Insenso, μια λέξη επινοημένη από τον συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη, που προχωράει το νόημα της ιταλικής «senso» (από το αγγλικό insence που σημαίνει εξαγριωμενος και το γαλλικο insence που σημάινει επίσης παράλογος, παράξενος) που σημαίνει «αίσθηση» και υπονοεί το παράφορο και το πέρα από τη λογική, είναι ο τίτλος ενός θεατρικού κειμένου-μονολόγου, μιας «όπερας χωρίς μουσική», όπως το αποκαλεί ο ίδιος ο συγγραφέας του, το οποίο ανέλαβε να σκηνοθετήσει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός. Εμπνευσμένο από τη θρυλική ταινία του 1954 του Λουκίνο Βισκόντι, που βασίστηκε με τη σειρά της στο ομώνυμο βιβλίο του Καμίλο Μπόιτο. Η κόμισσα Λίβια Σερπιέρι (που στην ταινία ερμηνεύει η Αλίντα Βάλλι), αφού συνδέεται παράνομα με τον γοητευτικό Αυστριακό αξιωματικό Φραντς Μάλερ (που υποδύεται ο Φάρλεϊ Γκρέινγκερ), στην ανάγκη της να τον κρατήσει κοντά της του δίνει όλα τα χρήματα που της εμπιστεύτηκε ο ξάδερφός της και μέλος επαναστατικής ομάδας εναντίον των κατοχικών δυνάμεων της Αυστρίας. Στην πορεία ανακαλύπτει ότι είχε πέσει θύμα του ίδιου της του πάθους. Ο Δημητριάδης εξηγεί: «Το αρχικό ερέθισμα ήταν η ίδια η ταινία και ειδικά το τέλος της, όταν η κόμισα Λίβια Σερπιέρι καταγγέλλει τον εραστή της Φραντς Μάλερ ως λιποτάκτη και οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα. Έχοντας ζήσει προηγουμένως μια ερωτική ιστορία μαζί του που την έκανε να φτάσει στο σημείο να προδώσει την πατρίδα της, προσφέροντάς του χρήματα που της εμπιστεύτηκαν επαναστάτες για να εξαγοράσει τη θητεία του, ο έρωτάς της έχει φτάσει στο σημείο της προδοσίας και τελειώνει με αυτήν να περιφέρεται ως χαμένη, τρελή, αποπροσανατολισμένη στους δρόμους της Βερόνας. Αυτή η εικόνα μ’ έκανε να σκεφτώ τι θα μπορούσε να είναι η ζωή αυτής της γυναίκας από τη στιγμή που τελειώνει η ταινία και μετά. Στο κείμενο που έγραψα η κόμισσα Σερπιέρι ζει ακόμα, διότι ο εραστής της δεν πέθανε από τα ίδια της τα χέρια. Δηλαδή, δεν έφτασε στο σημείο να κάνει μια πράξη με την οποία θα της ανήκε ολοκληρωτικά ο άνθρωπος αυτός με τον θάνατό του. Αυτό την κρατάει μέχρι σήμερα ζωντανή, διότι δεν μπόρεσε να τον κάνει δικό της, σκοτώνοντάς τον, που είναι η ολοκλήρωση της ερωτικής επιθυμίας και η ανάγκη κατάκτησης και απόκτησής του».
Το βιβλίο του Μπόιτο έχει υποστεί πάρα πολλές αλλαγές στην κινηματογραφική του εκδοχή, οι οποίες κατά τον Δημητριάδη «κινητοποιούνται και οφείλονται κυρίως στην ομοφυλοφιλία του Βισκόντι και των Τένεσι Ουίλιαμς και Πολ Μπόουλς, που έγραψαν τους διαλόγους. Στην πραγματικότητα η σχέση της Σερπιέρι και του Μάλερ είναι μια ομοφυλόφιλη σχέση, με ό,τι φέρει επιπλέον σε δραματικότητα, καταδίκη, αποτυχία, δυσκολίες, και με κατάληξη την απόλυτη απώλεια. Για μένα αυτή είναι η ερμηνεία του έργου του Βισκόντι και ο βαθύς πυρήνας του δικού μου κειμένου. Γιατί δεν μπορεί ποτέ να μιλήσει μια γυναίκα για έναν άντρα όπως μιλάει η Σερπιέρι. Μόνο ένας άντρας για έναν άλλο άντρα. Υπάρχει δηλαδή μια ιδιομορφία στην ερωτική σχέση, η οποία συνδέεται και με την ακραία της πράξη, κι εδώ κάπου συναντάμε τον Ζενέ με το θέμα της προδοσίας, της καταδίκης και της κατάδοσης. Ο έρωτας εμπεριέχει την καταδίκη του, όπως και την αναίρεσή του, που είναι η προδοσία. Βέβαια, στην περίπτωση της Λίβιας Σερπιέρι η κατάδοση δεν γίνεται γιατί δεν τον αγαπάει, αλλά, αντίθετα, γιατί τον αγαπάει παράφορα». Όταν εκείνη πηγαίνει να τον αναζητήσει στη Βερόνα, εκείνος, σε μια δυνατή και απίστευτα φορτισμένη σκηνή, την απαρνείται και την ταπεινώνει μπροστά σε μια πόρνη. «Η Λίβια έχει καταλάβει οριστικά ότι αυτός ο άνθρωπος την πρόδωσε και την εξαπάτησε και πως ό,τι έκανε γι’ αυτόν πήγε χαμένο.
