Κωνσταντινούπολη
Ξεκινάω με τα πόδια από τη γέφυρα του Γαλατά και περνάω απέναντι. Μπαίνω μέσ’ στα στενά του Σουλεμανίγιε, όπου είναι τα μαγαζάκια με τα μπακίρια και τα μπαχάρια. Ψωνίζω καταπληκτικά μύδια απ’ το μπακάλικο του Ναμλί. Χάνομαι ανάμεσα στα πλήθη, περιεργάζομαι τις πραμάτειες, παζαρεύω. Κάθομαι για τσάι και πιάνω κουβέντα. Από εκεί πάω προς το Φανάρι, στην περιοχή γύρω απ’ το Πατριαρχείο. Διασχίζω παλιές γειτονιές, καλντερίμια, εκκλησίες που μετατράπηκαν σε τζαμιά, σφηνώνομαι σε κρύπτες με αγιασμένα νερά μαζί με μαντηλοφορούσες, στοιχεία αιώνιας συνύπαρξης πολιτισμών. Μπαίνω σ’ ένα χαμάμ και βουλιάζω στα ζεστά νερά. Συνεχίζω απ’ το Εγιούπ, παράλληλα με τα Τείχη.
Περνάω τα ερείπια του κατεδαφισμένου πλέον τσιγγανομαχαλά Σουλουκουλέ, μια ακόμη επιχωμάτωση στον βωμό της αλματώδους ανάπτυξης της Γείτονος. Σκαρφαλώνω στα τείχη και μπλέκομαι μέσα σ’ ένα ανομοιογενές πλήθος στο Παζάρι του Ψύλλου, το παζάρι των σκουπιδιών. Από κει κατηφορίζω και περπατώ παράλληλα με τα μποστάνια. Αγοράζω υπέροχες ντομάτες και ζαρζαβατικά. Βγαίνω στο Γιεντί Κουλέ και μπροστά μου απλωνέται μια λαοθάλασσα που διασκεδάζει με τον τουρκικό τρόπο. Μαγκάλια,αυτοσχέδιες κούνιες-αιώρες, η μαντήλα σε όλο της το μεγαλείο. Στο βάθος,το απέραντο γαλάζιο του Μαρμαρά. Μια άλλη αγαπημένη διαδρομή είναι από την Istanbul Modern μέχρι το Μπέμπεκ, παραλιακά και παράλληλα με τον Βόσπορο.
Baffin Island
Το πρώτο μου μεγάλο ταξίδι. Μια φίλη γεωλόγος σε αποστολή-έρευνα στα βορειότερα του πλανήτη μας. Μια αναπάντεχη χορηγία από ελληνική τράπεζα (παλιές ξεχασμένες εποχές) και να ‘μαστε στο δικινητήριο αεροπλανάκι, απ’ το Κεμπέκ στα έσχατα του καναδέζικου Βορρά. Pond Inlet. Ένα χωριό. Μια αρκτική βάση. Δεν θα ξεχάσω τους σκύλους. Τα γνωστά μας χάσκι. Δεκάδες να κυκλοφορούν στον διάδρομο προσγείωσης. Σκύλοι εργασίας στον τόπο τους. Όταν φτάσαμε, ήταν Ιούνιος. Ο ήλιος κυκλοφορούσε τριγύρω μας 24 ώρες το 24ωρο. Στήσαμε αντίσκηνο κάπου στις παρυφές του οικισμού. Ισοθερμικές καλύβες και Ινουίτ Εσκιμώοι που ζουν με τις επιδοτήσεις της καναδικής κυβέρνησης. Πήγα στο συνοικιακό σούπερ μάρκετ για προμήθειες. Δεν θυμάμαι να ‘χω ξαναπληρώσει πιο ακριβά στη ζωή μου! Μια μπανάνα 5 δολάρια, μια ντομάτα 8, μια φέτα γαλοπούλα 5, ένα μπουκάλι νερό 15. Η απόσταση από την κατοικημένη γη ανεβάζει τις τιμές. Θυμάμαι την πρώτη «νύχτα». Ξύπνησα γύρω στις 3:00. Βγήκα απ’ την προσωρινή τεντοκατοικία και το θέαμα ήταν απόκοσμο. Ο ήλιος ακουμπούσε χαλαρά στον ορίζοντα, αναδίδοντας ένα αδύναμο, κίτρινο φως. Κοίταξα προς τον οικισμό. Είδα το ρολόι μου. Νόμιζα ότι έβλεπα όνειρο.
