Η κουβέντα με την Ειρήνη Βενιέρη, παρουσιάστρια της πιο καλτ ιντερνετικής εκπομπής («RadioTV Pringipesa»), είχε όλα τα αναμενόμενα κλισέ – ναι, τη δουλειά αυτή την κάνει με πολλή αγάπη, οι συνεργάτες της κι εκείνη δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, ο κόσμος την αγκάλιασε γιατί καταλαβαίνει πότε ο άλλος είναι αληθινός, βγάζει την ψυχούλα της, είναι αυτό που βλέπουμε.
Όμως, παράλληλα, έβγαλε ένα άλλο πρόσωπο, επίσης ελκυστικό και συμπαθητικό. Η ιντερνετική εξομολογήτρια παύλα υποκατάστατο του αλκοόλ που βάφεται έντονα, λικνίζεται αισθησιακά με λαϊκά και φωνάζει «ΔΩΣΕ!» –φράση που έχει γίνει λαϊκό σλόγκαν και συνοδεύεται με απότομο, τσακίρικο τίναγμα του χεριού– είναι γλυκύτατα ντροπαλή και χαμηλών τόνων.
Μοιάζει έκπληκτη με το mainstream ενδιαφέρον για την εκπομπή της και τονίζει ότι μπορεί να τη βλέπουμε για το σόου που δίνει, όμως όλα ξεκινούν από τη μουσική. (Οι τρεις αγαπημένοι της καλλιτέχνες είναι ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος, ο Νίκος Βέρτης και ο Αλέκος Ζαζόπουλος.)
«Δεν υπήρχε κάτι ανάλογο. Ο κόσμος δεν είναι πια σε θέση να βγαίνει έξω, να πηγαίνει σε μαγαζιά, και εγώ φέρνω τα μαγαζιά στα σπίτια τους» λέει για την εικονική αλλά ταυτόχρονα υπερρεαλιστική διασκέδαση που προσφέρει, όποια ώρα κι αν μπεις στο σάιτ της – με 24ωρες επαναλήψεις να παίζουν ως λούπα του τεχνολογικού μεταμοντερνισμού, μπλέκοντας βιντεάκια του YouTube με αφιερώσεις και εξομολογήσεις. «Μέσα από την εκπομπή ο κόσμος –από φοιτητές μέχρι συνταξιούχους– ξεδίνει, λέει τον πόνο του, χορεύει, κάνει την πλάκα του, μου αποκαλύπτει πράγματα».
Τι της εξομολογούνται άραγε; «Τα πάντα. Μου γράφουν "Ειρήνη, μόλις χώρισα" ή "Ειρήνη, μόλις με απάτησε!". Κι εγώ βάζω αμέσως τα ανάλογα τραγούδια που ξέρω ότι θα μιλήσουν στην ψυχούλα τους. Θέλω να ξεδώσουν μέσα από τη μουσική, να βιώσουν τα συναισθήματά τους, να τα αποδεχτούν».
Τις προάλλες κάποιος της έγραψε την ώρα της εκπομπής ότι χώρισε άσχημα και ότι εκείνη τη στιγμή άνοιγε το δεύτερο μπουκάλι ουίσκι. «Τα έχασα λίγο» λέει η Βενιέρη. «Ένιωσα πως έχω ηθική ευθύνη γι' αυτό τον άνθρωπο. Δεν έπρεπε να βάλω τραγούδια που θα τον χειροτέρευαν, που θα έριχναν αλάτι στην πληγή. Δεν ήθελα να πιει άλλο, προσπάθησα με τη μουσική να τον κάνω να νιώσει καλύτερα, να νιώσει ελπίδα αντί για απόγνωση ή καψούρα».
