Σωτηρία της Ελλάδας και πολιτικές σκοπιμότητες. 'Ενα άρθρο του γάλλου οικονομολόγου Jacques Sapir.
Η Ελλάδα, η πολιτική και η οικονομία
Άρθρο του Jacques Sapir στην ιστοσελίδα του RussEurope (26.06.2015)
[Ο Jacques Sapir, λιγότερο γνωστός στην Ελλάδα από τον Thomas Piketty και το Κεφαλαιό του, βρίσκεται κι αυτός συχνά στο προσκήνιο λόγω των "ετερόδοξων" απόψεών του. Διευθυντής Σπουδών στην Ecoles des Hautes Etudes en Sciences Sociales, διευθύνει επίσης το Κέντρο Σπουδών για τους τρόπους εκβιομηχάνισης και θεωρείται πολύ καλός γνώστης στρατηγικών θέματων και άλλων σχετικών με τη ρωσική οικονομία (διδάσκει εξάλλου και στη Σχολή Οικονομίας της Μόσχας). Το παράδοξο είναι πως οι θέσεις του βρίσκουν απήχηση τόσο στην "αριστερά της αριστεράς" -συντάσσεται με άλλους αριστερούς οικονομολόγους υπέρ της εξόδου από το Ευρώ- όσο και σε εθνικιστικούς κύκλους (μέχρι και στο εσωτερικό του κόμματος της Marine Le Pen). 'Οπως φαίνεται και στην Ελλάδα, η συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν ήρθε εντελώς τυχαία από τον ουρανό της "αποπαγκοσμιοποίησης".]
Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών έριξαν άπλετο φως πάνω στις διάφορες όψεις της αντιδικίας μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών της. Η αντιδικία αυτή έχει πλέον μία πολιτική διάσταση, όσο και μια οικονομική διάσταση. Τα διδάγματα που μπορούν να αποκομιστούν είναι εξαιρετικά σημαντικά για την πορεία των γεγονότων, τόσο στην Ελλάδα φυσικά όσο και σε άλλες χώρες που θα οδηγούνταν σε σύγκρουση με τις διάφορες δομές της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης.
Η Ευρωπαϊκή 'Ενωση και το Γιούρογκρουπ επιδίωκαν πάντα έναν πολιτικό στόχο
Η ελληνική κυβέρνηση απέδειξε ότι Η ΕΕ, το Γιούρογκρουπ, και γενικότερα το σύνολο των ευρωπαϊκών θεσμών δεν παραδέχτηκαν ποτέ το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου του 2015. Οι ενεργειές τους είχαν πάντα για σκοπό να οδηγήσουν την ελληνική κυβέρνηση να αυτοαναιρεθεί ή να προκαλέσουν μια αλλαγή κυβέρνησης με μεθόδους που στην πραγματικότητα είναι έξω από τη σφαίρα των δημοκρατικών αρχών, ακόμη κι αν σέβονται τυπικά τους κωδικές τους. Η πεισματική άρνηση των "θεσμών" να λάβουν υπόψη τους τις προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, οι οποίες, όπως είναι πλέον σαφές, ήταν λογικές, και οι μόνες ικανές να επιτρέψουν στην Ελλάδα να βγει από την κρίση, δεν είχε πάρα μόνο μια πολιτική έννοια. 'Επρεπε να αποδειχτεί πως καμία άλλη πολιτική εναλλακτική δεν είναι δυνατή σήμερα στα πλαίσια της ΕΕ. Τόσο η Κομισιόν όσο και το Γιούρογκρουπ ενήργησαν σ' αυτήν την κατεύθυνση, απευθύνοντας συστηματικά τις ίδιες προτάσεις στην ελληνική κυβέρνηση, αρνούμενοι στην πραγματικότητα κάθε διαπραγμάτευση.
