είσαι ο πρώτος που μου πρότεινες έρωτα
η πρότασή σου με αναστατώνει
νιώθω ακατάλληλος
για τρυφερότητα
ώς τώρα χτυπιόμουν από τοίχο σε τοίχο
συνήθισα σε ψίχουλα και παρακάλια
πές το μαζοχισμό,
πές το όπως θέλεις,
νιώθω
ακατάλληλος για τρυφερότητα
εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;
νύχτα, χάρισέ μου ένα κορμί
να χορτάσω κι απόψε την έξαψή μου,
να σκοτώσω κι απόψε την απόγνωσή μου,
δεν τα αντέχω πιά αυτά τα δρομολόγια,
αυτόν τον παιδεμό πίσω από τα ξένα ίχνη
νύχτα, χάρισέ μου ένα κορμί,
δεν εξετάζω αν το στήθος είναι όμορφο,
αν τα μπράτσα είναι ψημένα στη δουλειά,
ούτε και νοιάζομαι για των ματιών το χρώμα,
όνομα, επάγγελμα και ηλικία
νύχτα, χάρισέ μου ένα κορμί
έστω και για μισή ώρα, για ένα δεκάλεπτο·
σου τάζω πρώτα πρώτα το κορμί μου
σου τάζω το μέλλον μου
σου τάζω κάτι περισσότερο: την ψυχή μου
χάρισέ μου ένα κορμί
Ένας ωραίος άντρακλας μου έφερε ένα τετράδιο με στίχους τραγουδιών του.
Σε κάποιο απ' αυτά, απευθύνονταν «σ' έναν ποιητή ομοφυλόφιλο» και τού 'λεγε πως ευχαρίστως θα του ξέσκιζε τον κώλο, αν έτσι τον βοηθούσε να γράψει ένα ποίημα.
Πήρα μολύβι και σημείωσα από κάτω:
«Γελιέστε αν νομίζετε πως έτσι γράφονται τα ποιήματα.
Το ποίημα δεν βγαίνει από το ξέσκισμα του κώλου,
αλλά από το ξέσκισμα της ψυχής»
Σα στολισμένο σαλονάκι το Βαρδάρι υποδέχεται κάθε βράδυ τα φαντάρια του, και σαν τις οικοδέσποινες οι αδελφές τα φιλεύουν κουνήματα και χαρτζιλίκια.
Μοναχικοί τύποι περιφέρονται στα πέριξ, μέχρι που το παίρνουν απόφαση και βολεύονται κατά τα γνωστά.
Από τις βόρειες συνοικίες τα λεωφορεία κατεβάζουν λογιώ λογιώ παίδαρους και μαγκάκια, μαθητές του καράτε, μουτζούρηδες και εργατοτεχνίτες, που σπουδάζουν σε νυχτερινές σχολές.
Όλη τους η ψυχαγωγία: ποδοσφαιράκια κι αυνανιστήρια.
Το βραδυνό τους: μιά μπουγάτσα και γάλα.
Στις κυριακάτικες κριτικές για το ποδόσφαιρο,
το «μαλάκα» παίρνει και δίνει σε όλους τους τόνους.
Καροτσάκια με λαθραίες κασέτες διαφημίζουν Αγγελόπουλο και Καζαντζίδη. ΥΠΑΡΧΩ διαβάζεις σε τρίκυκλα και μπλουζάκια.
Από τα τέσσερα ύποπτα σινεμά, τα τρία πέρασαν ήδη
στη λογοτεχνία και τώρα έχουν σειρά τα πατσατζίδικα.
Τα μπάρ ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια, κρατώντας όσο μπορούν την παράδοση του Βαρδάρι. Σέρβοι τουρίστες γδύνουν τα ετοιματζίδικα, και κιτρινόμαυρες φυλές απ' την Ασία τρελαίνονται για τσόντες και πορνό.
Μέσα σ' αυτή την τοιχογραφία, κάπου θα πάρει το μάτι σας και μένα, να στέκομαι σε μιά άκρη ακίνητος, παίζοντας με το κομπολόι των παθών μου.
