Δημήτρης Αθηνάκης
Ετών: 30
Επάγγελμα: μεταφραστής, επιμελητής εκδόσεων, ποιητής
2007. Η χρονιά των μεγάλων αλλαγών για μένα. Η χώρα συνέχιζε να προχωρά, οι τράπεζες μαζί της. Και όλοι εμείς, θύματα και μαζί θύτες. Θυμάμαι, μου είχε πάρει περίπου τρεις ολόκληρες εβδομάδες ν’ ανοίξω «βιβλία». Απ’ το Επιμελητήριο στην Εφορία και από κει στο ΤΕΒΕ. Όταν είδα το πρώτο μου μπλοκάκι τρυπημένο, ένιωσα τρομερή περηφάνια. Αισθάνθηκα «σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος» να κατακτήσω τον κόσμο της ελεύθερης αγοράς. Κανείς δεν μου ’χε πει ότι ετοιμαζόμουν για τον κόσμο της ελεύθερης πώλησης.
Έκτοτε, έχουν περάσει πάνω-κάτω τέσσερα χρόνια. Στο μεταξύ, έχω γεμίσει το εργογραφικό μου σημείωμα τόσο, που, καμιά φορά, λέω πως μερικά απ’ όσα έκανα τα ‘χω φανταστεί. Κι όμως, δεν τα ‘χω φανταστεί. Τα ‘χω σκυλοδουλέψει. Έχω φτύσει αίμα για να κάνω ό,τι έκανα, τίποτα δεν μου χαρίστηκε, εκτός από μερικές, ανεπαίσθητες ευκολίες που βρέθηκαν, λόγω τύχης αλλά και γνωριμιών, στον δρόμο μου. Έχω δουλέψει όμως. Έχω μεταφράσει, έχω επιμεληθεί βιβλία και ανθολογίες, έχω διορθώσει - κι αν δεν έχω διορθώσει… Άλλες φορές καλά, άλλες, πάλι, όχι τόσο. Σάμπως όλα τα μοντέλα μιας αυτοκινητοβιομηχανίας, ας πούμε, είναι καλά; Δεν είναι.
Έχω συνεργαστεί με πολλούς εκδοτικούς οίκους, με καλούς εκδοτικούς οίκους, με καλοπληρωτές εκδοτικούς οίκους, μ’ εκδοτικούς οίκους που είχα ήδη διαβάσει βιβλία τους και ήμουν περήφανος να δουλεύω γι’ αυτούς. Παρόλες τις ενδιάμεσες γκρίνιες, εντάσεις, διαφωνίες -σε σημείο, από καιρού εις καιρόν, σκληρές και ανυποχώρητες-, με απογοητεύσεις, αυτά τα χρόνια κύλησαν νεράκι. Και ήταν ωραία χρόνια. Ήταν τέσσερα χρόνια που δουλεύαμε γιατί, αφενός, μπορούσαμε και, αφετέρου, γιατί ο ορίζοντας ήταν ανοιχτός, μπορούσαμε να ονειρευτούμε ότι θα κάνουμε καριέρα. Αμ δε! The party, ladies and gents, is over. Απότομα.
Όταν το 2010 παρουσιάστηκα στο Πολεμικό Ναυτικό δεν φαντάστηκα ότι όσα θα συνέβαιναν θα ‘ταν οι νόμοι του Μέρφι. «Όταν κάτι είναι να πάει στραβά, θα πάει». Και πήγε. Μέσα σ’ έναν χρόνο, χάσαμε τ’ αυγά, τα καλάθια, τα δάνεια και τις πιστωτικές. Η γενιά μου, όσοι γεννηθήκαμε εκεί γύρω στις αρχές του ‘80, δεν προλάβαμε να χαρούμε και να δημιουργήσουμε καμιά ευκαιρία. Δεν είχαμε την ευκαιρία να πάρουμε τη ζωή στα σοβαρά. Δεν μας άφησαν και δεν είχαμε την ευφυΐα και τ’ ανακλαστικά να δούμε αυτό που ερχόταν κατά πάνω μας ή που τρέχαμε εμείς προς αυτό. Όταν, όμως, σε ταΐζει ο μπαμπάς σου ως τα 25 -«το παιδί πρέπει να κοιτάξει τις σπουδές του!»-, πώς, δηλαδή, ν’ αποκτήσεις, μέσα σε λίγα αλλά ξέφρενα χρόνια, όλ’ αυτά τα εφόδια; Για πείτε μου.