Μια παρέα Εσκιμωάκια έπαιζε ποδόσφαιρο. Και όλα με θέα τον απέραντο, παγωμένο Βόρειο Ωκεανό. Την επομένη, με το ξημέρωμα (που λέει ο λόγος) αναζητήσαμε τον ντόπιο οδηγό που θα μας οδηγούσε μετά από πενθήμερο ταξίδι με έλκηθρο στην κατασκήνωση της φίλης γεωλόγου. Πέντε μέρες ταξίδι πάνω στον πάγο. Ξεκινήσαμε. Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε. Η αίσθηση του να ταξιδεύεις πάνω στον πάγο, να σταματάς όπου έχει ραγίσει και να ψάχνεις το ασφαλές πέρασμα, οι πρώτες φώκιες που με την παρουσία μας βουτάνε μέσω της τρύπας διαφυγής στα παγωμένα νερά, τα περίεργα πουλιά που μας ακολουθούσαν σαν γλάροι στο Αιγαίο, τα ασύλληπτα Βορείου Πόλου ανέκδοτα του Γιουκ, του ντοπιου Ινουίτ οδηγού μας, οι ντόπιες σπεσιαλιτέ του μαγειρεμένες πάνω στον πάγο. Ο πάγος, το απέραντο, ατέλειωτο, παγωμένο λευκό. Όλα τα παραπάνω μού έχουν αποτυπωθεί λες και τα έζησα σε κάποιον άλλο πλανήτη. Τι να πω! Ίσως. Μετά απο πέντε 24ωρα ταξιδιού με διάφορα απρόοπτα, κάπου κοντά στον Μαγνητικό Βόρειο Πόλο διακρίναμε φιγούρες. Η βάση των επιστημόνων που μας περίμεναν. Το αρκτικό μας ταξίδι τώρα ξεκινούσε.
Σουδάν
Έχω έναν φίλο αρχαιολόγο, τον Αλέξανδρο. Εδώ και χρόνια έχει αφιερώσει τη ζωή του στην ανασκαφή νουβιακών μνημείων στον 4ο καταρράκτη του Νείλου. Είχα ξεκινήσει ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τον σουφισμό. Έψαχνα να βρω τόπους ιερούς, αυθεντικούς, που να εφαρμόζουν αυτήν τη στάση ζωής. Γιατί αυτό είναι ο σουφισμός. Και όχι η παρεξηγημένη εικόνα των περιστρεφόμενων δερβίσηδων που επισκέπτονται ακόμη και μας στα καλοκαιρινά μας φεστιβάλ. Το Σουδάν έχει πολλούς ιερούς τόπους και η έκφραση είναι ελεύθερη και δημόσια. Αυτό μου μήνυσε ο Αλέξανδρος και να ‘μαι στο παρθενικό μου ταξίδι προς το Χαρτούμ (θ’ ακολουθούσαν πολλά ακόμη, με εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον).
Το Χαρτούμ, μια μάλλον αδιάφορη πόλη, με τους δύο Νείλους να συναντιούνται και να συνεχίζουν το μακρύ τους ταξίδι ως ένας, ως ο Μέγας Πόταμος, μέχρι τη Μεσόγειο, δεν έχει και πολλά ν’ αποκαλύψει στον ταξιδιώτη. Πόλη που φιλοξένησε Ελληνισμό και όπου ακόμη και σήμερα τα σχολεία και το ελληνικό κλαμπ συντηρούνται αναιμικά από μια χούφτα συμπατριωτών που επιμένουν.
Η Πέμπτη είναι η Μέρα του Σουφισμού. Σε προάστιο της πρωτεύουσας, από νωρίς το απόγευμα μαζεύονται τα διάφορα Ταρικάτ. Ομάδες με διαφορετικούς εκφραστές (Σούφι) συνυπάρχουν σε απόλυτη αρμονία. Την ημέρα αυτή της βδομάδας γίνεται η μεγάλη τελετή. Το δημόσιο Ζικρ. Η κάθε ομάδα, με διαφορετικά χρώματα, με την καθοδήγηση του πνευματικού πατέρα της, «μπαίνει στον χορό». Ένα απίστευτο πανδαιμόνιο κινήσεων, μινιμάλ ήχων και δεήσεων. Μπήκα στο κέντρο του μεϊντανιού, ενώ ξεκινούσε για τα καλά η τελετή. Μια ξέφρενη εκφραστική απόδοση ευχών με συνοδεία επαναλαμβανόμενων ήχων απο τύμπανα με έβαλε σε τρανς. Κρατούσα την κάμερα κι ένιωθα ότι «χόρευα» μαζί τους. Ακολουθούσα τον ρυθμό κι η κάμερά μου το ίδιο. Έγινα ένα με το πλήθος, χάθηκα.
Το ίδιο βράδυ, ο φίλος μου με οδήγησε στο γιατρόσπιτο ενός Σαμάνου Σούφι θεραπευτή. Μια μονοκατοικία με μεγάλη αυλή. Όταν έφτασα, μια ομάδα με τύμπανα έπαιζε κάποιον απόκοσμο ρυθμό. Μια κυρία έφτασε μαζί με την
κόρη της. Κινηματογραφούσα συνεχώς. Τα πάντα. Η κόρη της ήταν δαιμονισμένη. Έπρεπε να της λύσει κάποιος τα δαιμόνια. Ο άνθρωπός μας μάς κάλεσε όλους στο ειδικό δωμάτιο. Οι τοίχοι διακοσμημένοι με γραφές απ’ το Κοράνι, πόστερ κινέζικης αισθητικής με τοπία Ελβετίας και ένθεση τζαμιά και προβατάκια ανέμελα. Μέχρι και μια είκονα του Αγίου Γεωργίου είχε κάπου στη γωνία!
