Οι πρώτες εφτά μέρες του Αυγούστου ήταν ένας εφιάλτης. Με διάφορα προσωπικά ζητήματα να σκάνε σε κάτι πολύ απότομα βράχια, μια ανακαίνιση ενός μεγάλου γραφείου στη μέση, βρέθηκα μόνος στην Αθήνα να πρέπει να δαμάσω άπειρες αγωνίες, να διορθώσω πράγματα, να βρω την άκρη και να επιμεληθώ τη σωστή τοποθέτηση των σοβατεπί στο γραφείο. Άσε, καλύτερα να με σκότωνες. Τουλάχιστον διαπίστωσα για άλλη μια φορά πως οι φίλοι είναι το Α και το Ω της ζωής μας. Ζήτησα βοήθεια και ήρθε. Με όποιον τρόπο φανταστείς. Αφού σκέφτομαι πως αν κάνω άλλα τατουάζ ίσως να αξίζει να χτυπήσω καμιά δεκαπενταριά ονόματα, έτσι να τα θυμάμαι. Τέλος πάντων... Έξι Αυγούστου μπήκε η νέα σελήνη στο Λέοντα και όλα έγιναν καλύτερα (βήμα – βήμα, λίγο – λίγο). Η αλλαγή της κατάστασης εορτάστηκε σε ένα τραπέζι που μόνο ένας ήξερε τί πέρασα, οι υπόλοιποι ήταν απλώς χαρούμενοι που με έβλεπαν. Από την επομένη όλα άρχισαν να ξαναμπαίνουν στη θέση τους. Ακόμα και τα σοβατεπί.
Τί έκανα αυτές τις εφτά μέρες στη φρικτή Αθήνα; Κατ’ αρχάς υπήρχε πολλή συγκίνηση. Υπήρχε αφόρητο σούρσιμο από το σπίτι στο γραφείο, ανέβα – κατέβα για «να δεις τις δουλειές». Λες και καταλάβαινα. Προσπάθησα να υποτάξω ένα αίσθημα ανησυχίας που είχα με μεγάλες βόλτες μέσα στη ζέστη. Το τρίτο απόγευμα κατέληξα στην Ακρόπολη. Πρώτη φορά στα τόσα χρόνια που είμαι εδώ. Είναι το πιο όμορφο σημείο στον κόσμο παιδιά. Φυσάει, λάμπουν τα μάρμαρα, η Αθήνα φαίνεται σχεδόν όμορφη, στο βάθος η θάλασσα. Γύρω – γύρω το δάσος που είναι πιο πυκνό απ’ όσο νομίζεις. Έκανα παρέα και με μια γάτα εκεί πέρα, καθίσαμε σε ένα παγκάκι. Έκατσα ώρα πολλή, μέχρι να δύσει ο ήλιος και τα ψιλομάζεψα μέσα μου.
Το βράδυ είδα το Amour του Χάνεκε. Ίσως να μην ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή να δεις κάτι τέτοιο (ή μήπως ήταν;), πάντως αυτή η ταινία σα να μετακίνησε κάτι μέσα μου για τον τρόπο μας στη ζωή. Πολλές οι σκηνές που θα γαντζωθείς πάνω τους για πολύ καιρό. Για μένα η εναλλαγή από ζωγραφικούς πίνακες με τοπία αμέσως μετά από την πιο κρίσιμη σκηνή της ταινίας ήταν το σημείο που μετατράπηκε η ταινία αυτή σε έργο τέχνης. Έψαξα λίγο να βρω τον καλλιτέχνη που έκανε τους πίνακες. Δεν είναι ένας μάλλον. Αλλά ανακάλυψα κάτι άλλο:
Οι πίνακες αυτοί υπάρχουν στην πραγματικότητα στην ταινία. Είναι τα έργα τέχνης που κοσμούν το σπίτι των πρωταγωνιστών. Απίστευτο. Η πιο ωραία ταινία του Χάνεκε. Είδα επίσης και τον Επιστάτη Σάνσο. Αυτό το Μπρεχτικό έπος του Κένζι Μιζογκούτσι που οι φτωχοί γίνονται πλούσιοι και το άδικο σχεδόν πάντα νικάει το δίκιο, όλα με φόντο τις πιο μαγικές εικόνες που έχεις δει. Πολύ ωραία. Κάποιες σκηνές τις σκέφτομαι ακόμα, όπως το ταξίδι της πριγκίπισσας μέσα από τις ανθισμένες καλαμιές. Αλλά και τη σκηνή όπου οι σκλάβοι καίνε το παλάτι του επιστάτη Σάνσο. Πάνω απ’ όλα σκέφτομαι το φινάλε. Ο Μιζογκούτσι πήρε ένα μύθο της Ιαπωνίας και έφτιαξε μια ταινία σαν αρχαία ελληνική τραγωδία.
