Στον Μένη Κουμανταρέα και τη Λήδα, το κορίτσι που διάβαζε στο τρόλεϋ τη Βιοτεχνία Υαλικών
Σαββατόβραδο. Περπατούσε σχεδόν όλη μέρα αλλά δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι. Ακόμη μια ανηφόρα και βρέθηκε στ' Αναφιώτικα. Κάθισε αρκετή ώρα στο πεζούλι μέχρι που νύχτωσε για τα καλά. 'Ενα ζευγάρι, ξένοι, ήρθε και στάθηκε ακριβώς μπροστά του μ' ένα χάρτη στο χέρι. Του έκρυβαν όλη τη θέα, αλλά δεν μετακινήθηκε, τον διασκέδαζε κιόλας η πλήρης αδιαφορία τους γι' αυτόν. Τους άφησε να ψάχνουν τ' αξιοθέατα της Αθήνας και κατέβηκε προς το Ζάππειο. Υπολόγιζε να κάνει κι εκεί μια στάση αλλά τελικά συνέχισε μέχρι το Πολυτεχνείο. Ερχόταν ένα τρόλεϋ, το 8, και το πήρε. Οι επιβάτες ελάχιστοι.
'Ηταν η μόνη που περίμενε στη στάση, κι η μόνη που ανέβηκε στο Πεδίον του 'Αρεως. Ανέβηκε και κάθησε απεναντί του σε μια απ' αυτές τις αντικριστές θέσεις που υπήρχαν στα παλλιά τα τρόλεϋ, τα ιταλικά. Τον είδε που την κοιτούσε. Τακτοποίησε την τσάντα της, έπειτα την άνοιξε για να βγάλει ένα βιβλίο. Το χέρι της έκρυβε τον τίτλο και μόνο η τελευταία λέξη ξεχώριζε: ...Υαλικών. Δεν του θύμισε τίποτα. Η λεωφόρος ήταν άδεια και το τρόλλευ κατάπινε τις στάσεις. Του φάνηκε τόσο απορροφημένη που απελπίστηκε κι ετοιμάστηκε να κατέβει. 'Οχι στη Σόνια, σκέφτηκε, καλύτερα στην Ιπποκράτους, κι έσκυψε να πάρει τα πραγματά του. Τότε μόνο σήκωσε τα μάτια της. Κι έπειτα πρώτη τα χαμήλωσε.
Ξαναβυθίστηκε αμέσως στο διαβασμά της. 'Εφτασαν έτσι στο τέρμα της γραμμής χωρίς να τον έχει ξανακοιτάξει. Κατέβηκε από το τρόλεϋ μετά από εκείνη, κι ενώ το μόνο που είχε να κάνει ήταν να γυρίσει πίσω, συνέχισε άσκοπα προς τους Αμπελοκήπους για να την δει ν' απομακρύνεται. Δεν χρειάστηκε όμως να πάει πολύ μακριά. Το τρόλεϋ είχε σταματήσει σε μικρή απόσταση από ένα άλλο που θα συνέχιζε την κυκλική διαδρομή του 8. Την είδε να επιβιβάζεται στο πρώτο και αυθόρμητα την ακολούθησε. Κράτησαν τις ίδιες θέσεις τους, είτε από σύμπτωση, είτε από υπολογισμό. Και τότε ενέδωσε στον πειρασμό να προκαλέσει κι άλλες μικρές συμπτώσεις παίρνοντας το δικό του βιβλίο και κάνοντας πως το διαβάζει. Σε λίγο είδε πως οι συμμετρίες που εμπνεύστηκε είχαν αποτέλεσμα κι ότι η προθεσή του δεν πέρασε απαρατήρητη και χαμογέλασε μέσα του.
