Θυμάμαι τα μάτια σου να γεμίζουν εικόνες.
Όλα εκείνα τα απογεύματα που το πίσω δωμάτιο ήταν η ζωή μας.
Δεν είχαμε τίποτα. Ένα κρεβάτι, ένα γραφείο και ένα πικ απ. Και πολλές κασέτες με τα όμορφα γράμματα που έκανες.
Ξέραμε πως εκείνος ο χειμώνας θα ήταν ήσυχος. Διαβάζαμε για τα πάντα και κάναμε σχέδια μέσα από σελίδες, σημειώνοντας πάνω τους σαν να ταν χάρτης.
Κάθε πρωί πηγαίναμε για καφέ με το λεωφορείο των 11:30 και όταν το χάναμε κάναμε ώτο στοπ. Με αυτοκίνητα μέσα σε χωματόδρομους, ανάμεσα σε χωράφια που ζήσαμε τα πιο πολλά μας καλοκαίρια, δουλεύοντας και μαζεύοντας λεφτά σε μεροκάματα. Κάτω από εκείνες τις ροδακινιές, ακουγόμασταν σαν εξωγήινοι, ψιθυρίζοντας προορισμούς και τραγούδια.
Παρασκευή μεσημέρι, στην κεντρική πλατεία. Στο περίπτερο του κύριου Στέργιου. Η Ρούλα Κορομηλά σε ένα post modern εξώφυλλο, και εσύ θυμωμένος με μένα. Μου αγόρασες το περιοδικό και το απόγευμα το πέρασα στο δωμάτιο των γονιών μου γιατί είχαμε φιλοξενούμενους.
Νομίζαμε πως κάτι θα γίνει τελευταία στιγμή και θα βρεθούμε στον Βόλο να γνωρίσουμε την Ολια Λαζαρίδου και τον Κωνσταντίνο Βήτα.
Με έναν περίεργο τρόπο η ζωή μας πέρασε στις σελίδες των περιοδικών και σε πράγματα που τότε αγαπούσαμε. Ζούσαμε σε αυτά που διαβάζαμε γιατί είμασταν πολύ μακριά για να τα συναντήσουμε, μα κάπως γινόταν και είμασταν ένα με αυτά. Ξεχωρίζαμε αυτά που άλλοι προτείναν και έτσι περπατούσαμε παράλληλα με αυτούς που εκτιμούσαμε.
Μετά με κάποιους από αυτούς γνωριστήκαμε, κάποιοι γίναμε φίλοι, μοιραστήκαμε φαγητό, δωμάτια και κρεβάτια μιλώντας για τα τραγούδια που ντρεπόμαστε να αγαπάμε.
Ηρθαν και άλλοι φίλοι, μεγαλώσαμε λίγο ακόμη και σιγά σιγά ζούσαμε αυτά που τότε είχαμε κρατήσει σαν σημειώσεις στα μπλοκάκια μας ή σαν αποκόμματα κολλημένα στον τοίχο, όταν είχαν καμμιά φωτογραφία που μας άρεσε. Τα πιο ωραία μέρη στη Θεσσαλονίκη, οι Στέρεο Νόβα παντού, και τα χρυσάνθεμα του Κωνσταντίνου Βήτα έξω από το σπίτι της Λένα Πλάτωνος. Η Αθήνα ήταν πια εύκολη για μας και έτσι περνούσαμε τα βράδυα χορεύοντας στα club με ανθρώπους που γνωρίζαμε εύκολα γιατί μοιάζαν τα ρούχα μας. Ο νέος ηλεκτρονικός ήχος από την μια, και όλη αυτή η indie pop από την άλλη που είχε κολλήσει πάνω μας μια ολόκληρη δεκαετία.
Μετά περιμέναμε να ξημερώσει στις πλατείες, μεγάλες παρέες με παιδιά που δεν θα βλέπαμε ξανά.
Κάποιοι αλλάξαν μαλλιά και στυλ αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να χωρέσουμε σε κάτι κοινό. Κάποιοι έφυγαν με έναν μεγάλο έρωτα αγκαλιά και γύρισαν τον κόσμο, κάποιοι έφτασαν εκεί που ήθελαν και κάποιοι ακόμη προσπαθούν.