Το '50 τό λέγαν μινέτο. Ήταν μιά λέξη που έφερνε στο νού παραλυσίες ευρωπαϊκού τύπου.
Η ηθική μου φρικιούσε και μόνο στο άκουσμά της. Οι παθητικοί το απέφευγαν γιατί το έβρισκαν λίγο εξευτελιστικό· οι ενεργητικοί το αποστρέφονταν γιατί υπέσκαπτε τον αντρισμό τους. Κυριαρχούσε ακόμη ο βιασμός.
Το '60 τό λέγαν τσιμπούκι —μιά παραπειστική επιστροφή σε οθωμανικές ακολασίες. Οι αδερφές άρχισαν να το δέχονται σαν ένα νόστιμο μεζελίκι, και τα τεκνά ένιωθαν πιό πολύ άντρες όταν κανείς γονάτιζε μπροστά τους. Το χάλασμα είχε αρχίσει, μόνο που δε φαινόταν ακόμα.
Το '70 τό λέγαν πίπα. Αν το τσιμπούκι γινόταν απ' το περίσσευμα, η πίπα πλέον βόλευε το υστέρημα. Χάθηκαν οι κολομπαράδες, χιλιάδες μπάμιες μπέρδεψαν με το αλληλογλείψιμο τους ρόλους.
Ποιος ξέρει τί θ' ακούσουμε ακόμα, τί νέα ονόματα θα υποδυθεί η αναπηρία.
Ο Θανάσης βάζει λεφτά στο ταμιευτήριο, έχει κιόλας στην μπάντα τριακόσιες χιλιάδες δραχμές. Του λέω πως ο τιμάριθμος τρέχει με 18%, ο τόκος είναι 13%, άρα τον κλέβουν 5%.
Ο Θανάσης δε σκαμπάζει από τέτοια, μ' ακούει καπνίζοντας το τσιγάρο του και χαίρεται που έχει λίγα χρήματα για ώρα ανάγκης.
Κι εγώ καταθέτω στους φίλους μου την αγάπη μου.
Κι όμως, γιατί το κορμί μου εισπράττει λιγότερα απ' όσα καταθέτει η ψυχή μου; Κι ο τόκος της λατρείας μου ποιο έλλειμμά μου να πρωτοκαλύψει;
Πέφτω απ' τα σύννεφα όταν χρειαστώ λίγη στοργή: η τρυφερότητα που είχα καταθέσει, έχει από καιρό εξαφανιστεί.
Θανάση, εσένα σε κλέβει το κράτος, εμένα ποιος;
Μή βάζεις, σε παρακαλώ, αρώματα.
Μου αρέσει η μυρωδιά του κορμιού σου.
Πιό όμορφο άρωμα απ' τον ιδρώτα σου δεν έχει.
Θέλω να γεύομαι την αλμύρα του στήθους σου,
να ρουφώ τη μοσκοβολιά της μασχάλης σου,
να μουσκεύω στην υγρασία των σκελιών σου.
Μή βάζεις, σε παρακαλώ, αρώματα.
Γιατί βιάζεσαι να ξεχάσεις το χωριό και το μηχανουργείο;
Τί τα θέλεις εσύ αυτά τα μοσχοσάπουνα;
Θα σου χαλάσουν ύπουλα τον ανδρισμό σου.
Μή βάζεις, σε παρακαλώ, αρώματα.
Μέσα σε χίλιους φλώρους
είδα κι έπαθα να βρω έναν άντρα.
Μείνε αυτό που είσαι:
ένα αχάλαστο λαϊκό παιδί.
σαν τους αριστερούς σας αγαπώ, αδέλφια μου·
κι αυτοί κι εμείς διαρκώς κατατρεγμένοι:
αυτοί για το ψωμί —εμείς για το κορμί,
αυτοί για λευτεριά —εμείς για έρωτα,
για μια ζωή δίχως φόβο και χλεύη
σαν τους αριστερούς σας αγαπώ, αδέλφια μου,
παρόλο που κι αυτοί μας κατατρέχουν
η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγείς
πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες
αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι
αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει
η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται —ένας την πληρώνει
Πεζά Ποίηματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου
φωτό: Wolfgang Tillmans
σχόλια