To καλοκαίρι του 1973 ο ξάδερφός μου ο Τέλης έσπασε το καινούργιο του ρολόι -το πρώτο της ζωής του- κάτω από παράξενες συνθήκες. Ο αδερφός μου στραμπούληξε το πόδι του προσπαθώντας να χορέψει Jethro Tull: το «Aqualung» δεν χορευόταν, του το λέγαμε όλοι. Επέμενε για το αντίθετο. Πέρασε έναν ολόκληρο μήνα με τον αστράγαλο σφιχτοδεμένο με γάζες. Η ξαδέρφη μου η Τζένη ερωτεύτηκε τρία διαφορετικά άτομα -τον αγροτικό γιατρό που φρόντισε το πόδι του αδερφού μου, τον παιδί του καφενείου της πλατείας, καθώς και κάποια Αλίς που παραθέριζε στο γειτονικό Club Mediterrane- και απογοητεύτηκε κι από τα τρία. Τον Σεπτέμβριο, επιστρέφοντας στην Αθήνα, έγραψε το πρόβλημά της στη στήλη συμβουλών του περιοδικού «Πάνθεον»` προς τα τέλη Οκτωβρίου το είχε ξεπεράσει, ευτυχώς.
Εκτός από τα παραπάνω, το καλοκαίρι του ‘73 συνέβησαν τα εξής: στο πρώτο beach party χάλασε ο δίσκος μου των Allman Brothers "Eat a Peach" (τον έκλαψα πικρά). Στο δεύτερο beach party τσακώθηκα με τον dj γιατί ήταν καρεκλάς. Στο τρίτο beach party φίλησα ένα αγόρι. Το οποίο δεν με αντι-φίλησε. Στο τέταρτο beach party, που ήταν και το τελευταίο, σκέφτηκα να φιλήσω ένα άλλο αγόρι αλλά δεν το φίλησα διότι φοβήθηκα μήπως επαναληφθεί το προαναφερθέν. Το κοιτούσα όμως με μάτια σαν του ψαριού -με κοιτούσε κι εκείνο- ίσως επειδή το κοιτούσα όπως το κοιτούσα.
Στα τέλη Ιουλίου ήρθε στο χωριό η θεία μας η Ροζίνα (που ο πατέρας μου αποκαλούσε «Ροζαλία»: το 1973, το «Ροζαλία» σήμαινε αζαλέα, κότα, χαζογκόμενα και τα τοιαύτα) η οποία έφερε μαζί της διαφανή νυχτικά, αρώματα και καλλυντικά, όλα σε αποχρώσεις του ροζ και του κυκλαμινί: τα δοκιμάσαμε εκ περιτροπής με την ξαδέρφη μου τη Τζένη, που είχε επιπλέον συμφέρον να είναι σέξυ και να μυρίζει ωραία, αφού είχε ερωτευτεί τρία άτομα. Ο πατέρας μου ανέκαθεν στραβοκοιτούσε τη θεία μας τη Ροζίνα, αλλά ευτυχώς βρισκόταν στην Αθήνα (ο πατέρας μου). Η θεία ήταν ανύπαντρη - γελούσε πολύ (κατά τον μπαμπά, γέλιο= ηθική παράβαση) και έπινε ουίσκυ με παγάκια το οποίο ονόμαζε «on the rocks", δηλαδή «στα βραχάκια». Όλο το καλοκαίρι του ‘73, ο Τέλης, η Τζένη, ο αδερφός μου κι εγώ μπεκροπίναμε από το ποτήρι της θείας, καθώς κι από άλλα ποτήρια. Ο Τέλης έγινε φέσι - την έπεσε σε ώριμη κυρία που παραθέριζε χωρίς τον σύζυγό της (εδώ επανέρχεται η υπόθεση του σπασμένου ρολογιού). Η Τζένη, μέσα στον ενθουσιασμό της μέθης, τηλεφώνησε σε δίδυμες συμμαθήτριές της και τις κάλεσε στο χωριό (κατέφτασαν μια εβδομάδα αργότερα, όταν η Τζένη είχε ξενερώσει και μετανιώσει), ο αδερφός μου έκανε εμετό κι εγώ αποφάσισα να ανακαλύψω σκληρότερα ποτά από το ουίσκυ στα βραχάκια.
Οι δίδυμες σημάδεψαν για πάντα το καλοκαίρι του '73: μας απέδειξαν ότι υπάρχει διαφορετικός τρόπος ζωής από τον δικό μας. Ντύνονταν όμοια: βαμβακερά, σεμνά φορεματάκια με φραμπαλάδες, και ψάθινα καπελάκια (εμείς περιφερόμασταν όλη μέρα με τα μαγιό και χωρίς καπέλα) - πρόσεχαν να μην καούν στον ήλιο (πασαλείβονταν με Nivea: εμείς είχαμε ήδη γίνει σαν τα γυφτάκια) και κοιμούνταν τη νύχτα. Ενώ εμείς, αφού λέγαμε «καληνυχτούλα!» στον θείο μας τον Μίμη, τη θεία μας την Φώφη και τη θεία μας τη Ροζίνα, κατεβαίναμε στην παραλία και στον μόλο πηδώντας από το παράθυρο και γλιστρώντας από το λούκι. Το γεγονός ότι οι δίδυμες έλεγαν «καληνυχτούλα!» και το εννοούσαν μάς είχε εντυπωσιάσει βαθιά. Όπως και το ότι, τα μεσημέρια, διάβαζαν γαλλικά μυθιστορήματα για κορίτσια: LesmalheursdeSophie, «Οι περιπέτειες της Σοφί». Ήταν πολύ, πάρα πολύ, κυριλέ. (Για παράδειγμα, έκοβαν τη φλούδα από το καρπούζι για να το φάνε: καταπληκτικό!)
Tι άλλο συνέβη το καλοκαίρι του '73: οδήγησα για πρώτη φορά μηχανάκι με ταχύτητες· αποφάσισα να τρέξω σε ράλλυ· έπιασα χταπόδι στα ρηχά και με έπιασε κι εκείνο (είδαμε και πάθαμε να το ξεκολλήσουμε από το χέρι μου)· έβαψα -μαζί με τη Τζένη- τα νύχια των ποδιών μου με κόκκινο βερνίκι αλλά δεν μου πήγαινε και το ξέβαψα με ασετόν (μαγικό το πώς ξεβάφει το ασετόν)· βρήκα -μαζί με τον αδερφό μου- αδέσποτο σκυλί το οποίο ονομάσαμε Λάσση γιατί μόνον αυτή την σκυλίσια παράσταση είχαμε. (Δεν ξέραμε άλλο σκυλί.) Τέλος, με ένα παιδί από το χωριό, τον Θανάση, γίναμε μπίλιες γιατί ισχυριζόμουν ότι ο θεός είναι ο Έρικ Κλάπτον.
σχόλια