Με πιάνει κατάθλιψη κάθε φορά που θυμάμαι «πώς» ζητούσα δουλειά 18 χρόνια πίσω.
Πάντα αβέβαιη, πάντα τρέμοντας το «όχι», πάντα σίγουρη πώς «κάτι» μου λείπει, πάντα οικτίροντας ή βρίζοντας τον εαυτό μου μετά το τέλος μίας συνέντευξης.
«Ξύλο» ατέλειωτο.
Γιατί δεν με είχα «πουλήσει» λίγο καλύτερα; Γιατί δεν έλεγα πολλά; Γιατί τόση ευγένεια με γενναίες προοπτικές τρεμούλας; Γιατί τόσος φόβος να χαμογελάσω (κανονικά, όχι πανικόβλητα) να σπάσει ο πάγος, όπως συνιστούν τα καλά «πιλάφια» - οδηγοί ευρέσεως εργασίας;
Η ατάκα – θάνατος στην παπαρόβια ψαρωτική ερώτηση του υποψήφιου εργοδότη ερχόταν ως επιφοίτηση 48 ώρες μετά, την ώρα που – ας πούμε – καθάριζα την άμμο του γάτου. Πάντα έμενα από... κέρματα – και επιχειρήματα της προκοπής τη λάθος στιγμή, αιωνίως καταριόμουν την ανόητη ανατροφή που μισούσε τα πολλά «εγώ» στις διατυπώσεις. Είτε ήταν να δουλέψω σε εφημερίδα είτε σε πλανόδιο φυστικάδικο, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.
Τέλος πάντων, για πολλά χρόνια, για να πείσω ακόμη και ένα 5χρονο να με προσλάβει, έπρεπε να βρεθώ μπροστά σ' έναν υπολογιστή – ή σε μία γούρνα γεμάτη πιάτα – για να πείσω ότι αξίζω τα (όποια) λεφτά μου. (Το ότι ποτέ δεν ρωτούσα το «ποσόν», ας μη θεωρηθεί κατάλοιπο συγγένειας με τη Μπλανς Ντιμπουά. Απλώς, η καλοσύνη των ξένων με τρόμαζε λιγότερο από το «κάτι» που ένοιωθα να μου λείπει. Εμπειρία, κυρίως).
Ξαφνικά, ανάταση. Τι είχε συμβεί; Γιατί εμείς θυμίζαμε καλο-αυγωμένα κουλουράκια στο ταψί; Γιατί μας χρειάστηκαν τόσα χρόνια και κανά δυο γενναίες περίοδοι τρελής ανεργίας για να σκίσουμε τη γάτα; Γιατί ο επιβιωτικός συναγερμός μας χτύπησε τόσο αργά; Γιατί ανεχθήκαμε τόσους ψωραλέους να σκίζουν τις δουλειές μας, δουλειές που αγαπούσαμε, αλλά να μας κρατάνε; Επιτέλους πια, στα τσακίδια τόση μετριοφροσύνη! Ο χούλιγκαν μέσα μου πανηγύριζε.
Όλα αυτά, το μακρινό κι αθώο (;) '98, που οι εφημερίδες άνοιγαν κι έκλειναν με ευκολία συσκευασίας ΤΕTRAPAK και οι εκδότες (και άλλοι σοβαροί επιχειρηματίες) είχαν τόσο πάθος στο μάτι, όσο κι ένα στρουμφάκι που ροκανίζει μούρα κάτω από ένα μανιτάρι.
Με λίγα λόγια, σε μια εποχή που φαινόταν εύκολο να πουλήσεις αέρα κοπανιστό (σικέ προϋπηρεσία, «πέτσινα» πτυχία και ανύπαρκτες λουσάτες γνωριμίες) και να δρέψεις τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, τουλάχιστον, έστω και σε bonsai συσκευασία. Και αυτό, όχι μόνο στις εκδόσεις και στον Τύπο. Αυτό, γενικότερα. Υπήρχε μια ανοχή στα φούμαρα και στους γεννημένους διευθυντές, στο ύφος και στις «τσου-τσου» συμπεριφορές.
Και μετά, ήρθαν χρόνοι δύσκολοι και καιροί λυσσασμένοι, Καστελόριζα, λουκέτα και αυτοκτονίες, στοίβες από απελπισμένα «όσο – όσο» (πάρε με) βιογραφικά, 480 ευρώ για φουλ 8ώρο (συν Σαββατοκύριακα και υπερωρίες) κι άμα σ' αρέσει, αγριότητες γενικώς και εργασιακά σακατιλίκια και λιτός βίος.
