Ζούμε σε μικρά λευκά σπίτια που ρίχνουν τις σκιές τους στον ακάλυπτο. Ζούμε σε πόλεις που δεν μας έχουν αγαπήσει, σε χωριά που θέλουμε να παρατήσουμε οριστικά. Δίνουμε το τοπικό μας στίγμα με μοίρες, βολεύει καλύτερα να το ρίξουμε στις Μοίρες, αποφύγουμε έτσι την δική μας ευθύνη. Κρατιόμαστε από τους δείκτες ενός ρολογιού που στρέφεται εναντίον μας, μαθαίνουμε να συμφιλιωνόμαστε με τον χρόνο γιατί δεν μπορούμε να τον νικήσουμε. Χαράζουμε στην γη μεσημβρινούς για να ορίσουμε τις χρονικές αποστάσεις, ξεχνάμε ότι η Αθήνα δεν έχει διαφορά δύο ωρών από το Λονδίνο, αλλά την ίδια ώρα με την Πρετόρια. Μπαίνουμε με ορμή στα χρόνια για να γράψουμε μία ακόμα ιστορία, φεύγουμε και η ιστορία μένει πάντα στην μέση, σβήνουν τα κεφάλαια από την πιο ισχυρή κραυγή του χρόνου, την λήθη.
Κι όμως συνεχίζουμε, συνειδητά ή υπνωτισμένοι, κρατιόμαστε από ένα θαύμα που νομίζουμε ότι συνεχώς βλέπουμε μπροστά μας. Το ονομάζουμε βράδυ με αλκοόλ στο ημίφως, στήνουμε στα γρήγορα μια σκηνή με φίλους που έρχονται από τα παλιά, ζεσταινόμαστε από μουσικές που μας επιτρέπουν να κλείνουμε τα μάτια και φανταζόμαστε ότι μάθαμε επιτέλους να μη λυγίζουμε. Ξεχνάμε για λίγο όσα μας κρατάνε χωρίς να έχουμε επιλέξει, την ευθύνη που μετριέται σε νούμερα, το πένθος που μετριέται σε σώματα. Ύστερα φωτίζουμε στα κλεφτά όσα αντέχουμε να αντικρύσουμε, μια φωτογραφία από την εποχή της μεγάλης ξεγνοιασιάς, μια θάλασσα από την εποχή της άφοβης βουτιάς, ένα ταξίδι σε χρόνο αόριστο, έναν χωρισμό σε τόπο οριστικό.
Τώρα αφηνόμαστε. Κι αυτό δεν το λέμε θαύμα, το λέμε ενηλικίωση.
σχόλια