Η μεγάλη ασπρόμαυρη φωτογραφία με το εντυπωσιακά όμορφο πρόσωπο της Λήδας Παπακωνσταντίνου, στα κλειστά βλέφαρα του οποίου είναι ζωγραφισμένα μεγάλα μάτια, υποδέχεται τους επισκέπτες στο -1 του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης που την τιμά με μια μεγάλη, εξαιρετικά επιμελημένη αναδρομική έκθεση που διατρέχει τη ζωή και το έργο της. Η φωτογραφία προέρχεται από την περφόρμανς «Deaf and Dumb» που έκανε το 1971 στο Maidstone College of Art, στο Λονδίνο.
Η έκθεση δανείζεται τον τίτλο από το έργο της «Χρόνος στα χέρια μου» που είναι τοποθετημένο στον σταθμό του μετρό στο Μοναστηράκι από το 2010 και προέρχεται από μια φωτογραφία της προβολής του βίντεο «Τα βέλη είναι του έρωτα» πάνω σε τοίχο των οθωμανικών Λουτρών Μπέη Χαμάμ στη Θεσσαλονίκη.
Περιηγούμενοι στο έργο μίας από τις σημαντικότερες καλλιτέχνιδες της ιστορίας της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα, καταλαβαίνουμε ότι δεν επαναπαύθηκε ποτέ. Ανέπτυξε ένα πολυσχιδές έργο για σχεδόν πέντε δεκαετίες που περιλαμβάνει περφόρμανς, γλυπτικά έργα, βίντεο, in situ εγκαταστάσεις και ζωγ ραφική, διερευνά, δε, θέματα φύλου, σεξουαλικότητας, συλλογικής και προσωπικής μνήμης, ιστορίας, πολιτικής και οικολογίας, πάντα με επίκεντρο το σώμα.
Η Λήδα Παπακωνσταντίνου δεν σταμάτησε να παρατηρεί και να πειραματίζεται, να αμφισβητεί και να αναδεικνύει με την καλλιτεχνική της πρακτική καίρια ζητήματα γύρω από άξονες όπως η έμφυλη ταυτότητα, η κοινωνική διάσταση του έργου τέχνης, η προσωπική και συλλογική μνήμη, η σχέση λόγου και σωματικότητας.
Στα έργα της είναι εμφανές ότι δεν έπαψε ποτέ να παρατηρεί τη ζωή των γυναικών, του τόπου της, τις ζωές των άλλων. Οι παρατηρήσεις που κάνει είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το κοινωνικό πλαίσιο.
Οι Σπέτσες, τόπος κρίσιμος για το έργο της, όπως μου λέει, προέκυψαν «τυχαία» στη ζωή της. Γεννημένη το 1945 στον Αμπελώνα Λάρισας, το πρώην Καζακλάρ, μεγάλωσε σε μια περίοδο που οι κάτοικοι της ελληνικής υπαίθρου προσπαθούσαν να επουλώσουν τις πληγές του πολέμου. Οι γονείς της, παντρεμένοι κατά τη διάρκειά του, μετακόμισαν στη Σαλαμίνα για να είναι κοντά στον ναύσταθμο ‒ ο πατέρας της υπηρετούσε στο Πολεμικό Ναυτικό. Η ανάμειξή του στο Κίνημα του Ναυτικού τον οδήγησε στη φυλακή∙ πέρασαν δεκαετίες για να αποκατασταθούν το όνομα και η δράση του.
«Ήμουν τριών ετών και θυμάμαι τον μπαμπά μου στο δικαστήριο», λέει, κι αυτή είναι μία από τις πρώτες της αναμνήσεις, οπότε βίωσε την απίστευτη διχόνοια του Εμφυλίου. «Είμαι σίγουρη ότι η κοινωνική μου εμπλοκή και ο τρόπος που την πλέκω ως ιστορία μέσα στα έργα μου έχει να κάνει με την οικογένειά μου, μια οικογένεια δημοκρατική, που όλοι έκαναν φυλακή ή εξορία. Το άλλο που φροντίζω και λατρεύω και εξυμνώ στους ανθρώπους είναι αυτά τα τραύματα ‒αν τα βιώσουν ως έχθρες, δεν θα τους επιτρέψουν να ζήσουν‒ που φροντίζουν –και αυτό το κάνουν οι γυναίκες, όχι οι άντρες‒ να τα πραγματεύονται και να τα κάνουν καθημερινότητά τους. Οι γυναίκες του Αμπελώνα, που οι μισές είχαν βιαστεί από τους μεν και οι άλλες μισές από τους δε, κατάφεραν να ζήσουνε σαν φίλες, το έζησα αυτό από κοντά. Τι το έκανε αυτό εφικτό; Ήρθαν στην Αθήνα και διατήρησαν αυτήν τη σχέση και με τον τόπο τους και μεταξύ τους∙ η μία γιάτρεψε την άλλη. Και βοηθήσανε και τους αρσενικούς. Αυτό το θεωρώ φοβερό επίτευγμα, και γινόταν φανερά».