Μέχρι που, (ψευτο)ανέκαμψε το lifestyle, σιωπηλά ξαναπήρε κεφάλι το (φτωχο)celebrity στοιχείο και ξεφύτρωσε μια ολοκαίνουργια γενιά, μία στρατιά «εργατικού δυναμικού» πολύ Κόναν, τίγκα στην πρωτεΐνη και την επαναστατική γυμναστική.
Σαν κάτι να άλλαξε – έτσι φαινόταν από μακριά -, πολλή αυτοπεποίθηση (πολλή!) στο μάτι και θράσος στα χείλη και – Δόξα τω Θεώ – τα 20χρονα της Παντείου και της Φιλοσοφικής δεν έμοιαζαν καθόλου με εμάς.
«- Πόσα;», ρώτησε το ένα. «Και για πόσες ώρες;».
«- Τόσα. Έχεις ξαναδουλέψει;»
«- Ναι, δεν είμαι δόκιμος»
«- Ok. Που;»
«- Εδώ κι εκεί κι απέναντι και παραπέρα. Και θέλω bonus, όταν κάτι που κάνω εγώ πάει καλά».
«- Αυτό δεν παίζει».
«- Καλά. Αλλά μπορώ 6άωρο. Και μία φορά την εβδομάδα θα λείπω».
«- Θα το συνεννοούμαστε, αλλά, είμαστε ok, νομίζω».
«- Θα το σκεφτώ και θα σας απαντήσω».
Ξαφνικά, ανάταση. Τι είχε συμβεί; Γιατί εμείς θυμίζαμε καλο-αυγομένα κουλουράκια στο ταψί; Γιατί μας χρειάστηκαν τόσα χρόνια και κανά δυο γενναίες περίοδοι τρελής ανεργίας για να σκίσουμε τη γάτα; Γιατί ο επιβιωτικός συναγερμός μας χτύπησε τόσο αργά; Γιατί ανεχθήκαμε τόσους ψωραλέους να σκίζουν τις δουλειές μας, δουλειές που αγαπούσαμε, αλλά να μας κρατάνε; Επιτέλους πια, στα τσακίδια τόση μετριοφροσύνη! Ο χούλιγκαν μέσα μου πανηγύριζε.
Περηφάνια.
Αλλά τα ακέραια αισθήματα εξατμίζονται εύκολα, όταν ο λόγος της έμπνευσης τους είναι κι αυτός ατμός.
Οι υπόλοιπες μέρες θα 'φερναν κι άλλα τέτοια πολύ περήφανα νιάτα. Μέρες που θα περνούσαν με νέους «όρους» και «σκέψεις» περί αποδοχής του... deal. Με δείγμα γραφής ασθενικό, εξυπναδούλες, θερσιτισμούς, ανέμπνευστες, γεροντοκακομοιρίστικες δημοσιοϋπαλληλικές σοφίες περί «ανέλιξης».
Ζόρι. Όντως, τι είχε συμβεί;
20 δροσερά χρόνια (επί 4,5,15 νοματαίους), τα τελευταία 5 «στομωμένα» στην κρίση και στη λογική του «εγώ μάγκες δεν είμαι για στύψιμο» (μπράβο σου), αλλά ούτε ιδέες, ούτε προτάσεις, ούτε ενθουσιασμός. Φυσικά, στην ίδια λογική. Πρώτα ο παράς, μετά το έργον.
Το οποίον διέθετε άπειρες παραλλαγές του «εγώ είμαι πολύ επαγγελματίας, θα το δείτε και στην πορεία», σερβιρισμένες με την ίδια θέρμη και ισάριθμες παρομοιώσεις με εκείνες που χρειάστηκαν στον Τομ Ρόμπινς για να περιγράψει τη λατρεία του για τα donuts.
Απογοήτευση.
«Σήμερα θα λείψω, γιατί πρέπει να βοηθήσω τη μαμά μου να κατεβάσει τα χαλιά». «Άργησα γιατί μένω μακριά». «Γιατί πρέπει να πάρω τηλέφωνο, αν αργήσω; Αφού έστειλα στο Messenger».
Τώρα ο κυνισμός και το ρομποτικό ασυναισθημάτιστο πνεύμα δεν φαίνονταν τόσο γοητευτικά.