Η ζωή, απ’ ό,τι φαίνεται εκ των υστέρων, δεν ήταν ποτέ πάρτι, ώστε τώρα να τελειώσει. Δεν ήταν ποτέ -μα ποτέ- μια αρένα όπου οι ταύροι ήμασταν εμείς. Εμείς, πάντοτε, τελικά, ήμασταν το κοινό. Άρτος και θεάματα, και τω θεώ δόξα. Η αλυσίδα της αγοράς χτυπάει με μανία, κάνει θόρυβο, έτοιμη να μας επιτεθεί. Οι εκδότες φοβούνται, δεν βγάζουν βιβλία, δεν εμπιστεύονται τους νέους, οι νέοι δεν ξέρουν πού ν’ αποταθούν, απολύονται οι υπάρχοντες, κόβονται οι διαφημίσεις, κλείνουν τα ένθετα, δεν πληρώνουν τα βιβλιοπωλεία, δεν πληρώνει κανένας - ακόμα κι αυτοί που θεωρούνταν συνεπέστεροι κι απ’ τον χρόνο. Ο κόσμος πάει κι έρχεται. Φοβάται...
Τα φώτα σβήνουν. Μας έχει τελειώσει και η λίγη δύναμη που προλάβαμε ν’ αποθηκεύσουμε. Αλλά, που να πάρει ο διάολος, γιατί θα πρέπει να είμαι σφιγμένος και προσεκτικός «Ελβετός» στα 25 μου, στα 27 μου, στα 29 μου; Αυτό θα μπορούσε να είναι και η φράση της χώρας μας, τ’ αντίστοιχα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση. Χτίσαμε μια Μεταπολίτευση με τους λάθος λόγους.
Ο φόβος είναι το μεγαλύτερο τέρας που μας χτυπά την πόρτα. Τον κοιτάμε απ’ το «ματάκι». Ξέρουμε, βέβαια, ότι είναι εκεί. Η απόγνωση, το δεύτερο. Το τρίτο; Δεν ξέρω. Αναρωτιέμαι συνεχώς εάν το φευγιό απ’ την πόλη, απ’ τη χώρα, είναι το αποτέλεσμα των προβλημάτων ή η λύση τους. Αναρωτιέμαι γιατί μπορεί, με τόση ευκολία, η ανεργία και ο κωλόκοσμος όπου ζούμε να έχει τόση δύναμη, ώστε να μας σπρώχνει μακριά, να μας διαλύει, να μας κάνει να διαλύουμε, να μας αφήνει να αιωρούμαστε σ’ ένα σκοινί. Η μοναξιά του σχοινοβάτη; Μπααα. Η μοναξιά αυτού που καθημερινά αναγκάζεται γενικώς και αορίστως.
Γιωργος Μπουσδουκος
Ετών: 35
Επάγγελμα: στέλεχος πωλήσεων και μάρκετινγκ
Είμαι άνεργος απ’ το Γενάρη του 2011. Εληξε η σύμβαση που είχα σε εταιρεία τηλεπικοινωνιών και δεν μου την ανανέωσαν. Δούλευα εκεί με εξάμηνη σύμβαση. Έχω αλλάξει πολλές δουλειές τα τελευταία χρόνια. Το 2002 γύρισα απ’ την Αγγλία όπου σπούδαζα. Έχω πτυχίο σε Business Studies και master σε Marketing with e-commerce, έκανα τη θητεία μου στο Ναυτικό και ξεκίνησα να δουλεύω σε μια ασφαλιστική εταιρεία ως ασφαλιστικός σύμβουλος. Μετά δούλευα σε μια εταιρεία που είχε αναλάβει να ελέγχει εισόδους και εξόδους σε διάφορα σημεία στο αεροδρόμιο, ως βοηθός διευθυντή έργου - έλεγχα 50-60 ανθρώπους. Εκεί έμεινα ένα εξάμηνο και μετά με απολύσανε λόγω περικοπών. Στο τέλος έπιασα δουλειά σε εταιρεία επίπλων ως πωλητής για 3 χρόνια. Ο μισθός μου ήταν γύρω στα 870 ευρώ καθαρά, αλλά υπήρχε ένα