Ξεκίνησε ένα ατέλειωτο λιβάνισμα. Ύστερα, σκέπασε τη δαιμονισμένη μ’ ένα σεντόνι κι έβαλε το λιβανιστήρι από κάτω. Κατέγραφα. Σε λίγο ακούστηκαν ήχοι και ουρλιαχτά κάτω απ’ το σεντόνι κι είδα την κοπέλα να σωριάζεται αναίσθητη. Κίνησα την κάμερά μου προς τη μητέρα. Την είδα να είναι πολύ ευδιάθετη κι αισιόδοξη για την κόρη της. Μάλιστα, ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Ακολούθησαν και οι παρευρισκόμενοι. Το σχεδόν ακίνητο σώμα της άμοιρης κοπέλας με μαγνήτισε και πλησίασα.
Ο Σαμάνος μού πρότεινε μια καλύτερη θέση παρατήρησης και ξεκίνησε. Τόσο ξύλο σε λιπόθυμο άνθρωπο δεν έχω δει. Μ’ ένα μικρό μαστίγιο «τσάκισε» κυριολεκτικά την κοπέλα, «χτυπώντας» έτσι τα δαιμόνια. Φυσικά, η μικρή συνήλθε και όπου φύγει φύγει. Θυμάμαι την ευτυχισμένη μάνα να βγαίνει απ’ την αυλή, χειροκροτώντας ασταμάτητα. Η πρώην δαιμονισμένη ακουλουθούσε, δαρμένη μεν, θεραπευμένη δε.
Βόρεια Συρία
Αν και είναι εκτός εποχής να μιλά κάποιος για τη Συρία (με όλα αυτά που τη βασανίζουν), είναι μια χώρα από την οποία έχω πολλές και καλές αναμνήσεις. Συνήθως, ξεκινάω απ’ το Χαλέπι. Πόλη υπέροχη, με ανατολίτικα παζάρια, λαβυρινθώδεις σκεπαστές αγορές και φραγκολεβαντίνικης αισθητικής βίλες. Ειδικά στη σκεπαστή αγορά, έχω περάσει ώρες μαγεμένος. Εικόνες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν τέλεια ως σκηνικό σε ταινίες εποχής. Τα σουκ του μαλλιού, του χρυσαφιού, του δέρματος, του υφάσματος. Και φυσικά του διάσημου πράσινου σαπουνιού.
Μια μέρα βρέθηκα να κινηματογραφώ σ’ ένα τέτοιο εργοστάσιο σαπουνιού. Τόνοι πράσινου ρευστού σαπουνιού έμπαιναν σε κυβάκια και ο χώρος πλημμύριζε από την αγνή μυρωδιά. Ο ιδιοκτήτης μού πρότεινε να πάμε για ένα τσάι μέντας σ’ ένα καταπληκτικό χάνι με μαγαζάκια που πουλούσαν αποκλειστικά παντόφλες ασύλληπτης αισθητικής, που ακόμη και ο Γκοτιέ θα ζήλευε. Ένα υπέροχο κτίριο με εσωτερική αυλή και σιντριβάνι στο κέντρο.
Λειτουργούσε ως ένα είδος ψυχιατρείου αρκετά χρόνια πριν και τώρα έχει γίνει μουσείο. Πέρασα αρκετή ώρα περιδιαβαίνοντας στις δροσερές αίθουσες. Δεν θα ξεχάσω το αεράκι που κυκλοφορούσε φρέσκο και σκέφτηκα ότι ίσως να έχει θεραπευτικές ιδιόητες.
Τριγύρω απ’ το Χαλέπι και δίπλα στη μαρτυρική πόλη Hama (πεδίο αιματηρών επεισοδίων τους τελευταίους 3 μήνες ) απλώνονται περί τις 700 Νεκρές Πόλεις. Ή, αλλιώς, ξεχασμένες. Χρονολογούνται πριν απ’ τον 5ο αιωνα μ.Χ. και είναι λαμπρά απομεινάρια βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Ξεκίνησα γεμάτος ενέργεια και πάθος για εξερεύνηση. Θα ήταν η επόμενη εκπομπή του «Ταξιδεύοντας» κι έπρεπε να τις ανακαλύψω.
