Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη δεν εγκατέλειψε ποτέ το σινεμά. Απλώς, η αφοσίωσή της στο θέατρο και η δέσμευσή της στους ρόλους που τελικά έπαιξε, ήταν τέτοιες που χρονικά δεν της άφηναν το περιθώριο να ακολουθήσει την περιοδικότητα της κινηματογραφικής καριέρας που όλοι υποψιαστήκαμε μετά τον Μελισσοκόμο του Αγγελόπουλου, την Ελεύθερη Κατάδυση του Γιώργου Πανουσόπουλου, το Blackout του Μενέλαου Καραμαγγιώλη και τον Εργένη του Νίκου Παναγιωτόπουλου.
Τελικά, δεν έχει και τόση σημασία πόσους και ποιους ρόλους προσπέρασε στη μεγάλη οθόνη για χάρη του Τσέχοφ, του Φορντ, του Γουέμπστερ, του Βέντεκιντ, του Σαίξπηρ και, φυσικά, του εντυπωσιακού αριθμού αρχαίων τραγωδιών που έχει υπηρετήσει. Όσοι την πρωτοείδαμε στο θέατρο, στο Κρίμα που είναι πόρνη και τη Λούλου, και αργότερα τη θαυμάσαμε στην Επίδαυρο και στις περιοδείες των κλασικών έργων, έχουμε να το λέμε.
Ώσπου επέστρεψε στις οθόνες: δεκαπέντε χρόνια μετά την Έλλη Λόντου (Λαμπέτη) στην «Τελευταία Παράσταση», και αφού αρχικά δίστασε να αντικρίσει ξανά τον φακό, ήρθαν οι τηλεοπτικές Διαμαντώ στην «Αγάπη Παράνομη» και Κυβέλη στο «Φλόγα και Άνεμος». Και, φυσικά, δυο γηραιές ηρωίδες, εμβληματικές, αταλάντευτες και αντισυμβατικές.
Μια πρωταγωνίστρια με χαρακτηριστικά υπεραθλήτριας στην αντοχή και στην ένταση που καλείται να προσδώσει στους ρόλους και θιασώτρια του method acting, όσο αυτό μπορεί να τηρηθεί στα ελληνικά στάνταρ του περιορισμένου χρόνου προετοιμασίας και των δεδομένων παραγωγής και υποστήριξης.
Προηγήθηκαν, εκτός από ένα σύντομο πέρασμα στον Άνθρωπο του Θεού (έχει τονίσει πως ποτέ δεν την ενδιέφερε η έκταση ή αναγκαστικά ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας των ρόλων, μόνο τα ίδια τα έργα), η Ευτυχία, η ταινία που θεωρητικά απευθυνόταν σε έναν κόσμο προσηλωμένο στα περασμένα και στα παλιά, αλλά γοήτευσε απρόσμενα ένα πολύ νεότερο κοινό, δεν εξηγούνται αλλιώς τα 600.000 και πλέον εισιτήρια που έκοψε στα τέλη του 2019.
Εκεί, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη μοιράστηκε τον ρόλο της θρυλικής στιχουργού Παπαγιαννοπούλου με την Κάτια Γκουλιώνη και φέτος, και πάλι σε σενάριο της Κατερίνας Μπέη, ανέλαβε το μεγαλύτερό της στοίχημα στη μεγάλη οθόνη, τη μεταμόρφωσή της σε μια εντελώς διαφορετική «γριά», με πολλά μεταφυσικά στρώματα κάτω από το βαρύ μακιγιάζ. Η απόκοσμα οργισμένη Φόνισσα ψάχνει σημάδια από ψηλά για να δικαιολογήσει τις αποτρόπαιες πράξεις της, να λυτρώσει μια και καλή, και πριν να είναι αργά, προτού δηλαδή τα «μαγαρίσουν», τα κορίτσια που έρχονται στον κόσμο για να «βασανιστούν».
Άλλα όνειρα είχε η παιδική ψυχή της Χαδούλας, διαφορετική γυναίκα έγινε η Φραγκογιαννού, απ’ όταν η μητέρα της τη μέτρησε στυγνά πριν να την παραδώσει, κορίτσι ακόμη, στο δεύτερο σπίτι της.
Η Καρυοφυλλιά συνέλαβε τη ρήξη και μαζί με τη Μαρία Πρωτόπαππα, που υποδύεται τη μητέρα της, συνδιαλέγονται σε ένα πλαίσιο εφιαλτικού τραύματος πέρα από τον χρόνο, σαν να κυνηγά η μία το φάντασμα της άλλης, στο δράμα που η Εύα Νάθενα είχε αρχικά προτείνει στον Αλεξάντερ Πέιν να το σκηνοθετήσει, εκείνος φλέρταρε με την ιδέα με την προϋπόθεση να μάθει πρώτα καλά ελληνικά και τελικά της αντιπρότεινε να το αναλάβει η ίδια, διακρίνοντας πως το έχει δουλέψει σε τόσο προχωρημένο και οριστικό βαθμό ώστε να το κατέχει απόλυτα, παρότι δεν είχε ξαναπιάσει κάμερα στα χέρια της μέχρι τότε.
