Όταν το καλοκαίρι του 2021 η σημερινή διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, Κατερίνα Γρέγου, αποφάσισε να αναλάβει τη θέση, όλα τα μάτια στράφηκαν επάνω της. Το όνομά της συζητιόταν από καιρού εις καιρόν, ωστόσο η ίδια δεν έδειχνε καμία διάθεση να αφήσει την Ευρώπη, την καριέρα και τη ζωή της εκεί για να αναλάβει ένα μουσείο πολύπαθο −για να μην τσιγκουνευόμαστε τις λέξεις− που είχε μεγαλώσει και όχι μόνο δεν ήξερε τι ήθελε να γίνει, αλλά ήταν και κλειστό.
«Δεν πίστευα ότι θα επέστρεφα ποτέ στην Ελλάδα, μέχρι που η μητέρα μου η Νάντια, με την οποία ήμουν πολύ κοντά, αρρώστησε σοβαρά και τότε ένιωσα την ανάγκη να είμαι κοντά στο “σπίτι μου” με την ευρύτερη έννοια» λέει.
Βγαίνοντας από τις νέες εκθέσεις που παρουσίασε το μουσείο αυτόν το μήνα, σκεφτόμουν ότι είναι οι καλύτερες που οργάνωσε μέχρι σήμερα και αποκαλύπτουν τον προσανατολισμό του μουσείου, συγκροτώντας, μαζί με τις αλλαγές στη μόνιμη συλλογή, ένα σώμα που προκαλεί τον επισκέπτη να το ανακαλύψει, να το δει υπό άλλο πρίσμα, να το συζητήσει, να το θαυμάσει ή να το αμφισβητήσει.
«Είμαι πολύ χαρούμενη γιατί έχουμε αναπτύξει ένα νέο κοινό, πολύπλευρο, που δεν υπήρχε πριν», λέει η κ. Γρέγου. «Αλλά κυρίως είμαι χαρούμενη για δυο ομάδες επισκεπτών, τους νέους ανθρώπους και τους ξένους επισκέπτες, που όλο αυξάνονται».
Μα αυτό δεν πρέπει να κάνει ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης; Το μουσείο ζωντάνεψε και ακόμα κι οι πιο δύσπιστοι αρχίζουν να διακρίνουν τη σκέψη που υπάρχει γύρω από το πώς δημιουργεί κάποιος συζήτηση για τη σύγχρονη τέχνη. Δεν είναι απλώς γεμάτο κόσμο, το μουσείο κάνει εκδηλώσεις και συζητήσεις που τις παρακολουθούμε ακόμα και όρθιοι, γίνεται ένας τόπος συνάντησης και ζύμωσης.
Η Κατερίνα Γρέγου είναι πάντα παρούσα, παρακολουθεί τον ρυθμό και συντονίζεται με την πρόκληση της θέσης της, βλέποντας τα περιθώρια που υπάρχουν για να αλλάξει το μουσείο και να κάνει πραγματικά τη διαφορά, κάτι που δεν συμβαίνει με πολλά μουσεία που έχουν παγιωμένες θέσεις.
«Πιστεύω στα δημόσια ιδρύματα και στην κοινωνική τους αποστολή. Συν τοις άλλοις, είναι σπάνιο να έχεις τη δυνατότητα να διευθύνεις ένα μουσείο που δεν έχει γράψει ακόμη πλήρως την ιστορία του και να μπορείς να τη διαμορφώσεις.
Το όραμά μου για το μουσείο είναι το ίδιο όπως όταν ξεκίνησα: πρώτον, δεν ήθελα να αντιγράψω αυτό που κάνουν άλλα μεγάλα μουσεία, δεύτερον, ήθελα να διαμορφώσω μια ξεχωριστή ταυτότητα για το ΕΜΣΤ και τρίτον να το βάλω στο επίκεντρο της δημόσιας ζωής της Αθήνας και των πολιτών της, με ένα πρόγραμμα που διαπραγματεύεται τα σημαντικά κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά θέματα της χώρας μας, της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής αλλά και παγκόσμια. Για το μουσείο, η τέχνη και ο οπτικός πολιτισμός αποτελούν σημαντικό παράγοντα μετασχηματισμού της εκπαίδευσης, της παραγωγής γνώσης, των εναλλακτικών αφηγήσεων και σημαντικό όχημα για την υπεράσπιση και την προώθηση αξιών προόδου και χειραφέτησης στην κοινωνία» λέει.