Πρόσφατα, όμως, έγινε ένα ακόμη βήμα. Η δημοσιότητα που δόθηκε στην υποδοχή της ελληνικής "αντιπολίτευσης" στις Βρυξέλλες, είτε πρόκειται για τους ηγέτες του κόμματος της κεντροαριστεράς που χρηματοδοτείται πλατιά από τους ευρωπαικούς "θεσμούς" (Το Ποτάμι) και που δεν αντιπροσωπεύει παρά το 7% του εκλογικού σώματος, ή τους αρχηγούς της Νέας Δημοκρατίας, το κόμμα της κεντροδεξιάς που κυβέρνησε την Ελλάδα μέχρι τις τελευταίες εκλογές και που έπεσε κάτω από το 15% της πρόθεσης ψήφου, δεν αποδεικνύει παρά την προσπάθεια να οργανωθεί μια αλλαγή κυβέρνησης. Αυτό σημαίνει πως οι ίδιοι αυτοί οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, που σπεύδουν τόσο γρήγορα να υπερασπίσουν τη δημοκρατία, συνομωτούν με ένα σύνολο χρεοκοπημένων πολιτικών, συχνά διεφθαρμένων, και αποδοκιμασμένων από το λαό τους, για να αντικαταστήσουν μία δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Είναι ένα σημαντικό δίδαγμα, που θα πρέπει να μάθουμε απ' έξω, έστω για να προασπίσουμε τον εαυτό μας. Καθιστά εντελώς αναξιόπιστους τους λόγους περί δημοκρατίας που ξεστομίζονται στα πλαίσια των ευρωπαικών οργανισμών.
Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό που όλα αυτά, για την ώρα τουλάχιστον, δεν προκάλεσαν πάρα λίγες αντιδράσεις στους κόλπους της γαλλικής πολιτικής τάξης. Η σιωπή ενός μέρους της ισοδυναμεί με συνενοχή σ' αυτά που διαδραματίζονται σήμερα. Επίσης, η στάση ορισμένων δημοσιογράφων που εύχονται ανοιχτά αυτή την αλλαγή κυβέρνησης που δεν θα ήταν στην πραγματικότητα παρά ένα καλυμμένο πραξικόπημα, είναι ένα ιδιαίτερα σοβαρό φαινόμενο. Και σ' αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να είμαστε σε επαγρύπνιση και να θυμόμαστε ποιός είπε τι.
Το ζήτημα δεν ήταν ποτέ να "σωθεί" η Ελλάδα, αλλά να της δοθούν τα υλικά και χρηματικά μέσα για να επιστρέψει στην ανάπτυξη.
Την ίδια ώρα που ορισμένοι δημοσιογράφοι καλούν ανοιχτά σε μια αντιδημοκρατική αλλαγή της κυβέρνησης, διαδίδεται στον Τύπο η έκφραση "να σωθεί η Ελλάδα". Τίποτα δεν είναι πιο άκυρο απ' αυτό, αλλά η έκφραση δεν είναι ουδέτερη. Κατ' αρχάς, δεν είναι η Ελλάδα που απειλείται από μία παύση πληρωμών, αλλά η ευρωζώνη. Αν η Ελλάδα υποχρεωνόταν σ' αυτό, οι πιο σοβαρές επιπτώσεις θα γίνονταν αισθητές ακριβώς μέσα στους ευρωπαϊκούς "θεσμούς". 'Εχει πράγματι σημασία να υπενθυμίσουμε κάποια στοιχεία που αν και γνωστά, αποκρύπτονται συστηματικά στην παρουσίαση των γεγονότων που κάνουν κάποιοι δημοσιογράφοι :
1. 'Ενα μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους προέρχεται από τη μεταφορά της ιδιωτικού χρέους προς το δημόσιο χρέος. Η ΕΚΤ και οι ευρωπαικές χώρες αγόρασαν τα ελληνικά ομόλογα των τραπεζών, για να μπορέσουν οι τελευταίες να απαγκιστρωθούν από ένα "ελληνικό ρίσκο". Σ' αυτό το χρέος, τίποτα δεν πήγε προς τον ελληνικό πλυθησμό.