Η Καρυοφυλλιά διάβασε ξανά, προσεκτικά, το κείμενο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, συμβουλεύτηκε ειδικούς για τη στάση του σώματος μιας ετοιμόγεννης εκείνης της εποχής και αντίστοιχα τις απαραίτητες κινήσεις της μαίας που θα τη βοηθούσε, και πέρασε ατελείωτες ώρες ακούγοντας τις οδηγίες της μέτζο σοπράνο Άννας Παγκάλου για την τοποθέτηση της φωνής καθώς και της υπεύθυνης κινησιολογίας Κατερίνας Φωτιάδη για τον συντονισμό με δονήσεις και ενέργειες κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, με σκοπό την υποκριτική ομοιογένεια όλου του καστ.
Μια πρωταγωνίστρια με χαρακτηριστικά υπεραθλήτριας στην αντοχή και στην ένταση που καλείται να προσδώσει στους ρόλους και θιασώτρια του method acting, όσο αυτό μπορεί να τηρηθεί στα ελληνικά στάνταρ του περιορισμένου χρόνου προετοιμασίας και των δεδομένων παραγωγής και υποστήριξης, η Καραμπέτη δεν παραλείπει να ερευνά τα βαθύτερα κίνητρα ενός χαρακτήρα σαν τη Φραγκογιαννού και να τα αποτυπώσει στην ερμηνεία της.
Μιλώντας μαζί της με την αφορμή της εξόδου της ταινίας, δεν παρέλειψε να αναφερθεί στον συνεχιζόμενο, συχνά θανάσιμο σεξισμό που υφίσταται στην ελληνική κοινωνία, στο victim blaming που υπενθυμίζει τις στέρεες διαστάσεις ενός ανδροκρατικού status quo αλλά και στις ηλικιακές διακρίσεις. «Είμαι 65 ετών, να το λέμε αυτό, να λέμε την ηλικία μας», τόνισε χαμογελώντας με υπερηφάνεια και σημασία σε έναν χώρο που, διεθνώς και όχι μόνο στα καθ’ ημάς, τείνει να δοξολογεί συλλήβδην τη νεότητα και να εκτιμά μυωπικά ή μόνο κατά περίπτωση την πείρα.
Από την αφίσα κιόλας, οι πρώτες εντυπώσεις από την Ευτυχία και τη Φραγκογιαννού είναι αυτές ανήμερων θεριών προχωρημένης ηλικίας, δυο γυναικών που δεν το έχουν σε τίποτα να αναμετρηθούν με όποιον ανακόψει τη θέλησή τους, παράταιρων και αταξινόμητων, αλλεργικών στις ψευτοευγένειες και στις ανούσιες κουβεντούλες, περιχαρακωμένων σε ένα ασυνήθιστο κάλεσμα.
Αντί στη Φόνισσα να υιοθετήσει τη μονοδιάστατη επιθετικότητα μιας εγκληματικής φυσιογνωμίας (διότι τυπικά παρανομούσε, δολοφονώντας ανυπεράσπιστα πλάσματα), στην ανάπτυξη της πλοκής αναφερόταν νοερά στο κληρονομημένο κακό, στη μνήμη της κακοποίησης που δέχθηκε όταν ήταν μικρή και ανυπεράσπιστη, και στο συνεχές, ανθρώπινο δίλημμα μιας συζύγου μάνας και μαίας για το αν η ανίερη πράξη της συγχωρείται άνωθεν ή αν αυτό που κάνει κατά συρροή ελέγχεται όχι από τις Αρχές που αναπόφευκτα την καταδιώκουν αλλά από τη συνείδηση και την ίδια της την συμπόνια.
Αν ήμασταν στην Αμερική, αυτό θα ήταν ένα σίγουρο Όσκαρ α’ γυναικείου ρόλου, πριν καν ανακοινωθούν οι υποψηφιότητες – μαζί με ένα Tony για τις Τρεις Ψηλές Γυναίκες του Έντουαρντ Άλμπι, που απέσπασαν εγκώμια και παίχτηκαν στο sold out Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, με τη Ρένη Πιττακή και τη Λουκία Μιχαλοπούλου στους άλλους δύο ρόλους και τον Μπομπ Γουίλσον στη σκηνοθεσία.
Στη χώρα μας δεν είναι και μικρό κατόρθωμα που αυτή η βασικά γυναικεία υπόθεση, με θέμα βαρύ κι ασήκωτο, χωρίς καν τις ανάσες, το χιούμορ και τα τραγούδια της Ευτυχίας, είχε τέτοια απήχηση σε βραβεία και κυρίως στο ευρύ κοινό που το αντάμειψε με 300.000 εισιτήρια μέχρι το τέλος της χρονιάς – άνετα το μεγάλο ελληνικό hit της σεζόν και μία από τις σπάνιες φορές που στην πρόσφατη ιστορία της εγχώριας παραγωγής η εμπορική ανταπόκριση ισορροπεί με την κριτική αποδοχή.
Η Φόνισσα οφείλει πολλά στην Καρυοφυλλιά. Κι ευτυχώς που η Καρυοφυλλιά ξεπέρασε τους ενδοιασμούς της και αναθέρμανε τον εκρηκτικό της δεσμό με τον φακό.
Το τρέιλερ της «Φόνισσας»
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.