Θάσος - Διήγημα του Κοσμά Ι. Χαρπαντίδη.

Θάσος - Διήγημα του Κοσμά Ι. Χαρπαντίδη. Facebook Twitter
0

Xειρουργήθηκε στο στομάχι πριν από επτά ημέρες. Δύσκολη η επέμβαση, κυρίως επειδή είχε πατήσει τα 86 του χρόνια. Πήγα να τον πάρω με το αυτοκίνητο. Ήταν όρθιος, αδύνατος, αδύναμος κι αγέρωχος. Περπάτησε, παρά το γεγονός ότι ήταν φρεσκοεγχειρισμένος, κι έδειχνε να πεισμώνει με τη ζωή που του έκανε νεύματα αποχαιρετισμού, ενώ σπαρταρούσε έξω το καλοκαιρινό φως κι όλοι έτρεχαν στις ακτές, ελπίζοντας σε αναψυχή.

Το ταξίδι τού φάνηκε μακρύ και στο μέσο της διαδρομής μού ζήτησε να σταματήσω σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό για να φάμε ψάρι. Αν και απόρησα με την τόλμη του να φάει (μέχρι τότε μόνο χυλούς και υγρά κατανάλωνε), του έκανα το χατίρι και σταμάτησα σε μια από εκείνες τις ψαροταβέρνες της ηπειρωτικής ακτογραμμής δίπλα στο κύμα, τίγκα στο πλαστικό και τη φωνασκία. Όμως η θάλασσα ήταν καθαρό χρυσάφι, έλαμπε. Στο βάθος διαγραφόταν ο όγκος ενός νησιού, εξαϋλωμένος μέσα στο λιοπύρι του Ιουλίου. «Σαν να είμαστε σε νησί», μου έγνεψε με την πλάτη στραμμένη στη θέα της ξεριάς.

Κι άρχισε να μου εξηγεί ότι στα όνειρά του έβλεπε να ταξιδεύει σε νησιά καλοκαιρινά και να κολυμπά σε καταπράσινες θάλασσες, μέσα στη σιγαλιά της φύσης και στον ήχο των τζιτζικιών. Κι αυτό, παρά το ότι η δική του γενιά δεν έμαθε να ταξιδεύει και να κάνει διακοπές σε νησιά.

«Όνειρο αταξίδευτο παρέμεινε για μένα το ελληνικό αρχιπέλαγος, παρά το γεγονός ότι όργωσα την ηπειρωτική Ελλάδα. Βουνίσιος ήμουν».

Παραγγείλαμε ψάρι. Από τα πιο ακριβά, για να μην μπερδευτεί με τ’ αγκάθια. Ήταν φρέσκο και καλά ψημένο. Έφαγε δυο-τρεις μπουκιές μόνο, το άλλο το άφησε, αηδιασμένος. «Δεν κατεβαίνει», μου είπε. Επέμεινα να συνεχίσει να τρώει, αλλά το βλέμμα του, άδειο, χανόταν στο εξαϋλωμένο νησί του ορίζοντα. Υπερίπτατο. Έκανα πως δεν καταλαβαίνω και τσιμπούσα απ’ το πιάτο του, που όσο και να έτρωγα έμενε απελπιστικά γεμάτο. Είχε αδυνατίσει. Οι φλέβες διακρίνονταν παντού. Η φωνή του κόπηκε κι έβγαινε με το ζόρι. Δεν ήταν ο δυνατός και βροντερός άντρας που ήξερα.

«Πώς να πας σε νησιά στα χρόνια μου; Το ταξίδι ήταν μια περιπέτεια από δω πάνω, μ’ έπιανε κι η θάλασσα».

«Φοβάται τη ζωή όποιος φοβάται τη θάλασσα», του είπα, ξεπατικώνοντας έναν συγγραφέα, χωρίς να θυμάμαι ποιον.

Κούνησε το κεφάλι με νόημα. Με προέτρεψε να χαρώ τα νησιά με τα παιδιά μου και να μην τους στερήσω την εμπειρία αυτή. Ο ήλιος με τύφλωνε, όταν τον βοήθησα να σηκωθεί. Περπατούσε με το ζόρι. Τα παιδιά στην παραλία ξεφώνιζαν, παραδομένα στο κολύμπι και το παιχνίδι. Οι φωνές τον ενοχλούσαν.

«Πες ότι πήγαμε σε νησί, πες ότι ήταν νησί και φάγαμε παρέα ψάρι».

Το τελευταίο του νησί. Το τελευταίο του ψάρι κι η μια γουλιά ούζο. Πριν ξεκινήσω πήγα στην τουαλέτα και σκούπισα λίγα δάκρυα.

Διάφορα
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