Το 2023 ο Θεσσαλονικιός Beats Pliz (aka Φώτης Γεωργιάδης) κατάφερε κάτι μοναδικό στα ελληνικά μουσικά χρονικά. Αρχικά, ηχογράφησε το πρώτο ελληνικό ραπ άλμπουμ που βασίζεται σε κλασικές δικές του συνθέσεις, με τη συμμετοχή ονομάτων που δύσκολα θα μαζευτούν ξανά σε ένα άλμπουμ, έφτιαξε το πρώτο ραπ ντοκιμαντέρ με το χρονικό της δημιουργίας του δίσκου, το οποίο βγήκε στις αίθουσες τον Απρίλιο ως προπομπός του, και έκλεισε τον κύκλο του «Arte Povera» με δύο μεγαλειώδεις συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, χαρίζοντας στο κοινό στιγμές που δεν είχαν προηγούμενο στην Ελλάδα.
Το «Arte Povera» είναι το έργο ενός μουσικού παραγωγού-συνθέτη και σκηνοθέτη που είδε το όνειρο που είχε από τα παιδικά του χρόνια να γίνεται πραγματικότητα μετά από σκληρή δουλειά χρόνων (δεκατρία χρόνια μάζευε τα λεφτά για το budget που ισοδυναμεί με το budget δέκα τουλάχιστον άλμπουμ) και απανωτά ταξίδια προκειμένου να πείσει σημαντικές ορχήστρες της Ευρώπης σε Πράγα, Βουδαπέστη και Σόφια να παίξουν τη μουσική που συνέθεσε, πολυμελείς χορωδίες να συμμετέχουν και μεγάλα στούντιο να του επιτρέψουν να ηχογραφήσει.
«Το 2023 ήταν μια μεγάλη χρονιά απ’ όλες τις απόψεις. Ξεκίνησε με ασταμάτητη δουλειά για το ντοκιμαντέρ και τον δίσκο και με ανυπομονησία να τελειώσουν όλες οι διαδικασίες και να κυκλοφορήσει».
Το υλικό που προέκυψε το χρησιμοποίησε ως βάση για να δομήσει πάνω του τα beats που το συνοδεύουν και να δημιουργήσει έναν ήχο που δεν είχαμε ξανακούσει στην Ελλάδα, ένα συγκινητικό μουσικό έργο με το ραπ σε πρωταγωνιστικό ρόλο, κάτι σαν drill ορατόριο χωρίς τις θρησκευτικές αναφορές. Το live της 14ης Οκτωβρίου στο Θέατρο του Λυκαβηττού ήταν μια ανεπανάληπτη στιγμή για το ελληνικό ραπ, κορυφαία, το ίδιο και στις 4 Νοεμβρίου στο Θέατρο Γης – ο Beats Pliz έγραψε ιστορία.
«Το 2023 ήταν μια μεγάλη χρονιά απ’ όλες τις απόψεις», λέει. «Ξεκίνησε με ασταμάτητη δουλειά για το ντοκιμαντέρ και τον δίσκο και ανυπομονησία να τελειώσουν όλες οι διαδικασίες και να κυκλοφορήσει. Τελειώνει έχοντας δώσει τεράστιο feedback, και αυτό είναι κάτι που με γεμίζει πολύ. Ήταν ένας μαραθώνιος με ρυθμούς sprint. Σκεπτόμενος όλα όσα συνέβησαν με το πρότζεκτ δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω το πόσο γρήγορα πέρασε.
Οι στιγμές που κρατάω είναι σίγουρα οι πρώτες κάθε κομματιού: της προβολής του ντοκιμαντέρ, της κυκλοφορίας του δίσκου, της παρουσίασης του live. Καθεμία από αυτές είχε τόσο ενθουσιασμό και ανυπομονησία που θα μου μείνουν αξέχαστα. Είχε και πολύ δύσκολες στιγμές, ειδικά όσον αφορά τη δουλειά, το άγχος και το τρέξιμο που χρειάστηκαν, αλλά ήταν τόσο σημαντικό και μεγάλο κομμάτι της διαδικασίας, που όσο δύσκολο ή ατελείωτο κι αν φαινόταν όλο αυτό, δεν θα ήθελα να τις ξεχάσω ποτέ.
