Ό,τι έπαθα στην εφηβεία μου ακούγοντας τα τραγούδια του Σαββόπουλου -εκείνο το ζωογόνο αλάφιασμα, ο συγκλονισμός, τόσο διαφορετικό ένα πράγμα και τόσο ευπρόσδεκτο- το έπαθα ως δυο και τρεις φορές έφηβη όταν άκουσα Θανάση Παπακωνσταντίνου. Τι τραγούδια είναι αυτά, σκέφτηκα, από πού μας έρχεται μια τέτοια πανδαισία! Οι στίχοι του μαχαιράκια που κεντάνε, αστραφτεροί και χθόνιοι, φοβιστικοί και παιχνιδιάρικοι, ικανοί να σε τινάξουν πέρα, να ψάχνεσαι, ή πάλι να κοιτιέσαι με τον εαυτό σου σαν τώρα να μαθαίνεις τη ζωή. Γιατί κατέχει το μυστικό ο Θανάσης κι έχει όλη τη φυσική άνεση και τη γενναιοδωρία να δείχνει στους ανθρώπους αυτό που κουβαλούν ισόβια και σπάνια το βλέπουν: την ψυχή τους. Διαβάζει τη μέσα αντάρα μας και τη μεταγράφει, όλα τα άπιαστα και ακατάλυτα, και είτε θεός τον συντρέχει σ’ αυτό είτε διάβολος είτε δεν ξέρω ποιος ευφυής αλήτης, ευλογημένος να ’ναι.
Ευλογημένες και οι χοϊκές καταβολές του βέβαια, ό,τι πιο μυστηριακό εν τέλει, δηλωτικό και ανεξιχνίαστο στη δημιουργική του παλαίστρα. Είναι αστέρι ο άνθρωπος, κανονικό ορυχείο. Κάθε φορά που ακούω ένα τραγούδι του με πιάνει μια γλυκιά φρικίαση μέσ’ από κείνα τα ζαλιστικά όργανα που σου ρουφάνε το μυαλό, τα μινυρίσματα, τα γαβγητά, τους γόους, τα εμπαιχτικά τσαλίμια. Τι άλλο μας ετοιμάζει, λέω, αυτός; Πού το πάει; Από πού θα μας τη φέρει πάλι;
Παίζει με το κεφαλάκι μας; Και περιμένω το επόμενο ωσάν να περιμένω κώνειο, που θα το ευχαριστηθώ.
Προσωπικά, δεν γνωριζόμαστε, μα, πάντως, αδερφέ Θανάση, άμα πεθάνω πρώτη -και θα ’μαστε ακόμα νέοι, μην ανησυχείς, γιατί την ηλικία μας τη γράφουμε, αλλά δεν την πιστεύουμε-, θέλω να έρθεις με όλη τη μέσα συνοδεία σου και να μου τραγουδήσεις εκείνο το τραγούδι όπου «το πιο γλυκό βιολί το παίζει...» ξέρεις ποιος˙ τα παιδιά τον λένε -ά-ατο.
σχόλια