«RESENT» ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ σημαίνει «απεχθάνομαι, κρατάω κακία». O όρος «resenteeism», γέννημα της εποχής μας, που ο ανταγωνισμός έχει λάβει παγκόσμιες διαστάσεις και οι καλές θέσεις εργασίας λίγες, σημαίνει να μένει κανείς σε μια δουλειά που αποστρέφεται επειδή δεν μπορεί ή δεν έχει το κουράγιο να ψάξει άλλη.
Μετάφραση ελληνική δεν βρήκα να υπάρχει –και ρώτησα–, αλλά μια βόλτα να κάνει κανείς σ’ ένα αθηναϊκό πεζοδρόμιο στις 18:10 το βλέπει ζωγραφισμένο στα πρόσωπα των εργαζομένων που σχολάνε απ’ τη δουλειά. Για σήμερα, λοιπόν, κρατάω τον ξενόφερτο όρο και θ’ αφήσω τον κόσμο που ρώτησα γιατί μένει σε μια δουλειά που μισεί να μου πει πώς θα το μετέφραζε.
Η Βίκυ, ο Άγγελος, η Μαρία και ο Κωνσταντίνος κάνουν διαφορετικές δουλειές και ζουν διαφορετικές ζωές, αλλά έχουν ένα κοινό: όποτε βρισκόμαστε, δηλώνουν με ένταση πόσο πολύ μισούν τη δουλειά τους και πόσο δεν αντέχουν το βράδυ της Κυριακής.
Σήμερα μου μιλάνε για τον λόγο που παραμένουν σε εργασιακά περιβάλλοντα τα οποία βρίσκουν προβληματικά και για το πώς φαντάζονται το μέλλον τους σε αυτά.
Θέλω να αλλάξω δουλειά, αλλά αυτήν τη στιγμή δεν με παίρνει να χάσω ούτε εκατό ευρώ. Θα συνεχίσω όσο πάει, αυτό το ξέρω και το ’χω αποδεχτεί. Θα δουλεύω και θα βρίζω. Τι να κάνεις, κάτσαμε στην εποχή, πρέπει να χορέψουμε.
Κωνσταντίνος, 36, ιδιωτικός υπάλληλος/consultant
Γιατί μένω στη δουλειά; Λοιπόν, κοίταξε. Όταν μπήκα στην ΑΣΟΕΕ ο σκοπός μου ήταν να κάνω μεταπτυχιακό σε κάποιον τομέα σχετικό με το private equity (ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια), να πάω στην Αγγλία και να γίνω σύμβουλος επενδύσεων. Προφανώς αυτό δεν έγινε. Ψάχνοντας δουλειά, στην αρχή αρχή δεν έβρισκα τίποτα κοντά στις σπουδές μου. Τα ’φερε η ζωή έτσι που από κει που ήμουν σε δουλειές χαμηλόμισθες με τεράστιους τίτλους –για παράδειγμα, δούλευα σε ξενοδοχείο και ο επίσημος τίτλος μου ήταν Hotel Finance Consultor, ενώ στην πραγματικότητα έπαιρνα 850 ευρώ και έκανα μέχρι και υποδοχή– βρέθηκα στην εταιρεία που είμαι τώρα. Για τη δουλειά που έχω σήμερα πέρασα έξι γύρους συνεντεύξεων, η διαδικασία κράτησε σχεδόν πέντε μήνες και ο καθαρός μισθός μου είναι 1.800 ευρώ. Αυτά τα λεφτά, όταν σπούδαζα, τα θεωρούσα λίγα για το είδος της εργασίας, τώρα που είδα τι γίνεται, τα θεωρώ αρκετά καλά. Από πού να ξεκινήσω; Από το ότι μου στέλνουν Viber στις έντεκα το βράδυ και περιμένουν να το δω; Ότι για να πάω διακοπές πέντε μέρες το καλοκαίρι πρέπει να κλείσω τα Χριστούγεννα και να πάρω άδεια από δύο departments που δεν έχουν άμεση επαφή μεταξύ τους και με στέλνουν το ένα στο άλλο; Ότι το management αγριοκοιτάζει τις συναναστροφές των εργαζομένων στη δουλειά, ενώ παράλληλα κάθε μήνα μάς οργανώνουν “εξόδους για bonding ομάδας”; Αν καθυστερήσω ν’ απαντήσω σε μέιλ, έχω πρόσκληση για συνάντηση με τον μάνατζέρ μου, να συζητήσουμε “τα εμπόδιά μου στο να γίνω η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου”. Δεν έχω επιλογή αυτήν τη στιγμή. Πληρώνω δόση αυτοκινήτου, θα ήθελα να αγοράσω κάποτε σπίτι γιατί μια ζωή οι δικοί μου μένανε στο νοίκι, η μάνα μου είναι ανασφάλιστη επειδή δούλευε μαύρα και πρέπει να είμαι προετοιμασμένος οικονομικά για τα γηρατειά των γονιών μου, αδέλφια δεν έχω να τσοντάρουμε ο ένας στη ζωή του άλλου. Κάθε μέρα σκέφτομαι να φύγω, έχω κάνει ένα σωρό συνεντεύξεις. Μου λένε “1.100-1.300 και μπόνους”, “δεν έχουμε το budget της εταιρείας σου, αλλά έχουμε άλλα benefits” και εννοούν ticket restaurant. Δουλειές υπάρχουν, έτσι ακούω, αλλά προφανώς εγώ δεν τις βρίσκω. Από παλιούς συμφοιτητές που μας λένε ότι βγάζουν τέσσερα και δέκα χιλιάρικα τον μήνα έχω δεχτεί προτάσεις να συνεργαστώ με την εταιρεία τους, αλλά τα λεφτά είναι εκεί που σου ’πα. Θέλω να αλλάξω δουλειά, αλλά αυτήν τη στιγμή δεν με παίρνει να χάσω ούτε εκατό ευρώ. Θα συνεχίσω όσο πάει, αυτό το ξέρω και το ’χω αποδεχτεί. Θα δουλεύω και θα βρίζω. Τι να κάνεις, κάτσαμε στην εποχή, πρέπει να χορέψουμε».