bonus plan, απ’ το οποίο έβγαζα αρκετά χρήματα - μπορεί να έβγαζα 1.200 ευρώ και παραπάνω τον μήνα κάποιες φορές. Μια χρονιά είχα κλείσει την τρίτη μεγαλύτερη δουλειά σε όλη την εταιρεία, οπότε είχα πάρει αρκετά χρήματα. Από εκεί έφυγα όταν βρήκα δουλειά σε διαφημιστική, που ήταν ακριβώς πάνω στις σπουδές μου. Άρχισα να δουλεύω εκεί κι έμαθα ότι η εταιρεία είχε οικονομικά προβλήματα. Συνειδητοποίησα ότι υπήρχε κόσμος που είχε να πληρωθεί κι έναν χρόνο, αλλά κάθονταν γιατί ελπίζανε ότι κάποια στιγμή θα πάρουν τα χρήματά τους. Έφυγα στον ενάμιση μήνα γιατί συνειδητοποίησα ότι δεν θα με πλήρωναν ποτέ. Μου ήρθε μια επιταγή για 400 ευρώ μόνο, αντί για τα 1.000 που είχαμε συμφωνήσει. και απλώς δεν ξαναπάτησα. Ήταν πια Μάρτης του 2010. Άρχισα να στέλνω βιογραφικά σε οτιδήποτε είχε σχέση με μάρκετινγκ και πωλήσεις - έστελνα 15-20 βιογραφικά την ημέρα για δυόμισι μήνες κι ετσι βρήκα την τελευταία μου δουλειά. Απ’ τον Γενάρη, που είμαι άνεργος, κοιτάω τις αγγελίες και στέλνω βιογραφικά. Πλέον οι δουλειές που υπάρχουν στις αγγελίες είναι πολύ λιγότερες - από μεγάλες εταιρείες δεν ούτε μια αγγελία. Έχω στείλει σε όλες, αλλά δεν έχει χτυπήσει ούτε ένα τηλέφωνο. Και οι αγγελίες είναι πολύ λιγότερες - περισσότερο ζητάνε πωλήσεις, αλλά το τι πουλάς πλέον και το πώς το πουλάς, άσ’ το καλύτερα. Βρέθηκα σε μια τέτοια εταιρεία και μου είπανε να δουλέψω δοκιμαστικά δωρεάν για έναν μήνα, με δικό μου αμάξι κι έξοδα, για να δω αν μου αρέσει κι αν «τους κάνω». Το ‘χουνε βρει με την κρίση αυτό και το κάνουν όλοι. Αν ήμουν πιο πιτσιρικάς, μπορεί και να το ‘κανα, αλλά δεν έχω όρεξη να παίζω πλέον. Αυτό που μ’ εκνευρίζει είναι ότι δεν καταλαβαίνουν πως ο εργαζόμενος πρέπει να είναι ευχαριστημένος με την εταιρεία στην οποία δουλεύει για να ‘ναι καλός στη δουλειά του. Βλέπεις εκμετάλλευση παντού, μας έχουν κάνει να νιώθουμε ότι είμαστε πλέον τελείως αναλώσιμοι. Στην καθημερινότητά μου, από τη μία μου αρέσει ότι τα πράγματα είναι πιο ήρεμα και πάντα προσπαθώ να είμαι θετικός. Από την άλλη, υπάρχουν μέρες που ξυπνάω και λέω «τι γίνεται τώρα; Έτσι θα ‘ναι από δω και πέρα;». Νιώθεις λίγο άχρηστος, αλλά μετά καταλαβαίνεις ότι αυτή είναι η πραγματικότητα. Είμαι στο ταμείο ανεργίας κι ευτυχώς δεν πληρώνω νοίκι, γιατι δεν θα έβγαινα με τίποτα. Έχω μειώσει όλα τα μη απαραίτητα, εξόδους, κατανάλωση, μουσικές, σινεμά, θέατρο. Δεν νομίζω ότι έχω πάει σε συναυλία φέτος. Σ’ ένα τρίμηνο θα μου κοπεί το ταμείο ανεργίας. Εάν δεν βρω δουλειά μέχρι τότε, θα έχω πολύ σόβαρο θέμα.