Με το αυτοκίνητο (η Συρία στα καλά της είναι εύκολη χώρα για οδήγημα) ξεκίνησα από τη διάσημη εκκλησία του Συμεών του Στυλίτη. Από την κορυφή του λόφου αγναντεύεις μέχρι τα σύνορα με την Τουρκία. Κάτω απλώνονται δεκάδες στρέμματα ελαιόδεντρων. Τοπία τόσο οικεία. Τόσο μεσογειακά. Τόσο δικά μας. Λατρεύω τη Συρία, γιατί αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου. Το περιβάλλον, οι άνθρωποι...
Συνέχισα περιδιαβαίνοντας στα γοητευτικά ερείπεια. Στη Serjilla, την Al Bara,την Qal’at Sim’an. Χρόνο να ‘χεις, να χαθείς στον τόπο και στον χρόνο. Συνέχισα βόρεια, μέχρι τα σύνορα της Τουρκίας. Απο κει πέρασα με dolmus (βανάκι) στην άλλη χώρα. Το περιβάλλον το ίδιο. Λίγο πιο πάνω σταμάτησα σε μια πολύ αγαπημένη μου πόλη. Την Ούρφα.
Μεξικό
Ξεκίνησα με τις καλύτερες διαπιστεύσεις γι’ αυτήν τη χώρα. Επιλέξαμε να κινηματογραφήσουμε μια πολύ σημαντική θρησκευτική γιορτή τους, την πολύχρωμη Ημέρα των Νεκρών. Αρχές Νοεμβρίου, κάθε χρόνο.
Με το που φτάσαμε στο Mexico City, αισθανθήκαμε οικεία, φιλικά. Ο Μεξικανός, όταν ακούει ότι είσαι Έλληνας, σε αγκαλιάζει. Πολύ περίεργο. Τόσο μακριά και τέτοια σχέση!
Η πόλη, μια σύγχρονη μεγαλούπολη με όλα τα καλά και όλα τα κακά. Η πλατεία της και δίπλα το μέγαρο με τις διάσημες τοιχογραφίες του Diego. Σκοπός μας ήταν να ταξιδέψουμε βόρεια. Στην ξακουστή Γουαδαλαχάρα, στη Λεόν και στην Τσιουάουα και από εκεί στην περιθωριακή Τιχουάνα, δυο βήματα απ’ την αμερικανική Δύση, με μόνο εμπόδιο τους λα- μαρινένιους τοίχους που έχουν υψωθεί για ν’ αποτρέπουν τη λαθρομετανάστευση.
Κάποιος μας είπε ότι τα μέταλλα που έχουν χρησιμοποιηθεί στο τείχος είναι από συντρίμμια απ’ τον πόλεμο στο Ιράκ. Λίγο νοτιότερα, μετά από ένα απ’ αυτά τ’ αξέχαστα ταξίδια με τρένο, φτάσαμε στο Κουλιακάν. Εκεί μάς περίμενε μια έκπληξη: η κοινότητα των Ελλήνων, μια πολύ δυναμική κοινότητα που ασχολείται με την παραγωγή ντομάτας. Περάσαμε πολύ συγκινητικά, μέχρι δακρύων.
Η Ημέρα των Νεκρών πλησίαζε. Ο τόπος πλημμύρισε λουλούδια, κατιφέδες. Εκατομμύρια κατιφέδες σε συνδυασμό με ζαχαρωτές νεκροκεφαλές. Κάθε είδους νεκρικό αντικείμενο σε εκδοχή κιτς, σε μια προσπάθεια να χλευάσουν τον θάνατο. Ο Μεξικανός διασκεδάζει τον θάνατο. Γελάει μαζι του. Τον στολίζει, τον ντύνει αστεία, τον κάνει κούκλες, τον καλεί σπίτι του και τον μορφοποιεί ακόμη και ως κέικ ή ως τούρτα.
Το βράδυ εκείνο κυκλοφορήσαμε ως Μεξικανοί και ‘μεις, πού αλλού, στα νεκροταφεία. Δεν υπάρχουν αντίστοιχες θρησκευ- τικές εκδηλώσεις πουθενά στον κόσμο, όπως αυτή της Ημέρας ή, μάλλον, της Νύχτας των Νεκρών. Όλη η οικογένεια κάθεται πάνω και γύρω απ’ τον τάφο του συγγενή και του μιλάει, τρώει μαζί του, πίνει μπόλικη τεκίλα. Η απόλυτη εξοικείωση με τον θάνατο.
Κούβα
Mε την ομάδα παραγωγής της μουσικής εκπομπής «Μουσικές του Κόσμου» αναχωρήσαμε για τον απόλυτο προορισμό της λάτιν μουσικής.
Όλοι μας έλεγαν, «πηγαίνετε τώρα, που υπάρχει ακόμη ο Κάστρο. Αν φυγει, ποιος ξέρει». Απ’ ό,τι ξέρω, ακόμη το λένε. Μέχρι πότε, δεν ξέρω. Η Μαλεκόν είναι ένας υπέροχος, παραλιακός δρόμος που δίνει χαρακτήρα και μπόλικη μουσική, αλλά και προτάσεις για αισθησιακές βραδιές. Εκεί πρωτοκινηματογραφήσαμε μικρά μουσικά σχήματα να τζαμάρουν, ατενίζοντας τη θάλασσα της Καραϊβικής.
