Γεννήθηκε ασπρόμαυρη το 1953.
Σήμερα όταν μπήκα σπίτι σηκώθηκε και έφτιαξε κρέπες για να φάω. Στο πόδι. Άργησα.
Την Κυριακή γιόρταζε; Τι της πήρα; Τίποτα ε;
Μικρός κάτι της ζωγράφιζα, θυμάμαι. Τα έχει κρατημένα. Σε κούτες. Πολλές. Γεμάτες. Όλα.
Σχολείο πήγαινε σε ένα χωρίο, ψηλά προς το βουνό. Ακόμη το λέει ότι το λεωφορείο τους άφηνε χαμηλά όταν είχε χιόνι και ανέβαιναν με τα πόδια. Κάπου στα 18 της νομίζω, ξεκίνησε δουλειά σε κάτι γραφεία.
Δεν θυμάμαι πώς και τι ακριβώς έκανε... Δεν θυμάμαι να έχω ρωτήσει ποτέ.
Τότε ήταν γυναίκα θρυλικής ομορφιάς. Και τώρα είναι. Εκείνη την εποχή τις ωραίες γυναίκες τις βάζαν να κοιτάνε τοίχο στις ταβέρνες. Κανένα περιθώριο για βλέμματα. Πίσσα μαύρα μαλλιά, χοντρή σπαστή τρίχα, μελαχρινή επιδερμίδα, σαρκώδη χείλη και κορμί σφιχτό και καμαρωτό. Σε όλες τις παλιές φωτογραφίες είναι καμαρωτή. Καμπούρα και στην γωνία, ποτέ!Τα μάτια της δεν μπορώ να τα περιγράψω. Δεν υπάρχουν σαν χρώμα. Δεν τα πήρα. Λίγο ο αδερφός μου.
Ωραία γυναίκα.
Την έπαιρνε από πίσω με το αμάξι. Αυτή ντρεπόταν. Από χωριό. Άλλη γυναίκα. Της άρεσε. Φοβόταν και ντρεπόταν. Ερωτεύτηκαν. Δεν ξέρω πώς. Δεν θυμάμαι να έχω ρωτήσει. Ο ένας της. Ο μοναδικός. Έφυγε από το χωριό. Ήρθε στην πόλη. Λευκό μακρύ νυφικό με πιέτες και στεφανάκι με άσπρα λουλούδια γύρω από τα κατάμαυρα μαλλιά της. Χαμόγελο πλατύ. Καμαρωτή ακόμη. Εκείνος πιο καμαρωτός. Ωραία γυναίκα. Αληθινή. Αφτιασίδωτη.
Μετά το νυφικό, αμέσως παιδί. Ένα ταξίδι πριν και φωτογραφίες και αμέσως παιδί. Μετά πάλι παιδί και μετά πάλι.
Ο μεσαίος είμαι εγώ. Μετά θυμάμαι γενέθλια και τούρτα καρυδάτη στο σαλόνι. Τυροπιτάκια και πίτσες που φτιάχνει ακόμη. Δεν τις τρώω πια όπως τότε. Τις μπούχτισα. Θυμάμαι τηλεόραση έγχρωμη να μπαίνει στο σπίτι και το Σοφάκι στην κουζίνα. Τότε όλοι Τόλμη και Γοητεία και εμείς την πεντάμορφη και το τέρας, με έναν Βίνσεντ στα υπόγεια να γλιτώνει την Λίντα Χάμιλτον από τους κακούς. Αυτό της άρεσε. Κόντρα. Τώρα βλέπει Τούρκικα. Εγώ φωνάζω. Γιατί, δεν ξέρω. Νομίζω δεν τα βλέπει όμως... Έτσι τα κοιτάει. Καλά κάνει. Δεν θα ξαναμιλήσω. Ας βλέπει ότι θέλει...
Είχαμε και σκύλο όπως και τώρα. Πάντα το είχε με τα ζώα αλλά παλιά δεν το λεγε. Δεν το δειχνε...Την κατάλαβα όταν πιάσαμε το ποντίκι που της είχε ρημάξει την κουζίνα μια εβδομάδα και το άφησε. Δεν νομίζω να έζησε αλλά μπορεί και ναι.
Δεν μάλωνε ποτέ. Φώναζε πολύ! Νόμιζα πως μάλωνε αλλά τώρα ξέρω πως δεν. Τσίμπαγε καμιά φορά. Αυστηρή ήταν νόμιζα. Πνιγμένη στην πραγματικότητα. Τρία σκασμένα, ένας σκύλος- μετά δύο, σπίτι, άντρας, πάνω-κάτω, μόνη.
Δεν είχε φίλες. Είχε, αλλά όχι όπως νομίζω εγώ. Μακριά. Έξω από το σπίτι ή σε καμιά γιορτή και αυτές όχι εκείνες που θα ήθελε νομίζω. Τις αδερφές της μόνο. Λατρεία. Δεν ήταν του έξω. Δεν ήταν στα καφέ και τις διασκεδάσεις. Δεν ήθελε; Δεν ξέρω. Δεν ρωτάω. Ξέρω. Εκεί μέσα καταπάνω. Πολλές φωτογραφίες. Στο σαλόνι και στην βεράντα. Σε εκδρομές. Σε κούνια. Αγκαλιές. Ρεβεγιόν. Γιορτές. Χαμόγελα. Όχι πόζες. Φιλμ και άλμπουμ.
Μετά μαύρο. Μόνη. Με τρία σκασμένα, δύο σκυλιά. Χρέη. Ξαφνικά....
