Για πολύ καιρό το μετριοπαθές Ισλάμ κυριαρχούσε στην Ινδονησία και η χώρα αποτελούσε πηγή έμπνευσης για τον Μουσουλμανικό κόσμο. Όμως σήμερα υπάρχουν ενδείξεις που ολοένα και αυξάνονται ότι οι ριζοσπαστικοί μουσουλμάνοι αποκτούν όλο και μεγαλύτερη επιρροή στην πιο πυκνοκατοικημένη ισλαμική χώρα στον κόσμο.
Πολύ περισσότεροι μουσουλμάνοι ζουν εδώ από ότι στη Μέση Ανατολή. Η Ινδονησία αποτελείται από περισσότερα από 17.000 νησιά ενώ ο πληθυσμός της αριθμεί πάνω από 270 εκατομμύρια ανθρώπους. Μετά το τέλος της βάναυσης δικτατορίας του Σουχάρτο το 1998, η χώρα έγινε πρότυπο για ένα δημοκρατικό ισλαμικό κράτος. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, οι ισλαμιστές ιεροκήρυκες του μίσους έχουν αποκτήσει επιρροή και υπονομεύουν σταθερά τη θρησκευτική ανοχή. Η χριστιανική μειονότητα της Ινδονησίας αισθάνεται όλο και περισσότερο περιθωριοποιημένη.
Η καταγραφή αυτού του ντοκιμαντέρ της Deutsche Welle ξεκινά στην Ατσέ. Στη βορειότερη επαρχία του νησιού της Σουμάτρας, εφαρμόζεται η Σαρία, μια ερμηνεία του ισλαμικού νόμου που είναι ιδιαίτερα άκαμπτη. Τo δημόσιo μαστίγωμα σε μεγάλες πλατείες αποτελεί μέρος της καθημερινότητας. Οι λόγοι για τις ταπεινωτικές τιμωρίες είναι πολλαπλές: σεξ πριν ή εκτός γάμου, κατανάλωση αλκοόλ ή ομοφυλοφιλικές συνευρέσεις.
Μια αυξανόμενη τάση προς το συντηρητικό και πολλές φορές ριζοσπαστικό Ισλάμ είναι αισθητή όχι μόνο στην Ατσέ αλλά και σε άλλα μέρη της Ινδονησίας. Αυτό φαίνεται από τον αυξανόμενο αριθμό των γυναικών που φορούν μαντίλα σε δημόσιους χώρους. Το nikab, το πέπλο προσώπου, γίνεται επίσης όλο και πιο δημοφιλές.
Ο Γιένι Γουαχίντ, πολιτικός που αναφέρεται επανειλημμένα ως μελλοντικός πρόεδρος, έχει αναφέρει ότι «Δυστυχώς, η Ινδονησία δεν είναι απαλλαγμένη από την παγκόσμια αύξηση έλλειψης ανεκτικότητας». Η κόρη του πρώτου προέδρου μετά τη δικτατορία που αντιπροσωπεύει τον κοσμοπολιτισμό και μια φιλελεύθερη άποψη του Ισλάμ υπερασπίζεται συνεχώς το κοσμικό σύνταγμα της Ινδονησίας. Κι εκείνη επίσης έχει παρατηρήσει τον αργό εξισλαμισμό της πατρίδας της και την τάση των πολιτικών να κάνουν ολοένα και περισσότερες παραχωρήσεις σε ριζοσπαστικές και λαϊκιστικές ομάδες.
Πηγή: Deutsche Welle