Ο ντόπιος οδηγός μας είχε κανονίσει γύρισμα με τους εναπομείναντες θρύλους των Buena Vista στο θρυλικό Egrem Studio. Ήταν σαν να κάναμε βουτιά στο μουσείο της λάτιν μουσικής. Γράψαμε την παλιά γενιά να συνομιλεί μουσικά με την καινούργια. Την επομένη, ένα τραγικά σαραβαλιασμένο αμερικανικό αμάξι μάς μετέφερε λίγα χιλιόμετρα εκτός πόλης.
Ήταν μια Σεντέρια. Μια άφρο τελετή που ‘χει τις ρίζες της στη «μαύρη ήπειρο». Ο Μπαμπαλάο, ο τελετάρχης, είχε κανονίσει τα πάντα. Όλα που θα ευχαριστήσουν ψυχές που πέρασαν και βρίσκονται δίπλα μας. Το μουσικό κομμάτι της τελετής ήταν μαγικό.
Ένας έντονος και μονότονος ήχος από αυτοσχέδια τύμπανα πλημμύρισε τον τόπο. Οι καλεσμένοι άρχισαν την τελετή. Εμείς γίναμε ένα με αυτό. Μια άλλη Κούβα μάς άνοιγε την πόρτα της. Τα καμπανάκια του Μπαμπαλάο με ξύπνησαν από το όνειρο.
Πακιστάν
Το αεροσκάφος της PIA προσγειώθηκε ανώμαλα στον μοναδικό διάδρομο του διεθνούς αεροδρομίου της Πεσαβάρ. Ήταν μια από τις τελευταίες πτήσεις του δρομολογίου. Από τότε η πόλη έχει αλλάξει πολύ. Είναι μια απ’ τις πιο δύσκολες για τους Δυτικούς. Τότε, όμως, είχε άνετο Intercontinental, με ταράτσα για μπάρμπεκιου και παραδίπλα ειδικό δωματιάκι όπου έμπαινες μόνο με διαβατήριο για να απολαύσεις το απαγορευμένο νερό της φωτιάς, ή έστω μια κρύα μπίρα.
Μάλιστα, όταν φτάσαμε, μας μίλησαν με τα καλύτερα λόγια για το κινέζικο εστιατόριό τους, το οποίο ήταν αρκετά συμπαθητικό. Ήταν λίγο πριν από την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και όλα έδειχναν ήρεμα. Την επομένη, συνοδεία ένστολου με τυφέκιο της γνωστής ρωσικής εταιρείας, ξεκινήσαμε την εξερεύνηση της τοπικής αγοράς.
Ήταν Παρασκευή, ημέρα προσευχής, αλλά τα καταστήματα ήταν ανοιχτά. Δεν θα ξεχάσω τα ανταλλακτήρια, υπαίθρια, το ένα δίπλα στο άλλο, με ασύλληπτες ποσότητες τοπικού νομίσματος. Αλλάξαμε δολάρια. Η αγορά χρυσού στην πόλη ήταν κάτι το μοναδικό. Δεκάδες καταστηματάκια των πέντε τετραγωνικών, το ένα δίπλα στο άλλο, συναγωνίζονταν σε τιμές και γούστο. Μια παρέα Γιαπωνέζων, οι μόνοι ξένοι εκτός από μας, με συνοδεία ένστολης φρουράς παρακαλώ, αγόραζε μανιωδώς ό,τι χρυσό έλαμπε.
Σε λίγο όλοι οι δρόμοι στρώθηκαν με χαλιά και τα καταστήματα έκλεισαν. Οι Μουεζίνηδες άρχισαν να καλούν τους πιστούς. Το θέαμα ήταν απίστευτο. Μια πόλη στρωμένη, με εκατοντάδες πιστούς στα γόνατα. Τ’ αυτοκίνητα σταμάτησαν και τα πάντα ακολούθησαν το τελετουργικό. Με το τέλος, επισκέφτηκα έναν μπαρμπέρη. Από αυτούς που έχουν δεκάδες πετσέτες να στεγνώνουν στην είσοδο του μαγαζιού και τη μαεστρία να σε κουρεύουν, να σε ξυρίζουν και να σου κάνουν μασάζ κεφαλής.
Λίγο αργότερα ξεκινήσαμε για το περίφημο Kayber pass. Επί Εγγλέζων, το διέσχιζε σιδηρόδρομος. Κατευθυνθήκαμε προς τα σύνορα του Αφγανιστάν. Στον δρόμο που διασχίζαμε, σταματάγαμε πού και πού σε χωριά που μας τα παρουσίαζαν ως no man’s land. Εμπορικά καταστήματα που πούλαγαν από είδη καθημερινής χρήσης μέχρι και αγωνιστικά ποδήλατα και τηλεοράσεις της τότε υψηλής τεχνολογίας. Και όλα αφορολόγητα. Κάτι σε Ανδόρα μου έκανε τότε.