Έτσι μου φάνηκε. Δεν καταλάβαμε πώς και πότε. Δεν μας άφησε. Έλειπαν καιρό αλλά εμείς σπίτι. Περίεργα αλλά με μια ελευθερία στο σπίτι. Μια αδιόρατη θλίψη λίγο πριν. Λίγα νεύρα και φόβος αλλά όχι μπροστά μας. Φαγητό πολύ απ΄έξω. Τι συνέβαινε αργήσαμε να το πάρουμε γραμμή. Σε νοσοκομείο δεν συρθήκαμε ποτέ. Μια φορά και αυτή την έχω ξεχάσει. Λίγο μπορεί να κάνω εικόνα.
Δύσκολα ήταν. Ξέρω. Δεν μας άφηνε. Απ'έξω εμείς. Μόνη. Τέτοια είναι. Σκυλί.
Καθόλου φωτογραφίες τότε. Εκείνα τα χρόνια λευκές σελίδες. Σας έχει τύχει να μην θυμάστε; Πολύ λίγο. Μόνο εικόνες χωρίς ήχο.
Μετά πιο δύσκολα...Θυμάμαι.
Δουλειά. Ξενύχτι. Οι άλλες, των φίλων, με ταγέρ και κρεπαρισμένο μαλλί στις μπουτίκ και τα θέατρα. Αυτή δουλειά. Μύριζε βενζίνη μετά. Τις άλλες τις ζήλευα. Έλεγα αυτές! Νόμιζα...Tι Βλάκας.
Κάπνιζε πολύ τότε και ακόμη καπνίζει. Ωραίο φουμάρισμα. Ωραίο κάπνισμα. Θηλυκό. Πιάνει το τσιγάρο μοναδικά. Σουφρώνει τα μεγάλα χείλη, τόσο όσο. Όχι πρόστυχα. Γυναικεία. Πάντα γυναίκα. Μύριζε Poison του Dior και μετά Ελιξίρ. Χρόνια θα με κατατρέχει η μυρωδιά του Ελιξίρ. Μη φανταστείς λούσα και χρυσαφικά. Ποτέ δεν της άρεσαν. Νόμιζα.
Τα λουλούδια της αρέσουν και η εκδρομές. Και πάντα να περάσει από το χωριό της. Και ας μην είναι από εκεί ο δρόμος. Πίσω στα μέρη της. Εκεί της αρέσει. Οι ρίζες της. Ο τόπος της. Το σπίτι της. Όχι ηλίθια νοσταλγία. Φυσικά πράγματα. Ποτέ θεατράλε. Όχι ποτέ! Σπάνια. Καμιά φορά υπερβάλλει και επιμένει. Καλά κάνει. Δίκιο είχε πάντα. Δεν της το παραδέχτηκα ποτέ. Ούτε τώρα. Και τώρα δίκιο έχει αλλά να... Με λάθος ανθρώπους γύρω και δεν είπε ποτέ όχι. Ένα ξερό ¨Ξέρεις εσύ...¨
Ξεράδια! Δίκιο είχες. Μέσα έπεφτες και τώρα πάλι μέσα.
Διακριτική πάντα. Ποτέ ανάκριση. Εμείς μπαϊράκι. Όχι τίποτα εγκλήματα αλλά ήταν μόνη. Φόβος και αγάπη στο βλέμμα. Κούραση. Διασκέδαση πότε; Δεν ξέρω. Ποτέ! Με ένα ποτήρι κρασί κελαηδάει.Τραγουδάει. Ωραία. Χορεύει.. Νόμιζα το Βενζινάδικο της Πρωτοψάλτη ήταν το αγαπημένο της. Αυτό ήθελα να είναι. Μου έχει καρφωθεί η εικόνα της να το χορεύει συνέχεια... Δεν θυμάμαι πού και αν ποτέ την είχα πραγματικά δει. Πουθενά. Μάλλον έξω πέφτω αλλά αυτό θέλω να νομίζω.
Σήμερα θα κάνει κρέας. Το είδα δίπλα στον νεροχύτη στο σελοφάν. Κοκκινιστό λογικά. Ωραία φαγητά. Πάντα. Ξέρω, όλες οι δικές σας ωραία αλλά δεν την πιάνετε. Σκατά μπροστά στα δικά της. Ποτέ δεν της βγαίνει όπως το ήθελε. Πάντα θα είναι αλμυρό ή αρπαγμένο. Δικαιολογίες. Ξέρει. Έτσι ρωτάει για να της πεις ότι είναι πάλι τέλειο. Λάμπει τότε και δεν τρώει πολύ. Χόρτασε. Πολύ φαί στο σπίτι. Κατσαρόλες πάντα. Κυριακές 2 φαγητά και τρία και γλυκά.Τυριά... τρελαίνεται. Πάντα «δεν έφαγες πολύ». Ποτέ «σταμάτα να τρως». Στα 110 μου κιλά και δεν μου είπε πάχυνες, ποτέ. Τώρα μου λέει αδυνάτισες πολύ.
Τέτοια είναι...
Σήμερα είναι 24 στα 25. Ξανθιά πια και τα μάτια της ίδια. Απροσδιόριστο χρώμα. Δεν τα πήρα ρε γαμώτο.
Γιατί τα γράφω αυτά; Δεν ξέρω...
Μην της το πείτε όμως! Κανένας. Από ίντερνετ δεν ξέρει, οπότε έχω καλύψει τον κώλο μου.
Εσείς; Το δικό σας Σοφάκι και τα μάτια σας...
Πάρτε το μια αγκαλιά μέρα που ναι σήμερα.
σχόλια