Το “Arte Povera” ως ιδέα ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν. Ενθουσιαζόμουν και εντυπωσιαζόμουν τρομερά κάθε φορά που άκουγα συμφωνικά parts σε rap παραγωγές που ως ακροατής έψαχνα σαν τρελός. Έψαχνα συνεχώς να βρω παραγωγές με samples ή συνθέσεις κλασικής μουσικής μέσα σε rap κομμάτια και σπανίως τα κατάφερνα. Ήθελα πάρα πολύ να βρω έναν δίσκο ή έναν καλλιτέχνη, είτε rapper είτε μουσικό παραγωγό, που να έχει φτιάξει κάτι συνδυάζοντας αυτά τα δύο είδη με οποιονδήποτε τρόπο και να το κυκλοφορήσει ως μια ολοκληρωμένη δουλειά, αντί για μεμονωμένα κομμάτια.
Δεν έβρισκα πουθενά, οπότε αποφάσισα να το δοκιμάσω εγώ. Έκανα μουσικές παραγωγές από πολύ μικρή ηλικία και άλλαζα μουσικά είδη συνεχώς, έτσι ώστε να παίρνω εμπειρία και πληροφορίες απ’ όσα είδη μπορούσα. Κάποια στιγμή ασχολήθηκα έντονα και με τη συμφωνική μουσική, οπότε είχα κάποια ιδέα από τη σύνθεση αυτού του είδους. Ξεκίνησα να κάνω μερικές απόπειρες σε beats που είχα δώσει σε rappers χρησιμοποιώντας συμφωνικά όργανα και συνθέσεις.
Κάποια παραδείγματα είναι το “Goodfella” (Light, Strat VLOSPA), το “Big Moves” (VLOSPA), το “Hooligans” (Sadam) και άλλα πολλά. Βλέποντας την πορεία αυτών των beats, πήρα την απόφαση και είπα θα το δοκιμάσω.
Η μεγαλύτερη δυσκολία σε όλο αυτό, βέβαια, ήταν το budget που χρειαζόταν για να υλοποιηθεί αυτή η ιδέα ακριβώς όπως την είχα φανταστεί, δηλαδή για να ηχογραφηθούν αυτές οι συνθέσεις από μεγάλες και έμπειρες συμφωνικές ορχήστρες, με μεμονωμένα groups οργάνων και σε μεγάλα και κατάλληλα εξοπλισμένα στούντιο, κάτι που αναγκαστικά μπόρεσα να βρω μόνο στο εξωτερικό. Το πρώτο email σε στούντιο το έστειλα πριν από τέσσερα χρόνια και, λαμβάνοντας το τιμολόγιο για την ηχογράφηση των εγχόρδων μόνο, κατάλαβα ότι θα χρειάζονταν αρκετά χρόνια δουλειάς ακόμα για να μαζέψω το συνολικό budget.
Η δεύτερη δυσκολία αφορούσε τα αρκετά πόστα που θα έπρεπε να αναλάβω μόνος μου κατά τη διάρκεια της παραγωγής όλου του πρότζεκτ, αφενός γιατί δεν είχα την οικονομική άνεση να πληρώσω μία ομάδα παραγωγής και αφετέρου γιατί επρόκειτο για ένα πρότζεκτ το οποίο κι εγώ θα ανακάλυπτα φτιάχνοντάς το, χωρίς να μπορώ να δώσω σαφείς οδηγίες εκ των προτέρων, μια και δεν είχα κάποιο blueprint να ακολουθήσω, αφού δεν είχα δει κάποια άλλη παρόμοια δουλειά. Αυτό, βέβαια, όσο εξαντλητικό κι αν ήταν, μου έδωσε την ευκαιρία να μάθω και να ανακαλύψω πολλά πράγματα, τα οποία δεν θα μάθαινα αλλιώς, όπως και να φτιάξω το πρότζεκτ με μια ενιαία αισθητική σε όλο, μια και όλα έγιναν ακριβώς όπως τα είχα στο μυαλό μου.
Θεωρώ ότι μια αλυσίδα με πολλούς κρίκους οδηγεί σε καλύτερο αποτέλεσμα σχεδόν τα πάντα, εκτός αν πρόκειται για τέχνη. Στην οποιαδήποτε τέχνη, πολλές καλλιτεχνικές και αισθητικές απόψεις τείνουν να περιπλέκουν το αποτέλεσμα.
Ευτυχισμένες Ημέρες in C Minor feat. Lex
Από την άλλη, μια ομάδα που δουλεύει σαν καλολαδωμένη μηχανή φτάνει πολύ πιο γρήγορα στον στόχο της απ’ ό,τι ένας άνθρωπος μόνος του, που προσπαθεί να καλύψει όλα τα κενά. Γι’ αυτό και μου πήρε ακριβώς έναν χρόνο από το πρώτο ταξίδι στην Πράγα μέχρι και την παράδοση και κυκλοφορία του δίσκου. Ίσως να μην μεγάλο το διάστημα, αν εξαιρέσεις ότι αφιέρωσα πολλά χρόνια κάνοντας μουσική και βίντεο, τόσο ερασιτεχνικά όσο και επαγγελματικά.