Από καθαρή πλήξη ξεκίνησα να βλέπω και το Sons of Anarchy. Χαζομαρούλα. Σειρά στημένη ακριβώς πάνω στους Sopranos. Παρόλα αυτά κόλλησα και θα την αποτελειώσω στο καράβι της επιστροφής.
Από φαγητά αυτές τις χάλια μέρες, έφαγα πολλές φορές στον εκπληκτικό Τριαντάφυλλο στη Λέκκα και μαγείρεψα και ένα παστίτσιο για μένα και κάτι φίλους που ήρθαν να με παρηγορήσουν. Όσο έμεινε και ήταν πολύ, το αποτελείωσα αργά και σταθερά βλέποντας ταινίες και σειρές.
Μετά, πήραμε το καράβι και ήρθαμε στην Αστυπάλαια.
Τρίτη χρονιά. Δεν άλλαξε κάτι. Μόλις κατεβήκαμε από το καράβι, κάναμε την μεγάλη διαδρομή από το λιμάνι στη χώρα με το μηχανάκι και αφήσαμε λίγο τη θάλασσα και τον αέρα να κάνει τη δουλειά της. Γρηγορη βουτιά στο Λιβάδι και μετά η γνωστή ρουτίνα: πρωινό στο Μελτέμι (εννοούμε μετά τις 13.00), να σου σερβίρει η Ειρηνούλα και οι Φιρφιρίκος τα ωραιότερα πουγκιά που έχεις φάει. Θα τα πάρεις αλμυρά και θα πάρεις και μέλι on the side. Θα κάνεις ότι διαβάζεις το βιβλίο σου και θα κρυφακούς τους γύρω μέχρι να έρθει η ώρα για παραλία. Εμείς είμαστε φανατικοί με τις Βάτσες. Ανοιχτοσύνη, ωραία νερά, ο ήλιος δύει σχεδόν μπροστά σου και στην άκρη – άκρη ένα μικρό μπαρ που σερβίρει ωραία ποτά. Όταν πέσει η σκιά θα πας για ποτό και θα κάτσεις μπροστά στα ασημένια νερά για όσο θες. Εναλλακτικά θα πας στο κοντινό και κοσμικό και εντελώς civilised Τζανάκι. Πολύ καλά νερά και χιψτερόκοσμος. Δίπλα σου φοιτητές της ΑΣΚΤ θα μιλάνε για τη σημασία της αρχιτεκτονικής αλλά θα κάνεις ότι δεν ακούς. Τα φημισμένα Καμινάκια είναι μακρυά. Πήγαινε μόνο αν έχεις αυτοκίνητο ή με καραβάκι. Όχι με μηχανάκι διότι αν φυσάει θα δυσκολευτείς. Νερά μοναδικά, κρύσταλλο. Ξαπλώστρες και φουντωτά αρμυρίκια. Πάνω απ’ όλα η ταβέρνα της Λίντας. Ό,τι φας από εδώ βγαίνει από το μαντρί και το μποστάνι αυτής της οικογένειας. Είναι ωραία. Ακόμα και η χωριάτικη είναι ένα ποίημα. Αλλού να φας: Στο Γεράνι, ωραία μαγειρευτά και της ώρας, και καλή χλωρή και ωραία αμπελοφάσουλα. Στον Τούρκο πάλι στο Λιβάδι, ωραία ψάρια, όλοι υμνούν ένα καλαμάρι που εγώ δεν έχω δοκιμάσει, έχει ωραίο χούμους που έρχεται με καυτερή σάλτσα και η κόκκινη σαλτάτα με παντζάρια, κάππαρη και άλλα ωραία. Το βασικό είναι ότι τρως διπλα στο κύμα, με τα πόδια στην άμμο και κοιτάς το φεγγάρι. Στη χώρα θα φας σε όλα τα σουβλατζίδικα και οβελιστήρια της πλατείας, αλλά και στην ταβέρνα ακριβώς δίπλα που νομίζω πως το λένε Αγέρι. Στο (ας πούμε) Αγέρι θα φας ανάμεσα σε άλλα εξαιρετικούς ντολμάδες με αμπελόφυλλα. Πήγαινε νωρίς, γίνεται χαμός αυτές τις μέρες. Στο καφενείο του Μουγκού αν βρεις θέση θα πας για τσίπουρα – ούζα – μεζέ και Καζαντζίδη και δύσκολα θα σηκωθείς. Τα καλά μπαρ: Κάστρο. Ίσως ένα από τα ομορφότερα σημεία στο Αιγαίο για να πιεις ένα ποτάκι το βράδυ. Άρτεμις για μετά τις τρεις, Νότος στην Πλατεία είναι πολύ ωραία και το άλλο απέναντι στη στροφή του δρόμου. Για γλυκό θα πας στο Αρχιπέλαγος, που έχει ωραία θέα, μουριές φουντωτες και γλυκά σπιτικά σαν αυτά που έφτιαχνε η μαμά σου παλιά. Κάτω στο Λιμάνι θα φας στην Ακτή. Αν είσαι τυχερός θα κάτσεις στα τραπέζια πάνω στον γκρεμό. Είναι πολύ ωραία.