Λίγο πριν φτάσουν στην Πλατεία Μαβίλη έκλεισε το βιβλίο της. Σηκώθηκε, κι επειδή τον κοίταξε, αυτός βρήκε το θάρρος να της ζητήσει να παραμείνει λίγο ακόμη, να μην κατέβει αμέσως. Χαμογελώντας, του έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Τον ρώτησε πως τον λένε και που πήγαινε. Εκείνη τη λένε Λήδα, ... Λήδα ! Πηγαίνει σε μια φίλη της, όχι πως είχε πολλή όρεξη να βγει, αλλά η φίλη της δεν ήταν και πολύ καλά κι επέμενε στο τηλέφωνο να βρεθούν. Περάσαν τον δρόμο τρέχοντας γιατί είχε ανάψει το πράσινο. Κάπου στη μέση πιάστηκαν από το χέρι. Φτάνοντας στο πεζοδρόμιο της το άφησε, αλλά μετά από λίγο της το ξανάπιασε. "Τι κάνεις ;" τον ρωτάει. "Σπουδάζεις, δουλεύεις, διασκεδάζεις ;" -"'Ολα αυτά μαζί."
Εκείνος μαθαίνει περισσότερα. 'Οτι μόλις φέτος τελείωσε το σχολείο, ότι θα ξαναέδινε Πανελλήνιες στην Ιστορία και τα Γαλλικά για να βελτιώσει τους βαθμούς της και να πάρει κι άλλες μονάδες, ότι θέλει να φύγει από την Αθήνα, να πάει στην Θεσσαλονίκη, όλο τους ίδιους και τους ίδιους βλέπει κι έχει βαρεθεί, θέλει να φύγει κι από το σπίτι της. Με την κουβέντα έχασαν τον δρόμο και γύρισαν πίσω. "Κάθε φορά μπερδεύομαι", του είπε. "Ολόκληρη Αμερικανική Πρεσβεία είναι εκεί, πως είναι δυνατόν;" Ρωτάει κάποιους. Της δείχνουν. Πρέπει να γυρίσουν λίγο πίσω. "Μη φοβάσαι", του λέει, "δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, η Λένα είναι πολύ καλή μου φίλη." Φτάνουν στο σπίτι, χτυπούν το κουδούνι, ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν σ' ένα κλασικό αθηναικό μικροαστικό διαμέρισμα. Στο σαλόνι κάθονται ήδη δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Οι γονείς της φίλης λείπουν. Ανταλλάζουν μεταξύ τους φιλιά κι έπειτα τον συστήνει. "Ο Α. που μόλις πριν δέκα λεπτά γνώρισα στο τρόλεϋ." Ο Α. χαιρετάει με τη σειρά του. Κάθησε, του λένε, και κάθεται κι αυτός σε μια καρέκλα ντυμένη με βελούδο.
Η Λένα κάπου είχε πάει και θα επέστρεφε σε λίγο. "Κανείς δεν θέλει μουσική ;" ρωτάει η Λήδα. Παίρνει το κασετόφωνο, της πέφτει από τα χέρια. Δεν πειράζει, της λένε, έχει ξαναπέσει. Ψάχνει για σταθμό. "Χατζιδάκις φτάνει, όχι άλλο ψυχοπλάκωμα". Το ένα αγόρι έχει ένα χαρτί πάνω στο γόνατο και κάτι ζωγραφίζει. Το χαρτί κυκλοφορεί, μόνο σ' αυτόν δεν φτάνει. Κανένας σταθμός δεν αρέσει στη Λήδα. Κάποιος τότε θυμήθηκε την εκπομπή στην τηλεόραση για τη Λένα Πλάτωνος. Στη θέση της Πλάτωνος εμφανίζεται όμως η Καίτη Χωματά. Τραγουδάει Νέο Κύμα και δεν ενθουσιάζει κανέναν. Η τηλεόραση συνέχιζει όμως άσκοπα να παίζει μέχρι που καταφθάνει και η Λένα. Δικαιολογείται πως έπρεπε να πάει σε κάτι γενέθλια, είδε κι έπαθε για να φύγει. "Τι λέτε να κάνουμε ;" Η άλλη κοπέλα ήθελε οπωσδήποτε να πάει ντισκοτέκ. Είχε ραντεβού σε λίγο με μια παρέα για να πάνε όλοι μαζί. Τα δυό αγόρια δεν είχαν και πολλή διάθεση. Ρώτησαν την Λήδα, ούτε και κείνη ήθελε, δεν άντεχε πάλι να βρίσκεται "μέσα σ' αυτή τη σήψη". Όταν ρωτήθηκε κι εκείνος, απάντησε διπλωματικά πως θα πήγαινε όπου θα πήγαιναν όλοι. Οι δυό φίλες βγήκαν να μιλήσουν στο μπαλκόνι κι ακολούθησε μετά νέο συμβούλιο. 'Οταν σηκώθηκαν όλοι, η Λήδα τον πήρε σε μια γωνιά να τον ρωτήσει. Του είπε πως εκείνη δεν την ένοιαζε κι ότι μπορούσαν ν' αφήσουν τους άλλους να πάνε όπου θέλουν. Του άρεσε που προτίμησε να συνεχίσουν τη βραδιά οι δυό τους. Χαιρέτησαν στα γρήγορα τα άλλα παιδιά, τα κορίτσια όμως δεν τον άκουσαν και περίμενε αμήχανα. Ευτυχώς τ' αγόρια τον έβγαλαν από τη δύσκολη θέση, φώναξαν τα κορίτσια, κι εκείνα τότε γύρισαν και τον χαιρέτισαν εγκάρδια.