2. Τα επιτόκια που εισέπραξαν οι ιδιωτικοί πιστωτές υπήρξαν ιδιαίτερα υψηλά, και τα επιτόκια αυτά προσέθεσαν χρέος στο χρέος. Στην περίοδο 2010-2012, δημιουργήθηκε έτσι ένα είδος χρηματιστικής πυραμίδας (ή "σύστημα Ponzi"), που αναγκάζει μια κυβέρνηση να δανείζεται για να επιστρέψει όχι το κυρίως χρέος, αλλά τα επιτόκια. Κάθε οικονομολόγος γνωρίζει πως ένα τέτοιο σύστημα οδηγεί κοντοπρόθεσμα σε καταστροφές.
3. Σήμερα, αν εξαιρέσουμε το βάρος της αποπλήρωσης τόσο των επιτοκίων όσο και του κυρίως χρέους, η ελληνική κυβέρνηση έχει έναν εξισσοροπημένο προϋπολογισμό (αυτό που ονομάζουμε πρωτογενές ισοζύγιο), κάτι που η γαλλική κυβέρνηση είναι ανίκανη να πετύχει. 'Ετσι, οι ίδιοι που καταγγέλουν την "ελαφρότητα" της ελληνικής κυβέρνησης είναι ανίκανοι να πράξουν το ίδιο καλά μ' αυτήν ...
4. Αν η ελληνική κυβέρνηση ζητάει μία συνολική συμφωνία για το χρέος, που να συμπεριλαμβάνει την ακύρωση ενός μέρους του και την αναδιάταξη του υπολοίπου, κατά το πρότυπο της συμφωνίας που έγινε προς όφελος της Γερμανίας το 1953, είναι επειδή γνωρίζει πως η παρακράτηση πάνω στον πλούτο που παράγει ο ελληνικός λαός (της τάξης του 5% με 7% του ΑΕΠ ετησίως) θα διαιωνίζεται, και δεν θα υπάρχει ελπίδα ανάκαμψης ή βελτίωσης της παραγωγικότητας του ελληνικού παραγωγικού συστήματος. Ωστόσο, μόνο μία διαρκής ανάπτυξη μπορεί να επιτρέψει στην Ελλάδα να επιστρέψει ένα μέρος αυτού που χρωστάει. Από την άποψη αυτή, η θέση της ελληνικής κυβέρνησης είναι απόλυτα λογική, τόσο από την άποψη του ελληνικού λαού, όσο και των δανειστών του. Η άρνηση των τελευταίων να καταλήξουν σε ένα συμβιβασμό δείχνει καθαρά πως ο στόχος τους είναι πρωτίστως πολιτικός, όπως αναφέραμε πιο πάνω, και όχι οικονομικός.
Στην πραγματικότητα, η ελληνική κυβέρνηση προτείνει δύο λύσεις στις χώρες του Γιούρογκρουπ. Είτε επιτυγχάνεται μία συμφωνία πάνω στην αναδιάρθρωση και την αναδιάταξη του χρέους και η Ευρωπαϊκή Ενότητα δεσμεύεται να επενδύσει στο ελληνικό παραγωγικό σύστημα, είτε η Ελλάδα προκηρύσσει στάση πληρωμών (κι επομένως δεν πληρώνει) και χρησιμοποιεί τα χρήματα που προβλέπει να εξοικονομήσει με μια έκτακτη φορολογική προσπάθεια για να τα επενδύσει στο παραγωγικό της σύστημα. Γι' αυτό σήμερα, το ζήτημα του χρέους είναι κεντρικό. Αλλά το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το πολύ βαρύ χρέος, αλλά ουσιαστικά η απώλεια ενός μέρους της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αυτή η απώλεια απορρέει όμως από το Ευρώ. Το έχω πει αυτό ήδη από τον Οκτώβρη του 2009, κι έπειτα επανειλημμένα, και είναι σαφές πως ο ίδιος συλλογισμός ισχύει και για πολλές χώρες, όπως την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Γαλλία. Απέναντι σε ένα πρόβλημα παραγωγικότητας, μία χώρα μπορεί είτε να υποτιμήσει το νομισμά της, είτε να πραγματοποιήσει μαζικές επενδύσεις στο παραγωγικό της σύστημα. Αλλά δεν μπορεί να παραμείνει στην αρχική ισοτιμία, να μην επενδύει, και να αφαιρεί κάθε χρόνο το 5% του ΑΕΠ της για να πληρώνει άλλα κράτη. Θα χρειαστεί επομένως να γίνει μια επιλογή, κι αν δεν θέλουν να δώσουν στην Ελλάδα τα μέσα να επενδύσει, να την αφήσουν να βγει από το Ευρώ.