Κατερίνα Έσσλιν
Επάγγελμα: Creative director σε διαφημιστική εταιρεία
Γραφείο-σπίτι, σπίτι-γραφείο. H συνηθέστερη απάντηση που έδινα στην ερώτηση πώς τα περνάς. Τη δε ημέρα που θα μπορούσα να πω σκέτο σπίτι-σπίτι, σπίτι-σπίτι, δηλαδή την πρώτη μέρα των επόμενων διακοπών μου, που θα μπορούσα να ξεκαλωδιωθώ και ν’ αράξω στον καναπέ, τη σκεφτόμουν γύρω στις δέκα φορές την ημέρα. Ή την ώρα. Η πολύ διασκεδαστική και δημιουργική μεν, παρανοϊκή δε σε ρυθμούς καθημερινότητα της διαφήμισης σε εξαντλεί. Σπίτι, σπίτι, σπίτι, σπίτι. Όποιος διαφημιστής αρνηθεί ότι του λείπει, λέει ψέματα. Αν το προϊόν που είχες να διαφημίσεις ήταν το «άραγμα στον καναπέ», θα σου έσκαγε αμέσως το καλύτερο από τα λεγόμενα σλόγκαν κάτω απ’ τη μύτη - αυτό που θα μετέτρεπε τη φράση «άδραξε τη μέρα» σε «άραξε τη μέρα». Αντ’ αυτού, σου σκάει έταιρο ευφάνταστο σενάριο. Έρχεται η μέρα που ονειρευόσουν. Και άντε τώρα να διαχειριστείς το σπίτι, σπίτι, σπίτι, σπίτι, το οποίο στην πραγματικότητα ήθελες να είναι εκεί μόνο για να το ονειροπολείς την ώρα του απολύτως dead deadline σου. Ο τρόπος που έφυγα απ’ τη δουλειά μου είχε διαφημιστική ανατροπή: το ανακοίνωσα μόνη μου στον εαυτό μου! Όταν έχεις γράψει άπειρα σενάρια, είσαι από αυτούς τους σπαστικούς που λόγω πείρας ή ενστίκτου ξέρουν πάντα το τέλος του έργου από τα πρώτα πέντε λεπτά της υπόθεσης, στο πρώτο hint. Μάλιστα, αρχικά, λίγες ημέρες πριν απ’ την τελευταία μου μέρα στη δουλειά, είχα αναρτήσει ένα στάτους στο Facebook που έλεγε «έχασα τη δουλειά μου: ήμουν σωσίας Έλβις και μου ανακοίνωσαν ότι δεν έμοιαζα αρκετά». Είχε κάτι το κοροϊδευτικό ίσως, κάτι το επιθετικό, σίγουρα, πάντως, είχε κάτι το προφητικό και οπωσδήποτε κάτι το αυτοσαρκαστικό, σαν ξόρκι. Ίσως λειτούργησε και σαν μαγνήτης ή γράφτηκε για να επιβεβαιώσει το «πρόσεξε τι εύχεσαι»: σπίτι, σπίτι, σπίτι, σπίτι. Το σίγουρο είναι ότι, περπατώντας στους διαδρόμους το τελευταίο διάστημα εκεί, ήμουν ένας μεγάλος μισθός με πόδια: άρα, ένα νούμερο αρκετά φαρδύ, αρκετά ξεχειλωμένο και προκλητικό λογιστικά για να μπαινοβγαίνω με άνεση απ’ την πόρτα του κτιρίου. Έτσι ένιωθα. Λίγες μέρες μετά το προκλητικό στάτους, ανακοίνωσα την αποχώρησή μου η ίδια στον εαυτό μου, λοιπόν, επιβεβαιώνοντας τα hints του τελευταίου διαστήματος (φράσεις όπως «σκούρα τα οικονομικά, σκούρα»), απευθύνοντας την εξής πρόταση στη head του δημιουργικού τμήματος: «Σε βλέπω στενοχωρημένη εδώ και μέρες. Μάλλον θέλεις να μου πεις κάτι σοβαρό, ε; Ωραία, πέσ’ το, λοιπόν: πότε φεύγω;». Την Παρασκευή, ήταν η απάντηση. Πάντα οι άνθρωποι φεύγουν Παρασκευή, για να έχουν μπροστά τους το Σαββατοκύριακο να ηρεμήσουν και, βεβαίως, για να μην είναι στα πόδια των υπολοίπων δευτεριάτικα και χαλάσουν το κάρμα της