Έχοντας στο βιογραφικό της μια επιμελητική προσέγγιση πολύ συγκεκριμένη, εδώ και 25 χρόνια εμμένει σταθερά στον κοινωνικοπολιτικό άξονα.
«Το μουσείο εστιάζει σε πρακτικές που εξετάζουν με κριτικό βλέμμα συνολικά την κοινωνία και τις πολιτικές της προτεραιότητες και πραγματεύονται κεντρικά ζητήματα της εποχής μας όπως η δημοκρατία, η διακυβέρνηση, η ισότητα, η οικονομία, το περιβάλλον, τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και της κυριαρχίας της τεχνολογίας, αναδεικνύοντας τη σημασία του δημόσιου διαλόγου και των “κοινών”».
Γυρίζουμε λίγο πίσω, στην εποχή που ανέλαβε ένα μουσείο κλειστό, με πολύ συγκεκριμένα έργα, με αδυναμία να αγοράσει έργα, σε μια αποδεκατισμένη από την κρίση αγορά, που ούτως ή άλλως ήταν μικρή. Πώς ξεκινά λοιπόν κανείς σε αυτό το τοπίο και σε μια χώρα που δίνει πολύ λίγη σημασία στην ενίσχυση της σύγχρονης εικαστικής δημιουργίας;
«Το βασικότερο που έπρεπε να γίνει ήταν να ενισχυθεί η θέση του μουσείου στον χώρο του καλλιτεχνικού επαγγελματικού πεδίου, που είναι έτσι κι αλλιώς πολύ ισχνό στην Ελλάδα. Άρα οι πρώτες αποφάσεις που έπρεπε να παρθούν ήταν σε αυτή την κατεύθυνση. Ορίσαμε, για πρώτη φορά από δημόσιο φορέα, έναν πλήρη οδηγό καλών πρακτικών, ο οποίος περιλαμβάνει τις δίκαιες αμοιβές όλων των καλλιτεχνών, επιμελητών, συγγραφέων και θεωρητικών που συμμετέχουν στις εκθέσεις και στο δημόσιο πρόγραμμά μας.
Επιπλέον, ξεκινήσαμε ένα συστηματικό πρόγραμμα αγορών νέων έργων. Τέλος, ενταχθήκαμε στις χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και έχουμε ξεκινήσει ένα πρόγραμμα φιλοξενίας διεθνών επιμελητών μέσω του οποίου επιδιώκουμε την καλύτερη δικτύωση και τη δημιουργία ευκαιριών για Έλληνες καλλιτέχνες και επαγγελματίες του χώρου» λέει.
Δεν μπορώ παρά να ρωτήσω πόσο ελεύθερος μπορεί να είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής ενός δημόσιου φορέα, αν η «ελευθερία» του μπορεί να προσκρούσει σε πιέσεις ή να αναχαιτιστεί από τα περίπλοκα γραφειοκρατικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν συχνά οι δημόσιοι φορείς.
«Δεν θα δεχόμουν ποτέ αυτήν τη θέση αν δεν ήταν δεδομένη η απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία» απαντά. «Ενώ είμαστε ένα 100% δημόσιο μουσείο, δεν υπάρχει καμία παρέμβαση στο καλλιτεχνικό έργο. Σήμερα στα μουσεία κατά κύριο λόγο οι παρεμβολές από τους ιδιώτες χρηματοδότες, τα ιδρύματα και την αγορά είναι αυτές που αλλοιώνουν το καλλιτεχνικό περιεχόμενο και υπονομεύουν τον προγραμματισμό.
Ευτυχώς στην Ελλάδα πλέον ο καλλιτεχνικός προγραμματισμός των δημόσιων φορέων πραγματοποιείται σε συνθήκες ελευθερίας. Όσο για τα γραφειοκρατικά εμπόδια, ευτυχώς το μουσείο διαθέτει μια πολύ έμπειρη διοικητική-οικονομική διευθύντρια, την Αθηνά Ιωάννου, με προϋπηρεσία σε δημόσιους φορείς (απαραίτητο για έναν τόσο μεγάλο οργανισμό όπως το ΕΜΣΤ) και μαζί συνεχώς και με επιμονή φροντίζουμε και διεκδικούμε συστηματικά την επίλυση των προβλημάτων».