Επιστροφή στην πολιτική
Εδώ όμως επιστρέφουμε στην πολιτική, αλλά οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν θέλουν να κάνουν ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Τους έχει παραλύσει η θρησκευτική αντίληψη που δημιούργησαν οι ίδιοι για το Ευρώ. Αλλά έχουν παραλύσει κι εξαιτίας των χρηματικών συμφερόντων ορισμένων χωρών, και ειδικά της Γερμανίας, που πασχίζει να κρατήσει πάνω από την Ευρώπη το καπάκι της λιτότητας. Ανίκανοι να επιλέξουν, στοχεύοντας σε αντιφατικούς στόχους (να διατηρήσουν την Ελλάδα εντός της ευρωζώνης και συγχρόνως την πολιτική λιτότητας) βρίσκονται σήμερα απέναντι σε ένα αδιέξοδο. Συνειδητοποιώντας το αδιέξοδο αυτό, αντί να προσπαθήσουν να λύσουν τον κόμπο στο οποίο έχουν πιαστεί από δική τους υπαιτιότητα, αναζητούν μία διέξοδο σε μία επικίνδυνη φυγή προς τα εμπρός. Η στάση που υιοθέτησαν απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση είναι και επικίνδυνη και ανεύθυνη. Η στάση αυτή παίρνει το ρίσκο, προκειμένου να λύθεί ένα ζήτημα που δημιούργησε η Ευρώπη, να υπονομεύσει όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και να αποκαλύψει τις αντιδημοκρατικές προδιαγραφές αυτού του οικοδομήματος.
Αλλά η στάση αυτή διατρέχει και τον κίνδυνο ενός εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα. Γιατί, αν επιχειρηθεί το πραξικόπημα αυτό, δεν θα πρέπει να υποθέσουμε πως οι δυνάμεις που στήριξαν το ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το κόμμα των ΑΝΕΛ που έχει κάνει σημαία του την εθνική ανεξαρτησία θα παραμείνουν θεατές. Το πρόβλημα μ' αυτήν τη γενιά των ευρωπαϊστών γραφειοκρατών είναι, όπως το είχε όπως παρατηρήσει ο Raymond Aron για τον Valéry Giscard d'Estaing, πως η ιστορία είναι τραγική. Αλλά αυτή η ιστορία ακολουθεί τη δική της ζωή, χωρίς να νοιάζεται για τις παραστάσεις των γραφειοκρατών. Θα εκδηλωθεί με δύναμη όταν θα έρθει η ώρα. Ο κίνδυνος είναι εδώ. Και δεν θα πρέπει τότε να παραπονεθούμε αν πρακτικές λίγο πιο βίαιες και λιγότερο πολιτισμένες απ' αυτές που ισχύουν στα κτήρια της Κομισιόν στις Βρυξέλλες θα χρησιμοποιηθούν ενάντια σ' ατούς τους ίδιους τους γραφειοκράτες.
[μετάφραση από τα γαλλικά : Σ.Σ.]
σχόλια