εβδομάδας, αναστατώνοντας αυτούς που μένουν πίσω, ξέρεις, σπέρνοντας ανασφάλεια στη μοκέτα. Η αλήθεια; Ένιωσα κάτι μεταξύ ανακούφισης (ίσως λεγεται αυτοπεποίθηση αυτό) και αγωνίας (αυτό μάλλον λέγεται ρεαλισμός). Και τώρα; Τώρα θα είχα κάθε μέρα Σάββατο! Μάλιστα! Θυμάμαι, εκείνες τις μέρες, συμπτωματικά, είχα ακούσει για μια ελαφριά χαζοταινία από αυτές που ούτε σε DVD δεν θα έπαιρνα. Ο τίτλος ήταν From Prada to nada. Πολύ διαφημιστικός. Για να καταλάβω. Ξαφνικά με αφορούσε μια χαζοταινία που δεν θα έπαιρνα ποτέ ούτε σε DVD; Αχά! Και μετά την ταινία, αν πήγαινα, σιγά μην πήγαινα, θα έπρεπε να κάνω υπολογισμούς για το αν θα φάω καθαρό στο Kολωνάκι ή βρόμικο στη Μαβίλη;
Οι πρώτες μέρες ήταν παράξενες. Για έναν άνθρωπο που έχει συνηθίσει να δουλεύει δωδεκάωρα για δεκαπέντε χρόνια, κάνοντας δέκα πράγματα ταυτόχρονα μέσα στη μέρα, και πάντα υπό πίεση, ο ελεύθερος χρόνος παραήταν πολύς ξαφνικά. Ένα δώρο που δεν ήσουν σίγουρος ότι χάρηκες που σ’ το έφεραν. Κι αν πεινάσω; Μήπως ν’ αγοράσω μερικά εβαπορέ; (γέλιο κονσέρβα.) Ευχή και κατάρα (σπίτι, σπίτι) ξαφνικά συνώνυμες. Γελοίες ερωτήσεις να παρελαύνουν η μία μετά την άλλη μέσα στο κεφάλι μου. Με την αλλαγή τρόπου ζωής να έρχεται επίσκεψη στο σπίτι μου ακάλεστη και να μη φέρνει ούτε ένα κουτί πάστες. Χιούμορ; Ε, ναι. Γιατί όχι; Δεν είμαι άνθρωπος που του ταιριάζει το μελό, το δράμα ή ο συνδυασμός τους. Είμαι απ’ τους ανθρώπους που θέλουν να νιώθουν ότι είναι κατασκευασμένοι από τεφλόν. Ξέρετε. Αυτό το ανθεκτικό υλικό, το αντικολλητικό. Όταν σταματάς να έχεις, άλλωστε, αρχίζεις να είσαι, λέει. Αν μη τι άλλο, πέραν της επαγγελματικής μου ιδιότητας, είμαι και συγγραφέας, και από αυτό δεν μπορεί να με διώξει καμία κρίση. Το γράψιμο είναι κάτι που και «το είχα» και «ήμουν» από πάντα. Δεν κινδύνευα. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια γράφω σχεδόν καθημερινά στο μπλογκ μου «Έσσλιν, Έσσλιν, είσαι εδώ», ενώ οχτώ μήνες πριν απ’ την απόλυσή μου είχε προγραμματιστεί η έκδοση του πρώτου μου βιβλίου με τίτλο Ο μισός βέσπα, το οποίο και κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Απόπειρα, ήδη απ’ τον Ιούλιο. Δεν συνδέεται με την απόλυσή μου η συγγραφική μου ιδιότητα, αλλά συγκυριακά με βοηθάει να νιώθω ευκατάστατη ψυχολογικά. Δεν είναι ευχάριστο ν’ αναρωτιέσαι τι θα συμβεί όταν τελειώσουν τα «έτοιμα», σήμερα πάντως που μιλάμε έχω ήδη γράψει το δεύτερο βιβλίο μου κι ένα θεατρικό σενάριο. Δεν θα τα είχα γράψει, αν δούλευα. Επισημαίνω: αποφέρουν μηδέν ευρώ αυτά. Αλλά, για την ώρα, σκέφτομαι το εξής: περίπατος μηδέν ευρώ, περσινό παλτό μηδέν ευρώ, αισιοδοξία μηδέν ευρώ. Βλέπουμε. Για την ώρα η λέξη «απόλαυση» υπέστη περικοπή και από απόλαυση έγινε απόλυση. Βλέπουμε.
Στέλιος Κ.
