Οι θεατρικές κριτικές έχουν ένα βασικό ελάττωμα: δεν είναι παρά καταγραφές εντυπώσεων αμιγώς υποκειμενικών. Γι' αυτό οι κριτικοί δεν βλέπουν τα ίδια πράγματα σε μία παράσταση και συχνά διαφωνούν για την αξία της. Οι κριτικές αποκτούν «αντικειμενική αξία» μόνο στις ευάριθμες περιπτώσεις των παραστάσεων που καταφέρνουν να αποσπάσουν το συλλογικό έπαινο ή τη συλλογική απόρριψη. Αυτό συνέβη με την παράσταση των Αρουραίων (1911) του Γκέρχαρντ Χάουπτμαν που σκηνοθέτησε ο Μίκαελ Τάλχαϊμερ για το βερολινέζικο Deutsches Theater.
Μια παλιά ιστορία με μια υπηρέτρια που πουλάει το παιδί της σε μία γυναίκα που μόλις έχασε το δικό της και μετά το μετανιώνει, παρασύροντας στην καταστροφή όλους όσοι ενεπλάκησαν, γραμμένη σε μια ιδιαίτερη αλλά εξίσου παλιά γλώσσα και με τον τρόπο του νατουραλισμού, μπορεί να σαγηνεύσει το σημερινό κοινό; Μπορεί κι αυτό συνέβη με την παράσταση του D.T. - που θα δούμε στο Φεστιβάλ Αθηνών. Προφανώς, μια πλειάδα στοιχείων έπαιξαν ρόλο στη θερμή υποδοχή της παράστασης. Πρώτα απ' όλα, το D.T., που ιδρύθηκε το 1883, έχει γράψει ιστορία κατά την πρώτη περίοδο της λειτουργίας του για την υποστήριξη που παρείχε στους νατουραλιστές συγγραφείς (την πρωτοπορία της εποχής), τους οποίους και σύστησε στο κοινό στα τέλη του 19ου αι. Βασικός εκπρόσωπός τους ήταν ο, αργότερα νομπελίστας, Γκέρχαρντ Χάουπτμαν. Υπάρχει δηλαδή μια ιστορικά εδραιωμένη σχέση με το νατουραλιστικό ρεπερτόριο, σταθερή και στον αιώνα που ακολούθησε, καθώς τα έργα των νατουραλιστών, συν τω χρόνω, ενεγράφησαν στο κλασικό ρεπερτόριο -από το οποίο κατά βάση αντλεί για τις παραστάσεις του το D.T.
Ο σκηνοθέτης των Αρουραίων Μίκαελ Τάλχαϊμερ, επίσης, γνωρίζει καλά το κλασικό ρεπερτόριο. Δεν είναι τυχαίο ότι από το 2001, που έκανε το ντεμπούτο του στο D.T., έχει σκηνοθετήσει την Αιμιλία Γκαλότιτου Λέσινγκ, τις Τρεις αδελφές του Τσέχοφ, τις Μοναχικές Ζωές του Χάουπτμαν, τα δύο μέρη του Φάουστ, την Ορέστεια του Αισχύλου, τη Νυχτερίδα του Στράους (και μόνο ένα σύγχρονο έργο, τον Ύπνο, του Γιον Φος).
Τρίτος όρος της επιτυχίας των Αρουραίωνείναι οι εξαιρετικοί ηθοποιοί του D.T., που έχουν εκπαιδευτεί με τα πλέον δύσκολα, με τις κορυφαίες στιγμές της θεατρικής γραφής, δουλεύοντας επιπλέον με μερικούς από τους πιο σημαντικούς Γερμανούς σκηνοθέτες. Ειδικά οι ερμηνείες της Constanze Becker και του Sven Lehmann στους ρόλους της κυρίας και του κυρίου John συνεπήραν τους Γερμανούς κριτικούς.
Ιδιαίτερα εντυπωσιάζει η σκηνογραφία του Όλαφ Άλτμαν. Οι ξύλινες τριγωνικές επιφάνειες του σκηνικού αφήνουν ένα επικλινές άνοιγμα μικρότερο από το ύψος των ηθοποιών, αποδίδοντας ποιητικά τον εγκλωβισμό των ηρώων σε μια κοινωνική συνθήκη που, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των προσώπων, αναπόδραστα οδηγεί στη φυσική και ψυχολογική εξόντωσή τους και στο φόνο.
Critic's Choice
Οι αρουραίοι
Η σκηνοθετική προσωπικότητα του Tάλχαϊμερ φανερώνεται μέσω των πρωταγωνιστών του. Οι κινήσεις τους άλλοτε φαίνονται αρμονικές και άλλοτε σπασμωδικές. Αυτό που αρθρώνεται είναι φαινομενικά σε ασυμφωνία με το σημαινόμενο.
«Bomb», 2009
σχόλια