Στον τοίχο, στην είσοδο της έκθεσης, η Λήδα Παπακωνσταντίνου έχει απλώσει με χρωματιστά νήματα το χρονολόγιο της οικογενειακής της ιστορίας. Αφορά τους γονείς της: τη μητέρα της, που της έμαθε τα χρώματα και τις μυρωδιές, και τον πατέρα της, που της έμαθε τα σχήματα και το σύμπαν. Πρόκειται για δυο δημιουργικούς και ελεύθερους ανθρώπους που το ταξίδι της ζωής τούς έφερε στις Σπέτσες. Εκεί εγκαταστάθηκαν, πρόκοψαν ως χειροτέχνες και η Λήδα τους τίμησε σε μια έκθεση με αρχεία από τη ζωή τους, κομμάτια από το εργαστήρι τους, αντικείμενα, εργαλεία, βιβλία τους, μαζί και ορισμένα δικά της έργα σε μια συγκινητική νοητική συνάντηση των τριών Παπακωνσταντίνου: του Θοδωρή, της Λίτσας και της ίδιας.
Η νεαρή Λήδα δεν έγινε φιλόλογος, ξανασκέφτηκε, όπως της ζήτησαν οι γονείς της, αν ήθελε να γίνει ηθοποιός και βρέθηκε να σπουδάζει στη Σχολή Δοξιάδη∙ έγινε γραφίστρια για να έχει ένα επάγγελμα και να βιοπορίζεται. «Αυτές οι σπουδές ήταν ένα highlight της ζωής μου», λέει. «Ήταν μια καταπληκτική σχολή, με καταπληκτικούς δασκάλους. Ο καλύτερος για μένα ήταν ο Ηλίας Δεκουλάκος, αυτός μου είπε “είσαι ζωγράφος, Λήδα. H Σχολή Δοξιάδη ήταν η πρώτη που έστελνε τους σπουδαστές για πρακτική εκπαίδευση στην Ασπιώτη-Έλκα. Σκεφθείτε ότι υπήρχε εκεί διευθύντρια και αυτά τα φοβερά μαστόρια, που ήταν και φοβεροί δάσκαλοι. Τελικά, πήγα στην Καλών Τεχνών για μια χρονιά, στο προπαρασκευαστικό, αλλά με απέβαλε ο Νίκος Νικολάου, με διαπόμπευσε.
Ήθελε στο προκαταρκτικό να κάνεις μόνο κάρβουνο, εγώ έκανα και χρώμα ‒ είχα δουλέψει στον Δοξιάδη τρία χρόνια σαν σκυλί. Ήταν προς το τέλος της χρονιάς και πήγα με κάτι ακουαρέλες και σχέδια. Και ενώ συνήθως δεν μιλούσε, άρχισε να πετάει τα έργα μου μέσα στο εργαστήριο και να λέει “η δεσποινίς Παπακωνσταντίνου νομίζει ότι είναι ζωγράφος. Αυτή η δουλειά είναι για το “Ρομάντζο” και τον “Θησαυρό”. Εγώ απλώς μάζεψα τα πράγματά μου και βγήκα έξω. Καθόμουν στα σκαλάκια κι έβγαζα καπνούς, και κάποια στιγμή έρχεται η Αρλέτα, που ήταν στο εργαστήριο του Μόραλη, και μου λέει “θέλει να σε δει ο δάσκαλος”. Ο Μόραλης μου είπε “αν θέλετε να εργάζεστε μέχρι το τέλος της χρονιάς υπάρχει ένα καβαλέτο εδώ”. Τον ευχαρίστησα γιατί δεν με πέταξε από το “σπίτι”. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Μόραλης είναι αυτός που άφησε ιστορία».
Η Λήδα Παπακωνσταντίνου ήταν είκοσι χρονών όταν αποφάσισε να πάει στην Αγγλία τον Σεπτέμβριο του 1966. «Eδώ βρόμαγε μπαρούτι με τα πολιτικά», λέει. Όταν τη ρωτώ πώς διάλεξε την Αγγλία, μου λέει μια ωραία ιστορία. «Η Αγγλία έλαμψε στο κεφάλι μου γιατί δεν ήθελα να πάω στη Γαλλία, αλλά δεν ήξερα και άλλες χώρες. Λάτρευα τη ροκ μουσική και την τζαζ αργότερα, ενώ η γαλλική μουσική μού ήταν αφόρητη και έμοιαζε να υπάρχει και μια αίσθηση μικροαστισμού εκεί, την έπιανα στον αέρα. Επίσης, μιλούσα εγγλέζικα γιατί στο σπίτι μου το πατρικό υπήρχαν μόνο βιβλία, διαβάζαμε όλοι τρελά, διαβάζαμε δυνατά, έτσι έμαθα ποίηση, έτσι έμαθα λογοτεχνία».