Είχαμε πει θα πάμε μαζί στην Κωνσταντινούπολη σαν άγνωστοι να ψάξουμε την πόλη. Εγώ από μια ανοησιά πήγα χωρίς εσένα και προσπαθώντας να σώσω το λάθος που εκεί έκανα, έψαχνα μόνος τους δρόμους που βλέπαμε στα μάτια της Ντεμέτ Ντενίρ. Το τεύχος λεγόταν όμορφος πλανήτης και είχα κρατήσει το απόκομμα για τον μεγάλο έρωτα των αλμπατρος.
Και έτσι το πρώτο μας ταξίδι ήταν καλοκαίρι. Μια αλήθεια που ποτέ δεν είχε γίνει λέξη, κόντεψε να διαλύσει τα πάντα, μα η μοναξιά έφερε την αλήθεια μπροστά μας και έσβησε τον εγωισμό. Ήρθαν και άλλα ταξίδια, αγκαλιές, φιλιά και εξομολογήσεις. Νύχτες σε κτελ, παραλίες, άδειους δρόμους, σινεμά, κακόφημες γειτονιές και μπροστά από την τηλεόραση.
Το big brother έφτασε στην Ελλάδα και εκείνη η πρωτοχρονία δεν θύμιζε τίποτα από αυτές που ζήσαμε πριν. Οι ζωές των ανθρώπων γεμίζαν τις τηλεοπτικές ώρες με έναν τρόπο καινούργιο, στενάχωρο. Όλη η δίψα για λάμψη που σύντομα θα χανόταν, σαν ένα χαμόγελο πριν την αλήθεια. Αρχίσαν να αλλάζουν τα πράγματα σαν μην τα προλαβαίνουμε και καμμιά φορά ήταν σαν να τρέχουμε από πίσω. Χάσαμε ανθρώπους και κλάψαμε για άλλους που δεν είχαμε γνωρίσει μα αγαπήσαμε γιατί μας κάναν συντροφία, Γνωρίσαμε αγόρια που ντύνονταν κορίτσια, χαρήκαμε με επιτυχίες φίλων, είδαμε ανθρώπους που θαυμάζαμε και γλεντήσαμε με πράγματα που κοροιδεύαμε ή κάποτε δεν δίναμε σημασία. Μάθαμε να αγαπάμε περισσότερο και να δεχόμαστε την αλήθεια των άλλων. Μέσα από ανθρώπους απλούς, λαικούς, κοσμικούς ή διάσημους βρήκαμε ένα κέντρο σταθερό και κατανόηση.
Για μια ολόκληρη χρονιά το δώρο σου για όλους ήταν το ΝΑΙ της Μ. Καραπάνου.
Εσύ πήγες τελικά στο Παρίσι και μου έφερες δώρα και κάρτες, εγώ πήγα σε ένα έργο της Σάρα Κέιν και σου είπα ότι είμαι πιο μόνος από ποτέ.
Μου είπες όλα έχουν την ομορφιά τους αρκεί να έχεις αγάπη.
Και μετά έφυγες, γιατί πάντα κάτι λείπει και έπρεπε όλα αυτά να βγουν αληθινά. Και εγώ αλλάζω σπίτια και σε περιμένω κάθε φόρα να έρθεις να μας βρει το πρωί και να μην έχουμε ακόμη πει τίποτα από όσα θέλουμε. Να μείνει μέσα μας κάτι σταθερό, μήπως και βρούμε που θα ζήσουμε.
Κράτησα την ανάσα μου να ακούσω τα ήσυχα λόγια του, σχεδόν τραγουδιστά, για μια ολόκληρη ζωή, και σε θυμήθηκα.
Σπύρος Στάβερης - "ένας κόσμος χωρίς περιθώρια"
4/11/2011 - 4/12/2011
Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης
Aποθήκη Α, 1ος όροφος, Λιμάνι Θεσσαλονίκης
Aποθήκη Α, 1ος όροφος, Λιμάνι Θεσσαλονίκης
σχόλια