Η ταινία Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας που έφτιαξε ο Βασίλης Λούρας ως φόρο τιμής στην 100ή επέτειο από τη γέννηση της Ελληνίδας ντίβας ήταν μια μεγάλη, ευχάριστη έκπληξη λίγο πριν από το τέλος της χρονιάς.
Το συναρπαστικό, και συγκινητικό σε αρκετά σημεία, ντοκιμαντέρ που έκανε την πρεμιέρα του στην Εθνική Λυρική Σκηνή προέκυψε μετά από επίπονη ερευνητική δουλειά δύο τουλάχιστον χρόνων και ξεκίνησε από μια ιδέα του Βασίλη, καλλιτεχνικού συμβούλου Προγραμματισμού και Επικοινωνίας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο οποίος έγραψε το σενάριο και το σκηνοθέτησε, μαζί με τον Μιχάλη Ασθενίδη.
«Είμαστε πολύ χαρούμενοι γιατί όλες οι αντιδράσεις είναι θετικές, και από τον ελληνικό Τύπο αλλά και από το κοινό που είδε την ταινία στην πρεμιέρα», λέει. «Έως τώρα στον ξένο Τύπο είναι πολύ θετική η ανταπόκριση από τις μεγάλες γαλλικές εφημερίδες, “Le Monde”, “Le Figaro”, “La Croix””, τη γερμανική “Frankfurter Allgemeine”, αλλά και σε μεγάλα websites για τη μουσική και την όπερα, όπως το diapason, το olyrix κ.α.
«Η Καλογεροπούλου της Αθήνας και αργότερα η Κάλλας του πλανήτη νομίζω πως είναι, και θα είναι πάντα, ένα σύμβολο δύναμης για τους φοβισμένους, γι’ αυτούς που είναι διαφορετικοί, για τα παιδιά εκείνα που μεγαλώνουν δύσκολα».
Το 2023 ήταν μια μονοθεματική χρονιά, αποκλειστικά αφιερωμένη στην Κάλλας. Έβλεπα, άκουγα, διάβαζα μόνο ό,τι είχε σχέση μαζί της. Ακόμα και στο πρωινό μου τρέξιμο άκουγα στα ακουστικά όλες τις συνεντεύξεις της, για να βρω έστω και μια φράση που να δίνει μια απάντηση στα ερωτήματά μου. Προσπάθησα να αποκτήσω πρόσβαση σε κάθε διαθέσιμη πηγή, να διαβάσω ό,τι έχει γραφτεί και να αναζητήσω κάθε βίντεο που υπάρχει online.
Είμαι ευγνώμων για τη βοήθεια που μου έδωσαν όλοι όσοι μίλησα μαζί τους. Μια λέξη, ένας αριθμός τηλεφώνου, ένα όνομα, κάθε πληροφορία με οδηγούσε σε έναν καινούριο δρόμο που έπρεπε να τον περπατήσω. Ήταν μια απολύτως εμμονική διαδικασία, η οποία με κρατούσε σε εγρήγορση, αφού, μετά τον ενθουσιασμό για οτιδήποτε καινούργιο έβρισκα, στη συνέχεια ένιωθα ματαίωση για όλα όσα δεν κατάφερα να βρω.
Τέλος Ιουλίου μπήκαμε με τον Μιχάλη Ασθενίδη στο μοντάζ της ταινίας, μια πολύ δημιουργική και δύσκολη διαδικασία, με ανατροπές και αναποδιές, η οποία ολοκληρώθηκε το πρωινό της 2ας Δεκεμβρίου, δηλαδή λίγες ώρες πριν από την πρεμιέρα της ταινίας! Η συγγραφή του σεναρίου τελείωσε μέσα στην ησυχία της άδειας αυγουστιάτικης Αθήνας και ενώ είχαν ολοκληρωθεί όλες οι συνεντεύξεις που έγιναν στο πρώτο μισό της χρονιάς.
Παράλληλα, όλο αυτό το διάστημα είχαμε να αντιμετωπίσουμε με την παραγωγό Στέλλα Αγγελέτου και το νομικό κομμάτι, όλο αυτό το βουνό των διαπραγματεύσεων για τα δικαιώματα χρήσης των βίντεο, των ηχογραφήσεων, των φωτογραφιών και των εγγράφων που θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε στο ντοκιμαντέρ. Ενδεικτικό είναι ότι την ηχογράφηση της Λευκάδας καταφέραμε να την εξασφαλίσουμε στα μέσα Νοεμβρίου, λίγες μέρες πριν από την πρεμιέρα της ταινίας, ενώ παράλληλα, έως και την τελευταία εβδομάδα, προσθέταμε και αφαιρούσαμε υλικό.