Μόνο που, αν έκανες μια βόλτα πίσω απ’ τις βιτρίνες, είχε και άλλα είδη. Μαγαζάκι εξειδικευμένο στα όπλα-στυλό. Παραδίπλα στα Καλάσνικοφ. Πιο πέρα στα περίστροφα και στις χειροβομβίδες και φυσικά, ακριβώς δίπλα, όλα τα είδη υψηλής ποιότητας «μαύρου» ναρκωτικού. Τουβλάκια στοιβαγμένα σε διαφορετικές ποιότητες (άριστες όλες) και τιμές (όλα σε δολάρια φυσικά).
Καθώς ανηφορίζαμε, βλέπαμε ψηλούς τοίχους και από πίσω με δυσκολία διακρίναμε επαύλεις. Αργότερα, θεωρήθηκε ότι εκεί μέσα οργανώθηκε η Αλ Κάιντα και ότι κάπου εκεί είχε φιλοξενηθεί ο Μπιν Λάντεν. Φτάσαμε στο αξιοθέατο της περιοχής. Στα σύνορα με το Αφγανιστάν. Στο βάθος η Καμπούλ. Μια πόλη κλειστή τότε. Απόλυτα ελεγχόμενη από τους Ταλιμπάν. Μια πόλη και μια χώρα που λίγους μήνες αργότερα έγινε το θέατρο των αμερικανικών επιχειρήσεων στην προσπάθειά τους να βάλουν μια τάξη.
Τάξη, όπως γνωρίζουμε, δεν μπήκε κι η πανέμορφη χώρα του Αφγανιστάν (την οποία επισκεφθήκαμε αρκετές φορές από τότε για τηλεοπτικούς λόγους) συνεχίζει να ταλαιπωρείται. Εγώ, πάντως, ακόμη αναρωτιέμαι: ποιος έμενε, ίσως μένει ακόμη και σήμερα, πίσω από εκείνους τους ψηλούς τοίχους;
Ζανζιβάρη / Πέμπα
Το Φεστιβάλ Σουαχίλι Μουσικής μάς κάλεσε να ζήσουμε τις μαγικές του στιγμές και να τις μεταφέρουμε τηλεοπτικά στην Ελλάδα. Το κάναμε. Μας έπεισαν εύκολα. Και ποιον δεν θα έπειθαν, άλλωστε!
Η Ζανζιβάρη πλέει ανοιχτά της Τανζανίας (άλλωστε, εκεί ανήκει) και είναι το νησί των μπαχαρικών. Η Stone Town (το παλιό κομμάτης της πόλης της Ζανζιβάρης) έχει μια αποικιοκρατική ατμόσφαιρα εποχής που σε μεταφέρει στον χρόνο. Στο κεντρικό τοιχισμένο καστράκι στήθηκε η μουσική σκηνή.
Τα συγκροτήματα έφτασαν εδώ από όλη την Αφρική. Πολλές κουλτούρες, διαφορετικοί ήχοι. Πλησίασα μια ομάδα νέων παιδιών που ετοίμαζαν όργανα και μικρόφωνα. Έμαθα ότι την προηγούμενη χρονιά το συγκρότημά τους είχε ψηφιστεί απ’ το MTV Africa ως το δημοφιλέστερο R&B σχήμα όλης της ηπείρου. Είχαν έρθει από την Καμπάλα της Ουγκάντα. Μας μίλησαν για τη μουσική σκηνή της Ουγκάντα.
Άλλοι μας περιέγραψαν τη νέα μουσική σκηνή της Κένυας, άλλοι της Ζιμπάμπουε. Αυτό το μουσικό κάστρο στη μέση του Ινδικού Ωκεανού φιλοξενούσε όλες τις άγνωστες σε μας, νέες μουσικές τάσεις της μαύρης μουσικής. Σε λίγο ξεκίνησε μια μουσική παρέλαση. Όμοιά της δεν θυμάμαι να έχω δει. Όλες οι μπάντες, όλα, τα σχήματα, άρχισαν ένα ξέφρενο περιπατητικό πάρτι.
Όλη η πόλη, όλοι οι καλεσμένοι και οι τουρίστες, ακολουθούσαν χορεύοντας διαφορετικούς κρεολικούς ρυθμούς. Το κάθε σχήμα έπαιζε τα δικά του. Ένα υπέροχο μουσικό κομφούζιο. Την άλλη μέρα πήγαμε στις φυτείες των μπαχαρικών. Μου έκαναν εντύπωση τα φυτά της κανέλας, του πιπεριού, του κύμινου, του γαρίφαλου και του μοσχοκάρυδου.