Το μουσείο βρίσκεται στο κέντρο μιας πόλης αναμφίβολα ενδιαφέρουσας, με πολλούς καλλιτέχνες πια, Έλληνες και ξένους, να δουλεύουν εδώ, και εκπέμπει επιτέλους ένα σήμα που για την Κατερίνα Γρέγου σημαίνει ότι είναι ένα μουσείο με κοινωνική συνείδηση. «Ένα μουσείο κοσμοπολίτικο, ανοικτό, φιλόξενο, συμπεριληπτικό, γενναιόδωρο, που αναλαμβάνει 100% τον ρόλο του ως τόπου πολιτισμού και παιδείας. Είναι ένα σημείο στο οποίο συναντιούνται πολλές διαδρομές της πόλης αλλά και όλες οι εκφάνσεις της σύγχρονης τέχνης, όχι μόνον τα εικαστικά αλλά και η μουσική, ο χορός, ο κινηματογράφος κ.ά.», λέει.
Στην προβολή της ταινίας Όλη η ομορφιά και η αιματοχυσία σχηματίστηκαν ουρές. Κάποιοι από τους επισκέπτες έρχονταν για πρώτη φορά στο μουσείο και ανακάλυπταν έναν τόπο που έμεινε για χρόνια στη σκιά. Στήθηκαν οθόνες για να παρακολουθήσει ο κόσμος που δεν χωρούσε στις αίθουσες τις εκδηλώσεις για το περιβάλλον, για την κληρονομιά των έργων τέχνης, για τον φεμινισμό, και το ΕΜΣΤ μπήκε επιτέλους στο trend, αν θέλετε, ή, αλλιώς, στη συζήτηση για τη δημιουργία μιας κουλτούρας που θέλει το μουσείο να υπάρχει ως οργανισμός παλλόμενος και ζωντανός στη ζωή των Αθηναίων κυρίως επισκεπτών του.
«Είμαι πολύ χαρούμενη γιατί έχουμε αναπτύξει ένα νέο κοινό, πολύπλευρο, που δεν υπήρχε πριν» λέει η κ. Γρέγου. «Αλλά κυρίως είμαι χαρούμενη για δυο ομάδες επισκεπτών, τους νέους ανθρώπους και του ξένους επισκέπτες, που όλο και αυξάνονται. Το δημόσιο πρόγραμμά μας, που είναι πάντα δωρεάν για το κοινό, έχει συμβάλει στο να γίνει το μουσείο πιο προσιτό και να διερευνήσει όψεις του προγράμματός μας που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να καλυφθούν από τις εκθέσεις μας. Το γεγονός, επιπλέον, ότι λειτουργούν πια το καφέ και το εστιατόριο, η μοναδική ταράτσα με θέα την Ακρόπολη, όλα αυτά έχουν συμβάλει στο να γίνει το μουσείο τόπος καθημερινής εμπειρίας».
Η Κατερίνα Γρέγου με την ανάληψη των καθηκόντων της τόνισε τη σημασία τού να γίνουν αλλαγές στη μόνιμη συλλογή, ώστε να μπορούμε να επανεξετάζουμε τα έργα σε άλλο πλαίσιο, να τα ξαναβλέπουμε με νέες προσθήκες, πράγμα που ενθαρρύνει τον επισκέπτη να βλέπει άλλες αίθουσες και κάτι νέο κάθε φορά, αλλά και για να βγουν από τις αποθήκες έργα, και ως χρέος απέναντι στους καλλιτέχνες που τα δημιούργησαν. Με παράδειγμα τη δωρεά της συλλογής Δ. Δασκαλόπουλου, τη μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ στο ΕΜΣΤ, υποστηρίζει ότι οι συνέργειες με ιδιώτες γίνονται μόνον εάν είναι μέσα στο πνεύμα και το πρόγραμμα του μουσείου.
Τα έργα της συλλογής Δασκαλόπουλου έχουν ενταχθεί ήδη στην επανέκθεση και ανανέωση της έκθεσης της συλλογής με τον τίτλο «ΓΥΝΑΙΚΕΣ, μαζί» αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να καταλάβει κανείς ποια έργα ανήκουν στη δωρεά και ποια προϋπήρχαν στη συλλογή του ΕΜΣΤ. «Η αποδοχή αυτής της δωρεάς έγινε με γνώμονα την πολιτική αγορών που έχουμε διαμορφώσει» λέει. Την πολιτική μπορεί ο καθένας να τη βρει στην ιστοσελίδα του μουσείου.
