλά και για καθαρά μικροπολιτικούς. Το σκάφος το εγκαταλείπεις ευκολότερα όταν βουλιάζει ή όταν φαίνεται ότι πάει στην ξέρα, από ό,τι όταν είναι ακόμα εν πλω. Επίσης, όποιος θέλει να διαφωνήσει τώρα, μπορεί και προλαβαίνει μέσα στο επόμενο 4μηνο να κάνει «τα κουμάντα του» με ποιον θα πολιτευτεί. Η «μεταγραφική περίοδος» είναι ανοιχτή και όποιος νομίζει ότι δεν υπάρχουν βουλευτές που σκέφτονται τόσο κυνικά, καλό είναι να ενημερωθεί ότι δεν υπάρχει ούτε Άη Βασίλης...
Το τι θα βγει θα το ξέρουμε με το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και κάθε εκτίμηση σε αυτή τη φάση είναι μάλλον αποτέλεσμα προκατασκευασμένης εμμονής. Αν η Κυβέρνηση συγκρατήσει όλους του σημερινούς βουλευτές της, έχει 2-3 επιστροφές και κάνει και μια καλή εμφάνιση στη Βουλή, θα έχει πάρει μια ανάσα. Αν χάσει βουλευτές, θα έχει βγει τραυματισμένη και θα έχει ελάχιστες πλέον πιθανότητες ανάκαμψης, καθώς όλο αυτό θα έχει λειτουργήσει διαλυτικά.
Όλα αυτά όμως αφορούν τη διαχείριση εσωτερικών ισορροπιών και εφήμερα επικοινωνιακά μηνύματα. Βλέποντας το θέμα πιο στρατηγικά, πρέπει να εξετάσουμε το πώς η Κυβέρνηση έφτασε ως εδώ και γιατί το τελευταίο τρίμηνο δείχνει εκτός ρυθμού...
Στη δική μου ανάλυση αυτό σχετίζεται με την απώλεια ή ακόμα και την αυτοακύρωση της πολιτικής της ατζέντας από την ίδια την Κυβέρνηση, μετά τις ευρωεκλογές. Κάτι που με τη σειρά του οφείλεται στην λανθασμένη ανάγνωση του ίδιου του αποτελέσματος των ευρωεκλογών.
Οι ευρωεκλογές ΔΕΝ ήταν στρατηγική ήττα για την Κυβέρνηση. Δεν ήταν για πανηγυρισμούς, αλλά ούτε και για πλερέζες. Το εύρος της διαφοράς ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ δεν ήταν τεράστιο, δεδομένου ότι μιλάμε για εκλογές με έντονο στοιχείο διαμαρτυρίας. Το άθροισμα των μάλιστα των δύο κυβερνητικών κομμάτων ήταν μεγαλύτερο από το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αύξησε το ποσοστό του, γεγονός που έδειξε ότι δεν είχε αποκτήσει (ακόμα, τότε) μη-αναστρέψιμη δυναμική. Το ΠΑΣΟΚ πήρε σχεδόν διπλάσιο ποσοστό από ό,τι του έδιναν τα γκάλοπ. Τα κόμματα πέριξ της ΝΔ, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως δυνητικές δεξαμενές ψηφοφόρων, άθροισαν πάνω από 6%, ποσοστό που υπερκαλύπτει τη διαφορά.
Αντί να αντιμετωπιστεί λοιπόν ως ένα διαχειρίσιμο αποτέλεσμα και να φτιαχτεί ένα σχέδιο πρωτοβουλιών σε βάθος 8μήνου (μέχρι την προεδρική εκλογή) για το πώς θα αντιστραφεί το κλίμα, επικράτησε πανικός και ακολούθησε μια περίοδος πολιτικά ακατανόητων αποφάσεων. Από τον ανασχηματισμό (για τον οποίο όλες ανεξαιρέτως οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι δημιούργησε αρνητικές εντυπώσεις), μέχρι επισήμως διακινούμενες θεωρίες του τύπου «το κέντρο το έχουμε λόγω αντι-ΣΥΡΙΖΑ αντανακλαστικών, ας στραφούμε στο 15% που έχουμε στα δεξιά μας» ή «να συγκρουστούμε με την τρόικα» και άλλες αφελείς, αναλύσεις. Λες και αν ο κόσμος επιλέξει τη σύγκρουση με την τρόικα ή δεχτεί ότι η πολιτική των τελευταίων ετών δεν ήταν υποχρεωτική λόγω πραγματικότητας της χώρας αλλά προϊόν κάποιου βίτσιου και όποτε θέλουμε την αλλάζουμε, θα πάει να ψηφίσει Σαμαρά και όχι Τσίπρα!
Σε αυτό το – κατά τη γνώμη μου – στρατηγικό λάθος της ΝΔ, προστέθηκαν το τελευταίο διάστημα δύο ακόμα δυσκολίες. Ο ΕΝΦΙΑ που όπως κάθε επώδυνο οικονομικό μέτρο έχει επιπτώσεις και ο αναπόφευκτος εσωτερικός ανταγωνισμός των δύο εταίρων πλησιάζοντας προς τις εκλογές, όπου τα δύο κόμματα, προκειμένου να περιχαρακώσουν το κοινό τους, αναγκάζονται να αναδεικνύουν όχι τα κοινά τους επιτεύγματα, αλλά τις διαφωνίες τους και τα αρνητικά του άλλου. Αυτό είναι κάτι που παλαιότερα δεν το βλέπαμε, αλλά πλέον – αν αρχίσουμε να έχουμε κυβερνήσεις συνεργασίας – θα το βλέπουμε όλο και συχνότερα.
Εν κατακλείδι: Από τον περασμένο Ιούνιο η Κυβέρνηση προσπαθεί να κάνει ποδήλατο χωρίς να κάνει πετάλι. Με αποτέλεσμα αντί να προχωράει να προσπαθεί απλώς να κρατηθεί όρθια. Με μια κίνηση υψηλού ρίσκου, όπως η ψήφος εμπιστοσύνης, προσπαθεί να ανακτήσει τις πολιτικές πρωτοβουλίες. Αν θα τα καταφέρει ή όχι θα φανεί από το αποτέλεσμα καθαυτό. Όμως ακόμα και αν πάρει μια ανάσα, άλλο είναι το βασικό στρατηγικό πρόβλημα στο οποίο θα πρέπει να απαντήσει.
σχόλια