Ο τόπος ήταν μαγικός. Οι μυρωδιές υπέροχες. Μας φίλεψαν ένα καταπληκτικό ριζότο με γάλα καρύδας και δώδεκα είδη μπαχαρικών. Μια γευστική πανδαισία. Την ίδια μέρα, με ένα δικινητήριο φύγαμε για να κινηματογραφήσουμε το πιο αυθεντικό μουσικό σχήμα όλης της περιοχής στο νησί Πέμπα, που βρίσκεται βόρεια της Ζανζιβάρης.
Η ατμόσφαιρα στην πρωτεύουσα ήταν αυθεντική. Ανύπαρκτη η τουριστική υποδομή. Οι μόνοι ξένοι ήμασταν εμείς. Το μουσικό σχήμα είχε σκοπό να επιστρέψει μαζί μας στο Μεγάλο Νησί -όπως αποκαλούν τη Ζανζιβάρη- για το φεστιβάλ.
Τους βρήκαμε να κάνουν πρόβα κάτω από κάτι μπανανιές. Τα όργανά τους όλα ήταν φτιαγμένα από ντόπια υλικά. Ο ήχος έντονος, μ’ έναν πολύ ιδιαίτερο ρυθμό. Σκεφτόμουν πόσο αυτά τα ελάχιστα αυθεντικά ηχητικά σχήμα- τα επηρεάζουν δυτικούς παραγωγούς και DJs που τα παρουσιάζουν ως «νέες τάσεις». Κάποιος ντόπιος παράγοντας μάς πρότεινε κάτι πολύ ιδιαίτερο.
Το νησί είναι από τα φτωχότερα της Αφρικής, κάπου όμως στα δυτικά υπάρχει ένας από τους ομορφότερους παραδείσους, το Fundu Lagoon Resort. Ξύλινες καλύβες με όλες τις σύγχρονες ανέσεις, υπέροχο φαγητό και όλ’ αυτά μπροστά σ’ έναν μαγευτικό κοραλλιογενή κόλπο με κοκοφοίνικες. Το ενδιαφέρον είναι ότι η μονάδα έχει μόνο ντόπιους εργαζομένους απ’ το διπλανό χωριό.
Δεν μείναμε. Ήταν κάτι που ζήλεψα. Άλλωστε, η αντίθεση με το «έξω» ήταν τεράστια. Το μουσικό μας σχήμα μάς περίμενε καρτερικά κάτω από τις μπανανιές για να πάμε μακριά. Στο «Μεγάλο Νησί»...
Πράσινο Ακρωτήριο
Στο σύμπλεγμα των ηφαιστειογενών νησιών δυτικά της Σενεγάλης υπάρχουν δέκα νησάκια σκορπισμένα στη μέση του Ατλαντικού. Μια κουλτούρα που μπλέκει την Αφρική και την Πορτογαλία. Φτάσαμε στο νησί Sao Vicente και στην πρωτεύουσα, το Mindelo. Η ατμόσφαιρα γιορτινή. Ομάδες ετοίμαζαν τα γνωστά μας άρματα για την αποψινή καρναβαλική παρέλαση. Θύμιζε κάτι από Πάτρα με έντονο χρώμα από το Ρίο της Βραζιλίας.
Οι μουσικές από τα μεγάφωνα συμπλήρωναν αυτό το κράμα Αφρικής και Βραζιλίας. Το ίδιο βράδυ, λίγο πριν από το μεγάλο γεγονός, κάναμε μια βόλτα στην πόλη. Δεν θα ξεχάσω την παραλία με τις ψαράδικες καλύβες. Τη ζωή δίπλα στη θάλασσα. Απλοί άνθρωποι. Υπέροχες εικόνες ενός τρόπου ζωής ξεχασμένου για μας. Μου θύμισαν παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες της Μυκόνου και της Σαντορίνης.
Και το μεγάλο πάρτι ξεκίνησε. Υπέροχα, φιδίσια ανδρικά και γυναικεία σοκολατένια κορμιά λικνίζονται αισθησιακά πάνω σε άρματα που αναπαριστούν εικόνες δικές τους. Ένα τροπικό δάσος. Μια καλύβα ψαρά. Αλλά και ένα συνεργείο αυτοκινήτων. Μουσικά ήμασταν στη Βραζιλία. Την επομένη πετάξαμε για το νησί Santo Antao, με συνεπιβάτη μια κυρία που μίλαγε ελληνικά, αφού ζούσε εσωτερική σε οικογένεια στη Βούλα. Μας κάλεσε στο μικρό χωριό της για τις απόκριες. Το χωριό βρίσκεται στην καρδιά του πέτρινου νησιού, με υπέροχη φύση γύρω του. Τόσο υπέροχα πρωτόγονο τρόπο διεξαγωγής καρναβαλιού δεν έχω ξαναδεί. Χαρτόκουτα με δυο τρύπες για τα μάτια κι έτοιμο το φάντασμα. Δεκάδες χαρτόκουτα κυκλοφορούσαν με τα πόδια σε όλο το χωριό. Μπανανόφυλλα και σκουπόξυλα συμπλήρωναν το σκηνικό χαράς και γιορτής.