Μαρία, 28, σερβιτόρα
«Έχω τελειώσει Γραφιστική. Δουλεύω σε μπαρ τον χειμώνα και υποδοχή σε νησιά όταν ανοίγει η σεζόν. Η δική μου περίπτωση είναι απίστευτα κλασική. Έβγαζα περισσότερα λεφτά στο μαγαζί απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε δουλειά Γραφιστικής, ανέβαλλα το να βρω κάτι στο πτυχίο μου γιατί όποτε έψαχνα ήταν πάρα πολύ λίγα τα λεφτά και πάρα πολλά τα απλήρωτα καθήκοντα, έβγαζα και τα έξοδά μου με τα τιπς, οπότε απλώς το άφησα. Τώρα είμαι σε μια φάση που όσοι πληρώνουν νόμιμα μου δίνουν ίσα ίσα τον βασικό και “θα έχεις και τιπς”, ενώ απαιτούν σπαστό ωράριο και όσοι πληρώνουν μαύρα με αφήνουν, εννοείται, ανασφάλιστη και με παίρνουν όποτε να ’ναι. Παλιά δούλευα και ανασφάλιστη, τώρα όχι. Τέλος πάντων, με τα πολλά τώρα δουλεύω ασφαλισμένη σε καλό μαγαζί, σε καφετέρια με σταθερή πελατεία και επιτέλους καλό μισθό. Το πρόβλημά μου είναι αποκλειστικά και μόνο οι άλλοι εργαζόμενοι. Το συζήτησα με τους ιδιοκτήτες, ότι δεν συνεννοούμαστε, και είπαν ότι θα φέρουν κόσμο. Ο κόσμος που έφεραν είναι ένας τύπος πατημένος σαραντάρης που κάνει κόκα σ’ όλη τη βάρδια και πάει όπου να ’ναι τις παραγγελίες αν αποφασίσει να σηκωθεί από το “διάλειμμα”. Η μπουφετζού μας μόνο μπουφέ δεν κάνει, είναι μονίμως άρρωστη, μονίμως κάτι της τυχαίνει, πονάει η μέση της, η πλάτη της, έχει ημικρανία και είναι 20 χρονών η τύπα. Διαολοστέλνω κάθε μέρα; Διαολοστέλνω. Παίρνω ταξί τις μισές μέρες και χαλάω τα λεφτά μου γιατί ποτέ δεν σχολάω στο ωράριο; Παίρνω. Εννοείται με παίρνουν τηλέφωνο στα ρεπό μου να κάνω βάρδια γιατί “έχουμε κόσμο και δεν το περιμέναμε”, εννοείται το πρόγραμμα βγαίνει κάθε εβδομάδα και δεν είναι ποτέ σταθερό, οπότε ούτε να κανονίσω μπορώ, ούτε δραστηριότητες να βάλω στη ζωή μου. Θα φύγω; Τώρα τώρα δεν μπορώ. Δουλειά να βρω είναι εύκολο, αλλά εδώ παίρνω λεφτά, παίρνω τιπς, βγάζω έξοδα και βάζω στην άκρη. Να πάω πού και να κάνω τι; Σκέφτομαι να κάνω πωλήσεις σε καπνικά είδη, αλλά, πάλι, απομακρύνομαι από το πτυχίο, που κάποια στιγμή θα ήθελα να το χρησιμοποιήσω. Προς το παρόν, γκρινιάζω στη μάνα μου, γκρινιάζω στις φίλες μου και κοιτάω όσο μπορώ αγγελίες και μεταπτυχιακά. Αλλά, ναι, resenteeism, όπως είπες. Στα ελληνικά το λέμε “να πάτε όλοι στο διάολο”».