Αυτό την οδηγεί στην απελπισία και στο να τον καταδώσει, οδηγώντας τον στον θάνατο. Αυτό διαφοροποιεί και μια ετεροφυλόφιλη σχέση από μια ομοφυλόφιλη, η οποία ενέχει το σπέρμα της καταστροφής και του τέλους, δηλαδή της απιστίας. Μια εκμετάλλευση που γίνεται από το πιο δυνατό πρόσωπο προς το αδύναμο. Από εκείνο που είναι λιγότερο ή καθόλου ερωτευμένο προς τον άλλον, που είναι παράφορα ερωτευμένος, ευάλωτος ώστε να κάνει τα πάντα. Οπότε, η πράξη της Λίβιας του δίνει ό,τι έχει και δεν έχει. Κάνει την υπέρτατη πράξη προδοσίας στο όνομα του έρωτα και μόνο. Τόσο στην ταινία, αλλά ειδικά στο κείμενό μου, ηττάται η πατρίδα από τον έρωτα. Ο έρωτας γίνεται μεγαλύτερη αξία από την πατρίδα ή, τουλάχιστον, ισχυρότερη δύναμη. Και η πατρίδα παραχωρεί τη θέση της στον έρωτα. Ο έρωτας γίνεται πια πατρίδα. Κι εγώ υποστηρίζω κάτι που μπορεί να μη γίνει ευμενώς δεκτό, ότι πρέπει ν’ αντικαταστήσουμε την πατρίδα από τον έρωτα. Αυτό πιστεύω ότι είναι βαθύτερο. Ένα είδος ισχυρότερης δύναμης, έως η πραγματική πατρίδα όλων μας. Με ό,τι συνέπειες έχει αυτό. Γιατί και στην ταινία του Βισκόντι ο έρωτας δεν εμφανίζεται ως κάτι εύκολο κι ευχάριστο. Είναι μια κατάσταση που εμπεριέχει κινδύνους και η οποία οδηγεί ακόμα και στην καταστροφή. Αλλά είναι μια δύναμη που υπερέχει ως ανθρώπινη διάσταση από αυτό που ονομάζουμε πατρίδα. Θα μου πεις, και τι θα κάνουμε χωρίς πατρίδα; Και τι θα κάνουμε χωρίς έρωτα; Πρέπει να κατοικήσουμε στην πατρίδα που λέγεται έρωτας. Όλα τα άλλα, πέρα από ηρωισμούς και διακηρύξεις, έχουν οδηγήσει πάμπολλες φορές την ανθρωπότητα σε χειρότερες καταστροφές. Ακόμα και με την έννοια του πατριωτισμού, που έχει τις μορφές του εθνικισμού, του σοβινισμού και του φανατισμού. Πρέπει να καταργηθούν τα σύνορα και ν’ αποκτήσουμε μια μοναδική πατρίδα που ούτε γεωγραφικά υπάρχει ούτε είναι ενός εσωτερικού συναισθηματισμού, που να είναι μόνο ο έρωτας». Το έργο, στο οποίο γίνονται αναφορές και σε μεταγενέστερα έργα του Βισκόντι, όπως Ο Γατόπαρδος και Τα μακρινά αστέρια της άρκτου, είναι ένας μονόλογος-αναδρομή στη σχέση της Λίβιας και του Φραντς μέσα στο ιστορικό πλαίσιο που διανύει εκείνη τη στιγμή η Ιταλία, της ιταλο-πρωσικής συμμαχίας για την ανάκτηση της Βενετίας από τους Αυστριακούς.
Η διανομή της παράστασης περιλαμβάνει 21 γυναίκες -μεταξύ άλλων τις Νάντια Μουρούζη, Μαρία Ναυπλιώτου, Ηλέκτρα Νικολούζου, Θεοδώρα Τζήμου-, ενώ μέρος της θα ερμηνευτεί στα ιταλικά από τη Σάντρα Γκαρουλιέρι. Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός λέει: «Δεν μπορούμε να μιλάμε για τον έρωτα χωρίς ένα πεδίο μαχών, ένα τοπίο θυμάτων. Χαράσσεται ένας περίπατος. Ένα ανοιχτό τοπίο, μια βίαιη ανασκαφή στη μνήμη της ανθρώπινης εμπειρίας. Μια σειρά γυναικών δίνει ορισμό και νόημα με την ακινησία, την υπομονή, την καρτερικότητα, τη σιωπή, την εξομολογητική αφήγηση του εαυτού τους. Μνημεία, φιγούρες των γεγονότων [Γοργοπόταμος. Όπως τον βλέπω από το τρένο]. Η πιο τίμια θεολογία της ανθρώπινης ύπαρξης στον έρωτα είναι αυτή της απώλειας. Ο Πόνος ορίζει τους κανόνες και τις ανεπίδοτες κραυγές. Το υποκείμενο αντηχεί μια αληθινή χορωδία. Έχει δίκιο ο Δημητριάδης, η πραγματική όπερα δεν έχει μουσική. Ένα σώμα πεταμένο στη Γλώσσα».
σχόλια