Πετάξαμε για Fogo. Ένας επίγειος παράδεισος. Ένα ζωντανό ηφαίστειο. Ενεργό. Ανεβήκαμε στον κρατήρα του. Κατάμαυρα όλα. Η θέα υπέροχη σε όλο το αρχιπέλαγος. Στο κατέβασμα μπήκαμε σ’ ένα μικρό μπακάλικο. Ο μπακάλης μάς προσέφερε ένα ντόπιο τσίπουρο από μπανάνα. Είδα ένα μαντολίνο κρεμασμένο στον τοίχο. Του έκανα νόημα. Αρχίσαμε να καταγράφουμε. Έφτασε όλο το χωριό και είναι από τις ομορφότερες μουσικές στιγμές που έχω καταγράψει. Ένα βαθιά ρομαντικό φάντος με βραζιλιάνικο ρυθμό.
Ουζμπεκιστάν
Έφυγα χωρίς τους άλλους. Μόνος μου. Ήθελα να ψάξω λίγο παραπάνω τη διαδρομή. Έφτασα μέσω Τασκένδης στα βορειοδυτικά σύνορα της χώρας με το Καζακστάν. Στην πόλη Muynak.
Εκεί με περίμενε ένας ρωσικής εκπαίδευσης περιβαλλοντολόγος, μέλος της WWF, για να με ξεναγήσει στην ξεχασμένη πια λίμνη Αράλη. Το τμήμα που ανήκει σήμερα στο Ουζμπεκιστάν έχει εδώ και χρόνια αποξηρανθεί. Η άρδευση των φυτειών βαμβακιού της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης έκανε αυτό το περιβαλλοντικό έγκλημα. Με πήγε σε λιμάνια-φαντάσματα. Τεράστιες εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις κονσερβοποιίας. Κάποτε εδώ παρήγαγαν το
καλύτερο χαβιάρι της Ένωσης.
«Πάμε κάπου», μου είπε ο Γιούρι. Με το παλιό ρωσικό τετρακίνητο μπήκαμε στην πρώην Θάλασσα της Αράλης. Σήμερα είναι μια απέραντη θάλασσα άμμου μολυσμένη με νιτρικά κατάλοιπα. Στο παλιό λιμάνι, ανοιχτά, το θέαμα ήταν μαγευτικά σουρεαλιστικό. Ο ήλιος έδυε και μπροστά μου αντίκρισα δεκάδες σκουριασμένα κουφάρια πλοίων, παλιά αλιευτικά. Ξεψυχούν ακουμπισμένα πάνω στη μολυσμένη άμμο.
Θυμάμαι τους ήχους του αέρα να κινούν τις σκουριασμένες λαμαρίνες. Παρατήρησα τα ονόματα. Σταμάτησα σε κάποια. «Καπεταν- Αντώνης», «Μυτιλήνη», «Αιγαίο»... Συγκινήθηκα. Δικοί μας άνθρωποι, που μετά τον Εμφύλιο έφτασαν εδώ. Μετέφεραν τις ψυχές τους και τις αφιέρωσαν στο Μεγάλο Όραμα. Ευτυχώς, οι περισσότεροι καπεταναίοι έφυγαν από τούτη τη ζωή πριν από την κατάρριψη του Ονείρου. Πέρασα ώρες στη δύση, φωτογραφίζοντας τα κουφάρια.
Την επομένη, με όλη την ομάδα αναχωρήσαμε για πόλεις μυθικές: την Κίβα, την Μπουχάρα και τη Σαμαρκάνδη. Πολεις με υπέροχη αρχιτεκτονική, σταθμοί στον μεγάλο «δρόμο του μεταξιού». Εντύπωση μου έκαναν και τα χρυσά δόντια, ειδικά των γυναικών. Επένδυση, μου είπαν. Μια άλλη άποψη καταθετικού λογαριασμού. Κινηματογραφήσαμε γάμους ασύλληπτης αισθητικής. Ο DJ, ντυμένος στα λαμέ, προπορευόταν σε ειδική άμαξα με μεγάφωνα και από πίσω ακολουθούσε το πλήθος χορεύοντας. Έτσι διέσχιζαν τις πόλεις. Το ζευγάρι, σοβαρό, στο δικό του Lada, και ειδικά η νύφη με ύφος λυπημένο και κλαμένο πολλές φορές, έδειχνε πόσο πολύ στενοχωρημένη ήταν που άφηνε την οικογένειά της. Έθιμα...
Περάσαμε απ’ την Τασκένδη, όπου συναντήσαμε τους τελευταίους Έλληνες της μεγάλης αυτής ομογένειας και πήραμε τον μακρύ δρόμο, μέσω Κιργιστάν, για τις ατέλειωτες στέπες της Κίνας.
σχόλια