Εγώ αυτά κάνω στο νησί, σίγουρα υπάρχουν και πιο ψαγμένα μην αρχίσετε να μου τη λέτε τώρα πως είμαι σαν τουρίστας πρωτάρης κλπ πληζ.
Έχω άλλες πέντε μέρες εδώ σκοπέυω να γυρίσω πίσω καινούριος.
Και για φινάλε: έφερα μαζί μου να διαβάσω τα 100 χρόνια Μοναξιάς του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Το είχα πρωτοδιαβάσει όταν ήμουν δώδεκα. Ήθελα ένα ωραίο έπος να διαβάσω. Γλυκό και πικρό με πολλές ιστορίες, με έρωτες και χιούμορ, με δράμα και λύτρωση. Και πήγα και το πήρα από το βιβλιοπωλείο χωρίς δεύτερη σκέψη. Έχει αλλάξει η έκδοση, τα γράμματα έχουν μεγαλώσει για να είναι πιο ευανάγνωστο. Μόνο το εξώφυλλό παρέμεινε το ίδιο.
Τέλος πάντων, βυθίστηκα που λέτε στο σάγκα της οικογένειας Μπουενδία. Άφησα κάθε κυνισμό στο καράβι και περνάω φίνα διαβάζοντας μελοδραματικές ιστορίες μιας παράξενης οικογένειας όπου τα μέλη της ζουν για αιώνες στο χωριό Μακόντο. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία (Ιωσήφ Αδάμ Καλημέρης!) που αγαπούσε τις εφευρέσεις και μαγευόταν από όσα έφερναν στο αποκλεισμένο χωριό οι Τσιγγάνοι, οι γυναίκα του Ούρσουλα, πυρήνας και πόλος σταθερότητας σε μια οικογένεια που οι εγγονές αναδύονται στους ουρανούς και οι γιοί φεύγουν με τα μπουλούκια των τσιγγάνων για να επιστρέψουν μετά από δεκαετίες, καλυμμένοι με τατουάζ, να παντρευτούν τις ετεροθαλείς αδελφές τους, και οι εραστές που κυνηγουν τις πολύτιμες κόρες κυκλοφορούν με ένα σύννεφο από κίτρινες πεταλούδες στα κεφάλια τους. Και είναι και ο Συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία που έφυγε και επαναστάτησε, που πολέμησε 37 μάχες και γλίτωσε δεκάδες απόπειρες δολοφονίας και που γέρος και ατσάλινος πια από τον πόλεμο γύρισε στο χωριό του να γεράσει και έληξε την επανάσταση και έγινε από τη μια μέρα στην άλλη προδότης. Και εκείνη η φράση για τους επαναστάτες που λέει ο Μάρκες πως είτε γερνάνε ικετεύοντας τη σύνταξη που δεν έρχεται ποτέ είτε κολυμπάνε στα «εκλεκτά σκατά της δόξας» και πεθαίνουν μόνοι.
Τί να σου πρωτοαναφέρω από αυτό το έπος που στάζει γλύκα και ζωή από παντού; Πετάω όλα τα κεντρωευρωπαικά μυθιστορήματα τώρα για λίγο ακόμα Μαγικό Ρεαλισμό. Πήξαμε στο μινιμαλισμό. Φέρτε συναίσθημα να τα βγάλουμε πέρα.
Πάω για καφέ. Δεν υπόσχομαι πως θα σου ξαναγράψω. Να περνάς καλά.
σχόλια