«Έως τώρα», προσθέτει, «οι συνέργειες με ιδιώτες αφορούν το καλλιτεχνικό περιεχόμενο. Δεν είμαι ιδεοληπτικά εναντίον της συνέργειας και σε οικονομικό επίπεδο, με τη μορφή χορηγιών, ας πούμε, αλλά μόνον εάν διασφαλίζεται στο ακέραιο η καλλιτεχνική αυτονομία μας. Επιπλέον το μουσείο έχει ίδια έσοδα, τα οποία αυξάνονται συνεχώς, από τα εισιτήρια, το καφέ, το εστιατόριο και το κατάστημα και ελπίζουμε σύντομα να μπορέσουμε να ενεργοποιήσουμε τους Φίλους του Μουσείου, μόλις περάσει το κτίριο στην κυριότητά μας από την Αττικό Μετρό, κάτι που περιμένουμε εδώ και καιρό».
Η κ. Γρέγου ανυπομονεί να μιλήσει για το πρόγραμμα του ΕΜΣΤ και δικαίως, αφού σχεδόν όλο το 2024 θα παρουσιαστούν 15 εκθέσεις αποκλειστικά με έργα γυναικών. Είναι η πρώτη φορά διεθνώς που ένα μουσείο δίνεται καθ’ ολοκληρίαν σε καλλιτέχνιδες, όχι απλώς διοργανώνοντας εκθέσεις με φεμινιστικό περιεχόμενο, αλλά δίνοντας ριζικά τον λόγο σε γυναίκες.
«Το ερώτημα που θέτουμε στον νέο κύκλο εκθέσεων του μουσείου είναι αφορμή για έναν ευρύτερο προβληματισμό. Τι θα γινόταν, πραγματικά, αν οι γυναίκες κυβερνούσαν τον κόσμο; Και τι μορφή θα είχαν τα μουσεία αν οι γυναίκες είχαν καταλάβει τη θέση που τους αναλογούσε στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης; Πρόθεση και στόχος μας είναι να υπερβούμε την κυρίαρχη αφήγηση και να ανατρέψουμε συμβολικά, και όχι μόνο, την πραγματικότητα της χρόνιας υποεκπροσώπησης των γυναικών δημιουργών σε όλα τα πεδία της τέχνης» σημειώνει. Το πρόγραμμα, που έχει τον γενικό τίτλο «What if Women Ruled the World», δηλώνει κάτι παραπάνω από την απλή παράταξη καλλιτέχνιδων.
«Δηλώνει κυρίως τη δύναμη αλλαγής και την πολιτική σημασία μιας κοινότητας που βασίζεται στην εμπειρία του φύλου, σε ένα εκθεσιακό πρόγραμμα που θα πλαισιωθεί από δράσεις, συναντήσεις, περφόρμανς και ημερίδες» σημειώνει, με την ίδια να επιμελείται μαζί με την Ελένη Κούκου την επανέκθεση της συλλογής με τον τίτλο «ΓΥΝΑΙΚΕΣ, μαζί» και με τους χώρους αληθινά μεταμορφωμένους.
«Δεύτερη σημαντική έκθεση, σε επιμέλεια της Τίνας Πανδή, η από καιρό οφειλόμενη αναδρομική έκθεση της Λήδας Παπακωνσταντίνου, ίσως της σημαντικότερης καλλιτεχνικής φυσιογνωμίας στην Ελλάδα τον τελευταίο μισό αιώνα. Τρίτη έκθεση, σε επιμέλεια της Ελένης Κούκου και του Δημήτρη Τσουμπλέκα, είναι η μεγάλη παρουσίαση του έργου της Χρύσας Ρωμανού, μιας καλλιτέχνιδας που δεν της αποδόθηκαν ποτέ εν ζωή οι τιμές που της άξιζαν. Τελευταία του πρώτου κύκλου, σε επιμέλεια της Ιόλης Τζανετάκη, η έκθεση “D Possesions” της Δανάης Ανεσιάδου, μιας Ελληνίδας καλλιτέχνιδας της διασποράς η οποία παρουσιάζει την πρώτη της μεγάλη έκθεση στην Ελλάδα, σε συμπαραγωγή με το WIELS στις Βρυξέλλες», λέει.
Η Κατερίνα Γρέγου φωτογραφήθηκε στο ΕΜΣΤ, στον χώρο που φιλοξενεί το έργο με τίτλο «The Hermit» του καλλιτέχνη Viron Erol Vert.
Make up & hair artist: Έφη Αργυροπούλου
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.