Ηλικία: 30 ετών
Επάγγελμα: καθηγητής αγγλικών σε ιδιωτικό σχολείο
Τον περασμένο Ιούνιο, μόλις είχε τελειώσει η σχολική χρονιά, πήγα στην καθιερωμένη συνάντηση που έχουν όλοι οι καθηγητές του σχολείου με τον εργοδότη. Ήμουν χαρούμενος διότι ο απολογισμός της χρονιάς, που αναπόφευκτα γίνεται με το τέλος κάθε σχολικού έτους, ήταν θετικός και μόλις είχα ξεκινήσει να κάνω πλάνα για τις επερχόμενες διακοπές. Τα τελευταία τρία χρόνια εργαζόμουν σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο των βορείων προαστίων, όντας απόφοιτος της Αγγλικής Φιλολογίας, και ήμουν σχετικά ευχαριστημένος με την εργασία μου. Άλλωστε, δεν σκόπευα ποτέ να μπλέξω με το Δημόσιο κι η διδασκαλία αγγλικών σε παιδιά του δημοτικού ήταν κάτι πολύ κοντά στο αντικείμενό μου - άσε που μου έδινε και απεριόριστη χαρά. Επιπλέον, είχα ήδη αποκτήσει πολύ καλή σχέση με τους συναδέλφους μου αλλά και με τους γονείς των μαθητών μου. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι με τη δουλειά μου και δεν υπήρχε κανένα παράπονο, το αντίθετο θα έλεγα. Πριν από αυτόν τον χώρο είχα βρεθεί σε δημόσια ΙΕΚ και σε φροντιστήρια, χωρίς να υπολογίζω τις προηγούμενές μου δουλειές σε εταιρείες τηλεφωνίας και σε αλυσίδα κινηματογραφικών αιθουσών. Αυτό τον Ιούνιο, λοιπόν, έληγε η διετής σύμβαση που είχα με το σχολείο (τον πρώτο χρόνο που εργάστηκα εκεί είχα υπογράψει μονοετή σύμβαση) και είχε έρθει η στιγμή για την πολυπόθητη σύμβαση αορίστου χρόνου. Με λίγα λόγια δεν περίμενα καθόλου ν’ ακούσω να βγαίνει απ’ το στόμα το εργοδότη μου η ξερή φράση: «Δυστυχώς, θα πρέπει να διακόψουμε τη συνεργασία μας». Με κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα αδειανό, χωρίς συναίσθημα. Το σοκ που είχα πάθει είχε κάνει όλο μου το σώμα να μουδιάσει. Δεν μπορούσα ν’ αντιδράσω κι αισθανόμουν εντελώς άκαμπτος. Δεν θυμάμαι ούτε καν τι μεσολάβησε μέχρι να βρεθώ έξω στο προαύλιο, περιτριγυρισμένος απ’ τους συναδέλφους μου, που άρχισαν να μου λένε τα κλασικά «μη στενοχωριέσαι», «είσαι νέος, θα τον βρεις τον δρόμο σου». Δίπλα μου στεκόταν μια συνάδελφος που είχε απολυθεί κι αυτή. Αργότερα έμαθα ότι φέτος το σχολείο έχασε δυο τμήματα - σημειωτέον ότι κάθε τμήμα έχει 15-20 παιδιά. Υποθέτω, λοιπόν, ότι θα είναι μια δύσκολη χρονιά και για το ίδιο το σχολείο, αλλά αυτό δεν μου δίνει καμιά παρηγοριά. Γύρισα στο σπίτι των γονιών μου, όπου και μένω, και τους το ανακοίνωσα. Μου είπαν να μην ανησυχώ, ότι θα με βοηθήσουν. Φέτος έλεγα να νοικιάσω δικό μου σπίτι, αλλά έτσι όπως ήρθαν τα πάνω κάτω, αυτό αναβάλλεται επ’ αόριστον.