Τώρα έχουν βγει στο δρόμο, αλλά δεν ξέρουν που να πάνε. Πρότεινε το Ζάππειο, δεν ήταν πολύ μακριά, και θα έκλεινε έτσι και ο κύκλος. 'Εφτασαν εκεί από την Ηρώδου του Αττικού. Διασχίζοντας την πλατεία απέναντι από το Καλλιμάρμαρο κατευθύνθηκαν προς τα πιο σκοτεινά σημεία. Νυχτερινός συνωστισμός στα παγκάκια. Η Λήδα είδε ένα άνοιγμα μέσα στα δέντρα και πήγε και κάθισε σ' ένα μαρμάρινο θρόνο, αλλά δεν το βρήκε βολικό και κατέληξαν σ' ένα ξύλινο παγκάκι. Σε άλλο παραπλήσιο παγκάκι κάποιος κοιμόταν. Καθώς τον γέμιζε φιλιά, αναγκάστηκε με κρύα καρδιά να τη συγκρατήσει, χωρίς να της πει τίποτα. Τον είχε μπερδέψει η παρουσία ενός νεαρού άντρα που στην αρχή καθόταν απέναντι τους σε κάποια απόσταση και μετά ολοένα πλησίαζε προς το μέρος τους, φτάνοντας μέχρι το διπλανό παγκάκι. Είχε δει και που έβαζε το χέρι του. 'Οταν και η ίδια τον πήρε είδηση μετά από ώρα, του είπε γελώντας : "Μπα ! Ξύπνησε το πουλάκι μας". "'Οχι", απάντησε, "αλλό πουλάκι είναι αυτός. Θέλεις να πηγαίνουμε" ;
Η Λήδα έβαλε το πουλόβερ της. Το τελευταίο τρόλεϋ είχε περάσει και περπάτησαν μέχρι το Πεδίον του 'Αρεως. Εκεί έμενε. Τη ρώτησε αν προτιμούσε να περάσουν μέσα από τα Εξάρχεια. Του είπε ότι το χειμώνα είναι ωραία στα Εξάρχεια, στα μπαρ, και πως την άλλη μέρα θα έχει Πανσέληνο. Κι ότι το φεγγάρι το βλέπει από το παραθυρό της. 'Οχι τέτοια ώρα ακόμη, σε λίγο που θα ψηλώσει κι' άλλο. Του είπε και για το βιβλίο του Σεφέρη και για τον περιπτερά απέναντι από το σπίτι της που μένει ξάγρυπνος όλη τη νύχτα. Μετά τον ρώτησε αν είχε τηλέφωνο. 'Εγραψε το δικό της στην παλάμη του, κι έπειτα το δικό του στη δική της.
Κυριακή μεσημέρι. Αφού σχημάτισε τον αριθμό της, την άκουσε εκστασιασμένη να του λέει πόσο ωραία περνάει σπίτι της, επειδή λείπουν οι δικοί της, είναι μόνη της, διαβάζει κι ακούει μουσική. 'Επρεπε να μέμψει τον εαυτό του που διατάραξε μια τέτοια γαλήνη ; Ξαφνικά, του έφυγε η διάθεση για κουβέντα και της πρότεινε να ξαναμιλήσουν αργότερα. Αν ήθελε και δεν είχε κανονίσει τίποτα στο μεταξύ ας του τηλεφωνούσε. "Καλά", του απάντησε, "αλλά δεν σου υπόσχομαι τίποτα".