Βίκυ, δικηγόρος, 29
«Παίρνω 960 καθαρά και κάνω υπερχρεωμένα νοικοκυριά σε σχετικό γραφείο. Δεν πρέπει να υπάρχει χειρότερη δουλειά απ’ αυτή, οι νεκροθάφτες τουλάχιστον δουλεύουν με ησυχία στο γραφείο τους. Εγώ ακούω οδυρμό και κλάμα κάθε μέρα, μόνο τους συμβολισμούς του πένθους που δεν έχει. Είναι πάρα πολύ δύσκολη δουλειά, είναι λίγα τα χρήματα και πολύ δύσκολος ο δικηγόρος για τον οποίο δουλεύω. Στη δική μου περίπτωση, δυσκολεύομαι να βρω κάτι γιατί δεν έχω μεταπτυχιακό και προτιμώ το γράψιμο και την “από πίσω δουλειά” απ’ την παράσταση στο δικαστήριο. Σκέφτομαι να δουλέψω σέρβις, πιο πολλά βγάζουν. Το καλοκαίρι μού έγινε πρόταση από μια ΜΚΟ για 850 ευρώ, τετραήμερο οκτάωρο. Φαντάσου, δέχτηκα. Το πήρα πίσω όταν άλλαξαν γνώμη και μου είπαν να δουλεύω 850 μπλοκάκι. Καθαρά είναι δεν είναι 700, και χωρίς δώρο. Αν ήμουν μισθωτή με 850 σε τετραήμερο, θα έλεγα ναι, πάντως. Πιστεύω ότι ο μόνος τρόπος να βγάλω περισσότερα στην Αθήνα είναι ή ν’ ανοίξω γραφείο ή να κάνω μεταπτυχιακό στο τραπεζικό και να πάω σε σχετικό γραφείο. Αλλιώς, θα έπρεπε να πάω έξω, που το θέλω, αλλά δεν μπορώ. Θέλει σχέδιο, πλάνο, αναζήτηση εργασίας και χώρας διαμονής και απλώς είμαι πτώμα. Πάω σπίτι, πέφτω και κοιμάμαι, ξυπνάω, πάω γραφείο. Θα τη βρω την άκρη, το ξέρω, απλώς αυτήν τη στιγμή νιώθω πνιγμένη. Έχω ξεχάσει πώς είναι να ξυπνάς και να μη θες να κάνεις εμετό απ’ το άγχος. Αυτό είναι για μένα το χειρότερο. Είχα εντελώς άλλη εικόνα για το τι σημαίνει “είμαι δικηγόρος”. Δεν έχει σημασία τι πίστευα, σημασία έχει ότι τώρα δεν πιστεύω τίποτα σχετικό πια. Το καλό είναι ότι κάποια στιγμή κάτι θα πρέπει να κάνω, δεν γίνεται να ζήσω έτσι πολύ ακόμη».
Άγγελος, 27, υπάλληλος σε γκαλερί
«Αυτήν τη στιγμή κάνω τη δουλειά των ονείρων μου, απλώς δεν την αντέχω. Ο ρόλος μου είναι να υποδέχομαι καλλιτέχνες σε μια γκαλερί, να συμβάλλω στο πώς θα στηθεί το έργο τους, να κρατάω ευχαριστημένους και αυτούς και την αφεντικίνα. Παράλληλα, υποδέχομαι πελάτες, όταν βλέπω ότι κάποιος ενδιαφέρεται είμαι διαθέσιμος για ερωτήσεις, εκπροσωπώ την γκαλερί σε events, είμαι ο τύπος από τον οποίο ο κόσμος ζητάει πληροφορίες για τους καλλιτέχνες και το κόστος των έργων. Το μόνο θέμα είναι ότι δουλεύω δώδεκα ώρες τη μέρα, από τις 9 το πρωί ως τις 9 το βράδυ, σχεδόν κάθε μέρα. Δεν δουλεύω μόνο όταν είναι ανοιχτή η γκαλερί· στέλνω μέιλ, κανονίζω τις παραγγελίες και τις αποστολές. Κάνω διαχείριση social media, προωθήσεις, διαφημίσεις – κατάλαβες, όλα. Στην αρχή έλεγα, “δεν πειράζει, όλα καλά, αποκτώ εμπειρία”. Τώρα, μετά από ενάμιση χρόνο, λέω ότι ευτυχώς έχω να δίνω υλικό σε όλα τα “TYN: εργοδότες και πελάτες” του Ιnstagram. Η αφεντικίνα μου καμιά φορά με παίρνει στο γραφείο της και μου λέει “σε παιδεύω ε; Ε, άμα δεν παιδευτείς πώς θα γίνει”. Δεν ξέρω ποιο είναι το επόμενο βήμα. Έχω ψάξει δουλειές στον χώρο της τέχνης, αλλά οι περισσότερες είναι internships. Σκέφτομαι τη διαχείριση Airbnb και θα μου άρεσε να είμαι σύμβουλος τέχνης σε ξενοδοχεία. Κυρίως, όμως, θα μου άρεσε να κάνω μια δουλειά απ’ αυτές που σχολάς και μετά έχεις ζωή».