Από την αμέσως επόμενη μέρα άρχισα να στέλνω βιογραφικά. Ξεκίνησα στέλνοντας σε ιδιωτικά σχολεία. Δεν έλαβα καμιά απάντηση. Έπειτα έστειλα σε φροντιστήρια, απ’ όπου επίσης δεν έλαβα καμιά απάντηση. Εν μέσω καλοκαιριού, μάλλον δεν είχα και πολλές πιθανότητες, οπότε αποφάσισα να κάνω τις διακοπές μου, όπως είχα κανονίσει, με την ελπίδα ότι, όταν επιστρέψω, θα πέσω με τα μούτρα στο ψάξιμο και θα βρω κάτι. Επιστρέφοντας απ’ τις διακοπές, δεν βρήκα καμιά απάντηση στα μέιλ που είχα στείλει. Εκεί άρχισα να πανικοβάλλομαι. Άρχισα να στέλνω το βιογραφικό μου σ’ εκδοτικούς οίκους, βιβλιοπωλεία, πολυκαταστήματα. Κάθε μέρα έκανα και μεγαλύτερες εκπτώσεις στα στάνταρ μου. Πρέπει να έχω στείλει, χωρίς υπερβολή, μέσα σε τέσσερις μήνες 30-40 βιογραφικά, χωρίς να έχω λάβει ούτε μία απάντηση. Ούτε θετική ούτε αρνητική. Έχω αρχίσει να σκέφτομαι την πιθανότητα να φύγω έξω. Έχω ήδη στείλει το βιογραφικό μου στο Στρασβούργο, αλλά δεν έχω λάβει απάντηση ούτε από κει. Έχω κάτι φίλους στην Ισπανία κι έχω αρχίσει να σκέφτομαι μήπως θα πρέπει να το κοιτάξω και προς τα κει, αλλά ακόμα δεν έχω κάνει τίποτα. Ξέρω και τούρκικα, οπότε και η Τουρκία είναι μέσα στις χώρες όπου σκέφτομαι να μεταναστεύσω. Από την άλλη, όμως, σκέφτομαι ότι δεν είναι και τόσο εύκολο να φύγω από δω. Ακόμα και να βρω δουλειά σε μια χώρα του εξωτερικού, θα χρειαστεί να έχω κάποιο κεφάλαιο, το οποίο δεν διαθέτω. Επιπλέον, θα χάσω το ταμείο ανεργίας απ’ το οποίο πληρώνομαι εδώ και κάποιους μήνες - άσε που εδώ μένω στο σπίτι των γονιών μου κι έτσι γλιτώνω σημαντικά έξοδα, όπως ενοίκιο και φαγητό. Είμαι σε αδιέξοδο.
Είναι λογικό οι γονείς μου ν’ ανησυχούν για μένα. Κάθε τόσο έχω τη μητέρα μου να μου λέει για διάφορες πιθανές θέσεις εργασίας που ακούει δεξιά κι αριστερά. Εννοείται ότι πάντα τις κοιτάω, αλλά τίποτα δεν είχε θετική κατάληξη μέχρι στιγμής. Καμιά φορά νιώθω κιόλας ότι είναι ανώφελο. Η αποζημίωση που πήρα απ’ τη δουλειά ήταν οι τρεις καλοκαιρινοί μήνες που συμπεριλαμβάνονταν στη σύμβασή μου. Προς το παρόν, ζω με το ταμείο ανεργίας και με κάτι λεφτά που είχα στην άκρη. Πραγματικά, δεν ξέρω τι θα γίνει όταν θα μου τελειώσουν. Το ταμείο ανεργίας μού δίνει το 1/3 του μισθού που είχα κι αυτό θα συμβαίνει έως και τον επόμενο Ιούνιο. Δεν ξέρω τι θ’ απογίνω αν δεν βρω δουλειά μέχρι τότε. Μερικές φορές πιάνω τον εαυτό μου ν’ αρνείται να το σκεφτεί.
Τα πρώτα πράγματα που έκοψα ήταν οι συχνές έξοδοι. Τώρα βγαίνω πολύ πιο περιορισμένα. Επίσης, έχω σταματήσει να ψωνίζω ρούχα, εκτός απ’ τα πολύ απαραίτητα. Μέχρι τις μετακινήσεις με το αυτοκίνητο σκέφτομαι, τώρα που η βενζίνη έχει φτάσει τα ύψη κι έχω ελαττώσει ακόμα και τα τσιγάρα μου. Το να μην έχεις δουλειά κάνει καλό στην υγεία; Χα! Δεν υπάρχει ώρα και στιγμή που να μη σκεφτώ ότι είμαι άνεργος. Τελευταία νιώθω άχρηστος. Νιώθω ότι μεγαλώνω και δεν έχω καμία ελπίδα. Ανήκω κι εγώ στην καταραμένη γενιά. Όλοι οι φίλοι μου είναι πάνω κάτω στην ίδια κατάσταση. Μέσα στην ανασφάλεια. Δεν περιμένω πια απάντηση στα βιογραφικά που στέλνω, σχεδόν το κάνω μηχανικά. Έχω χάσει την αισιοδοξία μου.
σχόλια