Η Πριγκιπέσα δεν είναι βέβαια ψυχολόγος αλλά ούτε και επινοημένη περσόνα, παρότι σίγουρα η Βενιέρη νιώθει πιο απελευθερωμένη ως Πριγκιπέσα. Δεν έχει όμως σχέση, π.χ., με την Άννα Γούλα, την επινοημένη περσόνα της εικαστικού Χαράς Κολαΐτη, που σατιρίζει την κουλτούρα των σκυλάδικων. Αλλά και πάλι, δεν ξέρουμε και πολλά για τη Βενιέρη, πέρα από αυτά που δείχνει στο γυαλί.
«Μπορώ να σας πω λίγα μόνο πράγματα για 'μένα. Θα πω τα πιο σημαντικά, αυτά που καθόρισαν τη ζωή μου, όπως είναι τώρα» λέει διστακτικά. «Έχω δύο παιδάκια. Η κόρη μου είναι 13 ετών, ο γιος μου 9. Και είμαι χωρισμένη. Αυτά μπορώ να πω μόνο...». Το σκέφτεται λίγο. «Αυτά».
Πριν γίνει Πριγκιπέσα –κι ενώ ποτέ μέχρι το διαζύγιό της δεν είχε χρειαστεί να εργαστεί εκτός σπιτιού, όπου και μεγάλωνε τα παιδιά της–, η Βενιέρη έκανε μια εκπομπή με ρεμπέτικα στο κανάλι 9. Της άρεσε, αλλά ήταν βιοποριστικοί οι λόγοι που την ώθησαν στην αγορά εργασίας για να ζήσει τον εαυτό της.
Ο σκηνοθέτης της σκέφτηκε το πρωτότυπο τωρινό φορμάτ, παρότι η ίδια είχε επιφυλάξεις. «Η παιδική αθωότητα και τα παραμύθια με ενέπνευσαν, τελικά, για το όνομα "Πριγκιπέσα". Απ' όταν ήμουν παιδί λάτρευα τη μουσική».
Και τον χορό, φαντάζομαι, της λέω, καθώς στην εκπομπή της μια απειροελάχιστη μουσική σπίθα αρκεί για να την κάνει να πεταχτεί όρθια και να λικνιστεί, άλλοτε λυρικά, άλλοτε περήφανα και αισθησιακά. «Από παιδάκι μού έβγαινε έτσι!» αναφωνεί. «Δεν το κάνω για την τηλεθέαση ή επειδή κάποιος μου κάνει σήμα να σηκωθώ – από πάντα χόρευα μόνη μου, χωρίς να με βλέπει κανείς. Και τώρα, και σε μια ταβέρνα να πάω, και σε ένα κλαμπ, θα χορέψω, κανένα πρόβλημα. Παλιότερα, όταν δεν υπήρχαν οι σημερινές τεχνολογίες, είχα τα γουόκμαν μου και αποκοιμιόμουν με μουσική, με το τραγούδι πάντα δίπλα στο μαξιλάρι μου. Και τώρα, αν είμαι στην καφετέρια και παίζει ξένη μουσική –δεν αντέχω την ξένη μουσική! –, θα βγάλω το κινητό μου και θα βάλω ελληνικά τραγούδια για να ακούω στο τραπέζι!».
Σε όλη τη συνομιλία μας εντοπίζω μια υπόγεια μελαγχολία αλλά και το επίμονο μοτίβο του προσωπικού στοιχήματος: «Είναι ένα τεστ για 'μένα αυτό. Πέρασα πολλά και τα προβλήματα συνεχίζονται, εγώ όμως πρέπει να παλέψω. Πρέπει. Προσπαθώ να σταθώ στα πόδια μου, να αντέξω μόνη μου, αφού δεν έχω κάποιον δίπλα μου, και να κερδίσω τη μάχη. Με τρόπο διασκεδαστικό για μένα και πολύ δημιουργικό».
Πείτε μας κάτι για το σλόγκαν σας, της λέω. «Το "Δώσε!", ε; Αρέσει πολύ στον κόσμο, αρέσει και σε μένα όμως – βγαίνει απ' την ψυχή μου εκείνη την ώρα, με λυτρώνει.»
σχόλια