Το πρότζεκτ, αφού είχα φτιάξει ένα τεράστιο mindmap για το πώς θα μπορούσε να υλοποιηθεί, ξεκίνησε γράφοντας όσα rap beats μπορούσα. Μόλις τα ολοκλήρωσα, πήρα τις συνθέσεις από κάθε μελωδία καθενός beat και ξεκίνησα να τις μετατρέπω σε συμφωνικές. Δηλαδή άρχισα να σκέφτομαι πώς θα μπορούσα να επενδύσω κάθε μελωδία με τον ήχο μιας ολόκληρης συμφωνικής ορχήστρας με πολλά έγχορδα, πνευστά και χορωδία. Χρησιμοποίησα όποιο δωρεάν virtual studio technology μπορούσα να έχω πρόσβαση ώστε να ακούσω ψηφιακά samples ορχηστρών και να φτιάξω μια εικόνα για το αν φτάνει, έστω κι έτσι, στο αποτέλεσμα που φανταζόμουν.
Έπειτα, διάλεξα τις ορχήστρες και τα στούντιο όπου θα μπορούσα να ηχογραφήσω αυτές τις συνθέσεις και ξεκίνησα το ταξίδι. Λίγο πριν, είχα ζητήσει στον εδώ και χρόνια φίλο και συνεργάτη μου Βασίλη Μπαραχάνο να έρθει μαζί μου να τραβήξουμε τα πάντα βίντεο ώστε να τα έχω να τα θυμάμαι, μια και ήμουν σίγουρος ότι δεν θα είχα πολλές ευκαιρίες στη ζωή μου να ζήσω μια τέτοια εμπειρία. Ήθελα να έχω τα πάντα κρατημένα σε αρχείο, είτε για να τα χρησιμοποιήσω ως promo είτε για να τα θυμάμαι. Μόλις τελείωσαν οι ηχογραφήσεις και τα ταξίδια, ξεκίνησα να μιξάρω τις ηχογραφήσεις των ορχηστρών με τα rap beats και με μια αρχική μίξη κατάλαβα ότι η μουσική του δίσκου βρισκόταν ήδη σε ένα αρκετά καλό επίπεδο ώστε να φέρω στο στούντιο τους rappers να ακούσουν το υλικό.
Είπα ξανά στον Βασίλη να τραβήξουμε βίντεο τη διαδικασία αυτών των studio sessions για να έχω υλικό και από αυτά. Βλέποντας τις αντιδράσεις των rappers, τους οποίους θαυμάζω και άκουγα προτού καν ξεκινήσω τον δίσκο, κατάλαβα δύο πολύ σημαντικά πράγματα: ήταν ότι αυτός ο δίσκος μπορεί όντως να γίνει πραγματικότητα και ότι όλος αυτός ο ενθουσιασμός δεν ήταν κάτι που είχα μόνο εγώ. Και αυτό το λέω γιατί όλο αυτό το ταξίδι το ξεκίνησα χωρίς να ξέρω αν θα πετύχει η απόπειρα, πόσο μάλλον αν αυτοί οι καλλιτέχνες θα ήθελαν να συμμετάσχουν σε κάτι τέτοιο. Είχα ξεκινήσει το ταξίδι με μεγάλο ρίσκο ότι όλο αυτό μπορούσε πολύ εύκολα να αποτύχει και όλη αυτή η προσπάθεια να καταλήξει σε ένα beat tape που θα έμενε στο ράφι.
Οπότε, το να βλέπω αυτούς τους καλλιτέχνες να αντιδρούν δίνοντας τόσο έντονα θετικό feedback, ήταν πάρα πολύ σημαντικό για μένα. Ήταν η στιγμή που πίστεψα ότι δεν είμαι τρελός. Το δεύτερο ήταν η σημασία όλου αυτού του αρχείου με βίντεο. Συνειδητοποίησα τι αξία έχουν αυτές οι στιγμές βιντεοσκοπημένες, μια και εγώ, ως ακροατής, δεν μπόρεσα ποτέ να παρακολουθήσω την backstage διαδικασία παραγωγής ενός ελληνικού rap album κι αυτό ήταν κάτι που έψαχνα πάντα να δω. Τότε ήταν που μου ήρθε η ιδέα να κινηματογραφήσω τα πάντα σε σημείο που να μπορώ να ολοκληρώσω ένα ντοκιμαντέρ για τον δίσκο.