Προσπάθησε να μείνει νηφάλιος και κάθησε σπίτι του ν' ασχοληθεί με μια μετάφραση. Κατά τις 10, ενώ είχε πάψει να ελπίζει, χτύπησε το τηλέφωνο κι ήταν η Λήδα. Τον ρωτούσε αν ήθελε να βγουν μαζί, ίσως για κανένα σινεμά. Είχε κοντά της την εφημερίδα κι άρχισε να του διαβάζει για τις ταινίες που μπορεί να άξιζαν. Χωρίς να έχουν καταλήξει, κανόνισαν να βρεθούν στο Πεδίον του 'Αρεως κι εκεί θα αποφάσιζαν. Του πήρε πολλή ώρα το μπάνιο του. Αργούσε και το τρόλεϋ κι αναγκάστηκε να πάει με τα πόδια. 'Εξω από το ζαχαροπλαστείο Σόνια μία απρόοπτη συνάντηση τον καθυστέρησε κι άλλο. Τον σταμάτησαν δύο οικογενειακοί φίλοι, η Θοδώρα και ο Κοσμάς. Η Θοδώρα φόραγε μαύρα, αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν τέτοια η αγωνία του να προλάβει που δεν το πρόσεξε. Ακόμη κι όταν του είπε πως πέθανε πρόσφατα ο αδερφός της, δεν έδειξε αμέσως να καταλαβαίνει. Βιάστηκε να τη φιλήσει και να της χαιδέψει το μάγουλο όπου λίγα δάκρυα κυλούσαν.
'Εφτασε μετά από ένα τέταρτο στο ραντεβού. Δικαιολογήθηκε με λίγα λόγια κι έπειτα παρατήρησε, βλέποντάς την να κρατάει βιβλίο : "Ακόμη διαβάζεις, εδώ, σ' αυτό τα σκοτάδια;" Αποφάσισαν τελικά να πάνε στην Κυψέλη, στο Πιγκάλ, να δουν το τελευταίο Monty Python's. Στο δρόμο τον κράτησε σε απόσταση. Εκείνος άργησε να το καταλάβει κι αισθάνθηκε ηλίθιος που προσπάθησε μάταια να της πάρει το χέρι. Του είπε για διάφορες δραματικές ιστορίες, για έναν φίλο της που μόλις είχε σκοτωθεί, για έναν άλλον που ήταν στο νοσοκομείο σε αφασία. Αναφέρθηκε κι αυτός με τη σειρά του σε ό' τι είχε πιο πρόχειρο, δηλαδή στο θάνατο του αδερφού της Θοδώρας. Το είχε η μέρα. Η μέρα όμως είχε κι ' αλλα. Η ταινία είχε ξεκινήσει. Δεν την έβρισκε και πολύ αστεία, κι απορούσε με τα χαρούμενα επιφωνήματα της Λήδας. Οι Monty Python's χειροτέρεψαν τα πράγματα. Δεν αγγίζονταν, ούτε μιλούσαν. "Γιατί είσαι έτσι κατσούφης;" τον ρώτησε στο διάλειμμα. -"Πες μου εσύ μάλλον τι σκέψεις έχεις κάνει από χθες." - "Είμαι στις κακές μου!" 'Οταν ξανάρχισε η ταινία του έδωσε πάλι το χέρι της κι εκείνος το έσφιξε μ' ένα λυπηρό προαίσθημα.
Καθώς έβγαιναν από το Πιγκάλ τη ρώτησε πώς της φάνηκε η ταινία, αν πράγματι της είχε αρέσει. 'Οχι, δεν της είχε αρέσει. Γιατί όμως, αφού γελούσε ; "Αυτό είναι άσχετο", του απάντησε. Στο γυρισμό πήραν άλλο δρόμο, αλλά κι αυτήν τη διαδρομή την είχε κάνει χιλιάδες φορές. Αποχαιρετίστηκαν μ' έναν οποιοδήποτε τρόπο. Μετά μπήκε στο πάρκο κι εκεί κάποιος τον ακολούθησε.
σχόλια