Ρίχνω μια ματιά στα analytics της ανεργίας. Για τον μήνα Ιούλιο η λίστα των εγγεγραμμένων ανέργων του ΟΑΕΔ μάκρυνε κατά 19.090 ανθρώπους. Κι ενώ τα στατιστικά του Αυγούστου αναμένονται, επισήμως και στη σούμα οι εγγεγραμμένοι άνεργοι ανέρχονται σε 952.550. Βάσει των ίδιων στοιχείων οι αναζητούντες εργασία για τον ίδιο μήνα ανέρχονται σε 817.787 ανθρώπους και από αυτούς οι 463.595 είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο του ΟΑΕΔ για περισσότερο από έναν χρόνο. Οι άνδρες της λίστας ανέρχονται σε 312.235 και οι γυναίκες σε 505.552.
Ανάμεσα τους, φίλοι, συγγενείς, γνωστοί, συνάδελφοι, ξεροσταλιάζουν στον ΟΑΕΔ. Πτυχιούχοι, μεταπτυχιακοί, διδακτορικοί κι ανυπόφορα σεμνοί, με γκριζαρισμένες κορυφές, περιμένουν, δεν έχω ιδέα τι, πλέον... Πλαντάζουν από interview σε interview να ακούν ότι είναι πολλοί μεγάλοι για δουλειές αγγαρείας, overqualified για λάντζα, «ντροπή να προσλάβεις έναν επιστήμονα για 500 ευρώ», τελοσπάντων.
Ο πιο έξυπνος συμμαθητής μου «χτυπάει» 16ωρα σε αλυσίδα σούπερ μάρκετ για 680 καθαρά. Ο κολλητός μου – βράσε πτυχία και μεταπτυχιακά – ξεχορταριάζει ξένους κήπους για 5 ευρώ την ώρα. Κάμει και καλλιτεχνίες στους θάμνους και στις θημωνιές, αν θέλει να πάρει 7. Ο πιο καλός γραφιάς που ξέρω, «σκοτώνεται» στα κοντρόλ και στις μονταζιέρες μεγάλου καναλιού και όταν του λένε «μπράβο» για κάτι που έγραψε, απαντά «σιγά, μωρέ, αηδίες».
Τη δική μου κάρτα ανεργίας δεν τη βάζω στο συρτάρι. Θα βγάλω άλλη, αν προκύψει ανάγκη, αλλά θέλω να τη βλέπω, να μην ξεχνιέμαι.
Και μετά, έρχεται η ερώτηση ζουζούνας - «Πώς σας φάνηκε το άρθρο μου;»- για το κοπιώδες 300άρι λέξεων με τίτλο «Πώς να εφαρμόσεις σωστά το κραγιόν σου».
Δεν ξέρω τι απαντάνε. Δεν ξέρω πώς τα βγάζουν πέρα σε μαγαζιά, κυρίως νέων ανθρώπων (startup το λένε), που ψάχνουν κόσμο, τσακίζονται να τηρούν τα βασικά (8ωρο, 800ευρώ, ασφάλιση, 1 ρεπό) και τους λαχαίνουν περιπτωσάρες που κερνιούνται καφέ, τοστ, περτικαλάδα από το ταμείο, πουλάνε εμπόρευμα άνευ απόδειξης και τα λεφτά στην τσέπη (στη ζούλα, φυσικά) και υπογράφουν για τους εαυτούς τους άδειες από τη σημαία σε καθημερινή βάση.
Δεν ξέρω τι κάνεις μ' αυτά. Ξέρω ότι ακόμη χτυπάει η καρδιά μου, όταν πρόκειται να ζητήσω δουλειά. Όπως ξέρω ότι δεν περνάς εύκολα από το εβαπορέ στα ξύδια, χωρίς το προβληματικό ενδιάμεσο στάδιο, όποια δουλειά κι αν κάνεις.
Κι ότι η κρίση, εκτός από άνεργους, ημι-άνεργους ή σεμνούς σκλάβους, «γέννησε» και μια παράδοξη φυλή που θα ζήσει καλά – εδώ, εκεί, παραπέρα –κυρίως εις βάρος των άλλων, ο κόσμος να χαλάσει.
Που προκειμένου - ή με άλλοθι το - να μην τη «στύψουν» θα «δαγκώσει» τους πάντες – ξερούς και χλωρούς- και στο τέλος της ημέρας είναι πολύ πιθανό να περάσει το δικό της...
σχόλια