Έχοντας φτάσει στο στάδιο όπου όλοι οι rappers ήθελαν να συμμετάσχουν και έπρεπε να πάρουν τον χρόνο τους για να γράψουν τους στίχους τους πάνω στη μουσική, εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία ώστε να ξεκινήσω να δουλεύω εντατικά το ντοκιμαντέρ, φτιάχνοντας μια σκαλέτα με τρία parts για τη δομή του, το πιάνο που θα ντύνει όλο το πρότζεκτ, γυρίζοντας τις έξτρα σκηνές που θα γέμιζαν το ντοκιμαντέρ με όλες τις πληροφορίες που χρειαζόταν ο θεατής για να καταλάβει κάθε λεπτομέρεια, καθώς και τις σκηνές με έξτρα music video αισθητική που θα ολοκλήρωναν την εικόνα που ήθελα να δώσω, μια και η πορεία μου στο κομμάτι της λήψης του βίντεο προέρχεται από τη διαδικασία. Στη συνέχεια, ξεκινήσαμε τις ηχογραφήσεις των rappers, όπου παράλληλα μόνταρα και κάθε session για να κουμπώνει με το υπόλοιπο ντοκιμαντέρ.
Μόλις τελείωσαν οι ηχογραφήσεις, ανάμεσα στη διαδικασία του mix & master ολοκλήρωσα το μοντάζ και έγιναν οι πρώτες κινήσεις για την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ στους κινηματογράφους. Στις πρώτες προβολές του ντοκιμαντέρ ολοκληρώθηκε και το master του δίσκου που κυκλοφόρησε 22 μέρες μετά την πρεμιέρα. Παράλληλα, ολοκλήρωσα και την instrumental version με τον τίτλο “The Soundtrack”, που κυκλοφόρησε ενάμιση μήνα μετά και περιείχε όλα τα τραγούδια χωρίς τα rap φωνητικά στην πρωταρχική version των συμφωνικών beats. Έπειτα από λίγους μήνες πήραμε την απόφαση να γίνει live παρουσίαση του δίσκου στο Θέατρο του Λυκαβηττού στην Αθήνα και στο Θέατρο Γης στη Θεσσαλονίκη. Και οι δύο συναυλίες είχαν τρομερή στήριξη από τον κόσμο, γι’ αυτό έγιναν τα sold-out».
Mitropolis in C# Minor feat. Mikros Kleftis
Παρακολουθώντας τη διαδικασία παραγωγής του άλμπουμ και ξέροντας τους λόγους που αποφάσισε να το φτιάξει, τις δυσκολίες του εγχειρήματος αλλά και τον τρόπο που συνεργάστηκε με τους εννιά ράπερ που συμμετέχουν στα κομμάτια [επτά Βόρειοι, κυρίως Θεσσαλονικείς (ΛΕΞ, Sadam, Mikros Kleftis, Bloody Hawk, Hawk, Wang, VLOSPA) και δύο Αθηναίοι, ο Εthismos και ο Dani Gambino], δεν σου μένει καμία αμφιβολία για το έργο που συνοψίζει σε σχεδόν 37μισι λεπτά τον drill ήχο που άνθησε στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια.
Το «Arte Povera» είναι ένας θρίαμβος της σκηνής της πόλης, κι ας έχει και αθηναϊκές συμμετοχές, με την «αλητίλα» του drill να συναντιέται στο stage του live με τους μπαρόκ ήχους της κλασικής μουσικής και τον λυρισμό της χορωδίας και της υψιφώνου, μιας εξωγήινης φιγούρας που θύμιζε τη σοπράνο από το Πέμπτο Στοιχείο του Λικ Μπεσόν, σε ένα σύνολο που κάποιες στιγμές ήταν συγκλονιστικό. Αν το άλμπουμ ήταν ένα μοναδικό επίτευγμα, το live ήταν πραγματικά one of a kind. Και όχι μόνο για την Ελλάδα.
«Δεν περίμενα καθόλου τέτοια ανταπόκριση από το κοινό», λέει. «Πραγματικά, δεν ήξερα τι να περιμένω από κάθε κομμάτι του πρότζεκτ, αφού τα πάντα ήταν αρκετά πρωτότυπο για να έχω ένα reference και να προετοιμαστώ. Ήθελα πάρα πολύ να πάει καλά το ντοκιμαντέρ, ώστε να ανοίξει η πόρτα των κινηματογράφων για το ελληνικό rap και για να δει ο κόσμος και να καταλάβει τι ακριβώς είναι όλο αυτό που δοκιμάζω. Είχα αρχίσει να φοβάμαι ότι μπορεί εν τέλει αυτό που είχε φτιάξει ο κόσμος στο μυαλό του, μέσω του τρομερού feedback που είχα για το ντοκιμαντέρ, να μην ήταν αυτό που θα άκουγε στον δίσκο.