Όταν βρέθηκε στην Αγγλία, εκεί όπου συνέβαιναν τολμηρά και πρωτοποριακά πράγματα, τα θαυμάσια που σημάδεψαν όσους βρέθηκαν εκεί στην άνθηση της δεκαετίας του ’60, άρχισε σπουδές στο Maidstone College of Art στο Κεντ, ένα κολέγιο προοδευτικό με διδάσκοντες όσους είχαν απορριφθεί από τα συντηρητικά πανεπιστήμια. Εκεί ένιωσε για πρώτη φορά ότι ως καλλιτέχνις μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, να ασκεί οποιαδήποτε πρακτική χωρίς περιορισμούς, εκεί άρχισε να βρίσκει την καλλιτεχνική της ταυτότητα. Εκεί είχε και την ελευθερία να δηλώνει «καλλιτέχνις» χωρίς να θεωρείται χομπίστρια, κάτι που την εξοργίζει ακόμα και σήμερα όταν το ακούει. Για τη Λήδα Παπακωνσταντίνου η καλλιτεχνική εργασία είναι εξόχως πνευματική και πρέπει να της αφοσιωθείς με προσήλωση, φαντασία ασύγκριτη δουλειά και επιμονή.
Από πολύ νωρίς, όταν ξεκίνησε τη ζωή της στην Αγγλία, άρχισε να δημιουργεί έργα που αναφέρονταν εξαρχής στο ανθρώπινο σώμα και την έμφυλη ταυτότητα. Κατέγραφε συστηματικά τα αισθητηριακά και ψυχικά ερεθίσματα που σχετίζονται με τη μνήμη και τον χρόνο, με τις δράσεις της να αποκτούν σταδιακά μια πολυεπίπεδη επικοινωνιακή λειτουργία.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, μετά τη χούντα, που είχε διαλύσει το πολιτισμικό δυναμικό της χώρας, βρέθηκε ανάμεσα σε καλλιτέχνες που ποθούσαν να εκφραστούν, να ανοιχτούν στο καινούργιο και να δημιουργήσουν. Σε αυτό το περιβάλλον υπήρξε από τις πρώτες καλλιτέχνιδες που πειραματίστηκαν με το τότε αναδυόμενο καλλιτεχνικό μέσο της περφόρμανς, με το οποίο ασχολούνταν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Σήμερα, βλέποντας το έργο της να καταλαμβάνει τον χώρο του -1 του ΕΜΣΤ, μπορούμε να το διαβάσουμε ως ένα έργο όχι μόνο πρωτοποριακό αλλά και εξόχως πολιτικό.
Η Λήδα Παπακωνσταντίνου μιλά για το φύλο και την ταυτότητα, εστιάζοντας απαρέγκλιτα στην κοινωνία και τις συνθήκες που επικρατούν. Το αποδεικνύει στα φιλμ και τις περφόρμανς των ετών 1969-1971, στις πρώτες εγκαταστάσεις στην Ελλάδα τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 και στις μεγάλης κλίμακας βίντεο-εγκαταστάσεις των τελευταίων δεκαετιών, όπου αναπλαισιώνει καίρια ζητήματα της πρακτικής της, έχοντας ως άξονες τις κοινωνικές διαστάσεις του έργου, της μνήμης, του λόγου και του σώματος. Το διάστημα 1975-1979 δημιούργησε στις Σπέτσες ένα κοινοτικό «φτωχό» θέατρο, το Σπετσιώτικο Θέατρο, με ντόπιους οι οποίοι ήθελαν να συμμετέχουν σε κάτι που ανέτρεπε τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν το θέατρο.
Στα έργα της είναι εμφανές ότι δεν έπαψε ποτέ να παρατηρεί τη ζωή των γυναικών, του τόπου της, τις ζωές των άλλων. Οι παρατηρήσεις που κάνει είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το κοινωνικό πλαίσιο. «Δεν έχει σημασία ο τόπος που πατάω αλλά ο τρόπος που βρίσκομαι μέσα σε αυτόν», λέει. Και αυτός ο τρόπος κάνει τον άλλο, αυτόν που δεν μιλά την ίδια γλώσσα με κείνη, να αισθάνεται, να διαισθάνεται και να συνδέεται με το έργο της. «Λέω πάντοτε ότι το κομμάτι το δικό μου που έχει σχέση με τους θεατές είναι πολύ ευχαριστημένο, έχω εισπράξει αγάπη και σεβασμό όπου και να έχω δείξει τη δουλειά μου. Είναι το μεγαλύτερο, το καλύτερο που θα μπορούσα να νιώσω».
Η Λήδα Παπακωνσταντίνου έχει τον αέρα μιας αιώνια ανήσυχης έφηβης με πνευματική ενάργεια και ενσυναίσθηση που νιώθει την έννοια του θηλυκού υποκειμένου, οσμίζεται τις πολύ λεπτές, αδιόρατες πολλές φορές πατριαρχικές δομές και ιεραρχικές σχέσεις, τις αμφισβητεί αδιάκοπα μέσα στο έργο της, άλλοτε κρυπτικά και άλλοτε φανερά. Στην αναδρομική της έκθεση έχει πολλά να ανακαλύψει ο επισκέπτης μέσα από ένα έργο που μετρά δεκαετίες και μοιάζει να δημιουργήθηκε σήμερα, «στον χρόνο που κρατά στα χέρια της».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.