Τρεις εβδομάδες μετά, από τις πρώτες κιόλας ώρες της κυκλοφορίας, άκουγα τα αμάξια στις γειτονιές που μένω να blast-άρουν τον δίσκο, τα ηχειάκια στα πάρκα και στις αλάνες να παίζουν τα κομμάτια, τα μηνύματα να είναι άπειρα, ανθρώπους που θαυμάζω να μου δείχνουν τη στήριξή τους και να μου λένε όμορφα λόγια, έβλεπα τους συνεργάτες μου ευτυχισμένους και το Spotify να βάζει τον δίσκο στα παγκόσμια charts. Μερικούς μήνες μετά, όταν τελείωσε η live παρουσίαση του δίσκου και είδα ένα κατάμεστο ιστορικό θέατρο να χειροκροτεί την όλη προσπάθεια, κατάλαβα για τα καλά ότι ταυτίστηκε, κι αυτό σημαίνει τα πάντα για μένα.
Το ότι έγινε πραγματικότητα ένα τέτοιο live ήταν κάτι παράτολμο και εξαιρετικά δύσκολο. Ήθελα το καθετί, κάθε δευτερόλεπτο, να γίνει ακριβώς όπως το είχα στο μυαλό μου και ήξερα ότι αυτό θα απαιτούσε πολλή δουλειά. Είχα την τύχη να έχω συνεργάτες τους μοναδικούς ανθρώπους που θα μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο πραγματικότητα όσον αφορά το τεχνικό κομμάτι, οπότε τίποτα δεν θα γινόταν χωρίς αυτούς.
Κάθε κομμάτι χρειάστηκε μήνες προετοιμασίας και μελέτης, γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να επαναληφθεί. Νομίζω ότι αυτές οι δύο συναυλίες ήταν το πιο ιδανικό κλείσιμο του πρότζεκτ, ολοκληρώνοντας κάθε πτυχή του όπως ακριβώς την είχα φανταστεί, οπότε πλέον δεν έχω κάτι άλλο να του δώσω και το πιο σωστό για μένα θα ήταν να μείνει εκεί.
Τη μεγαλύτερη διαφορά στα δύο lives την έκαναν οι δυο εβδομάδες που μεσολάβησαν. Μου έκανε τρομερή εντύπωση το πόσο γρήγορα ταξίδεψε η πληροφορία και πόσο άλλαξε η αντίδραση του κόσμου από το πρώτο live στο δεύτερο. Το πρώτο είχε πολύ έντονο το στοιχείο της έκπληξης και το κοινό αντιδρούσε με μεγάλο ενθουσιασμό σε οτιδήποτε γινόταν καθ’ όλη τη διάρκειά του, μην ξέροντας τι ακριβώς θα έβλεπε και θα άκουγε. Αυτό συνέβη γιατί ήθελα πολύ να υπάρχει η αίσθηση της έκπληξης γι’ αυτό και η αφίσα δεν έδινε καμία πληροφορία πέρα από έμενα, τη λέξη “live”, τον χώρο και την ημέρα.
Αυτό λειτούργησε εξαιρετικά και η αντίδραση του κοινού κάθε λεπτό ήταν εκπληκτική, σε βαθμό που ξεπερνούσε κάθε άλλο κοινό που έχω συναντήσει. Κάθε πληροφορία που δεν μοιράστηκα πριν από το live όμως ταξίδεψε ακαριαία μέσω των βίντεο που ανέβηκαν στα social media και στο δεύτερο live το κοινό δεν ήταν απλώς προετοιμασμένο, ήταν και καλά διαβασμένο.
Ξέρανε τι θα γίνει κάθε λεπτό, τι να απαντήσουν στο speakage της ρομποτικής φωνής, πότε σκάνε οι φωτιές, πού κατέληγε κάθε εισαγωγική μελωδία του πιάνου πριν ξεκινήσει το κομμάτι, ποιος rapper θα έβγαινε μετά. Ήρθαν προετοιμασμένοι και δώσανε μια εκπληκτική ενέργεια, αλλά τελείως διαφορετική από αυτήν του κοινού της πρώτης συναυλίας. Ήταν ένα ακραίο συναίσθημα και στις δύο περιπτώσεις, και θα μου μείνει για πάντα αξέχαστο».
Victoriam in F Minor feat. Bloody Hawk
Ο Beats Pliz φωτογραφήθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.