Φυσικά, το 2023 η Κάλλας δεν ήταν μόνο παρούσα στη διαδικασία της δημιουργίας του ντοκιμαντέρ αλλά και στο σύνολο των εκδηλώσεων που έκανε η ΕΛΣ για τα 100 χρόνια από τη γέννησή της υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γιώργου Κουμεντάκη.
Η σπουδαία συλλογή του Δημήτρη Πυρομάλλη, την οποία δώρισε στην ΕΛΣ, η συμπαραγωγή μας με τη Μετροπόλιταν Όπερα για τη Μήδεια του Κερουμπίνι, το μεγάλο εικαστικό πρόγραμμα “Unboxing Callas”, το γκαλά στο Ηρώδειο με όλα όσα τραγούδησε εκεί στις τρεις ιστορικές εμφανίσεις της, το πρόγραμμα “Visualizing the voice of Maria Callas” και το βίντεο-ρεσιτάλ σε επιμέλεια Άρη Χριστοφέλλη για το άγνωστο ρεπερτόριο της Κάλλας στη GNO TV – όλα αυτά θεωρώ πως πρόσφεραν στο κοινό μια ουσιαστική εικόνα για όλα όσα δώρισε στην τέχνη της όπερας η Μαρία Κάλλας».
Το ντοκιμαντέρ είχε ενθουσιώδη σχόλια από όλους, γενική αποδοχή, κι αυτό είναι σπάνιο για ελληνική ταινία, δεδομένου ότι αφορά ένα μυθικό πρόσωπο που είχε πάντα φανατικό κοινό αλλά και αρκετούς εχθρούς, ειδικά στην Ελλάδα
«Δεν το περίμενα καθόλου αυτό», διευκρινίζει. «Είχα έναν τεράστιο φόβο για το αν και κατά πόσο θα καταφέρναμε να ανταποκριθούμε στο ύψος των περιστάσεων, δηλαδή απέναντι σε ένα μυθικό πρόσωπο όπως η Μαρία Κάλλας. Από την πρώτη στιγμή που το πρότεινα στον Γιώργο Κουμεντάκη και αρχίσαμε να το συζητάμε με τον Μιχάλη, τρόμαζα στη σκέψη ότι θα βρεθούν κάποιοι και θα πουν “με ποιο δικαίωμα τολμούν να ακουμπήσουν την Κάλλας”. Πλέον, αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι η δουλειά που κάναμε έγινε με πολύ μεγάλη αγάπη και σεβασμό απέναντί της».
Το ντοκιμαντέρ φωτίζει άγνωστες πτυχές από τη ζωή της Κάλλας στην Αθήνα, από τη στιγμή που ήρθε από την Αμερική το 1937 μέχρι το 1945, οπότε έφυγε πάλι για την Αμερική πικραμένη, αλλά έτοιμη λυρική τραγουδίστρια και αποφασισμένη να κατακτήσει τον κόσμο. Μέσα από σπάνιο αρχειακό υλικό, ανέκδοτες ηχογραφήσεις, συνεντεύξεις και ηχητικά ντοκουμέντα, το ντοκιμαντέρ επιχειρεί να αφηγηθεί τη μυθιστορηματική ιστορία των πρώτων ετών της Κάλλας, μια ιστορία θριάμβου της θέλησης, του ταλέντου, της εργατικότητας και της αφοσίωσής της, και ταυτόχρονα μια ιστορία αντίστασης σε κάθε δυσκολία και κακοποιητική συμπεριφορά.
«Νομίζω ότι η Κάλλας υπέστη έντονο κακοποιητικό λόγο κατά τα χρόνια της ενηλικίωσής της στην Αθήνα», εξηγεί ο Βασίλης. «Αυτό μου φανερώθηκε ξεκάθαρα όταν ξεκίνησα να ακούω τις κασέτες με τις συνεντεύξεις που έκανε τη δεκαετία του ’90 ο Νίκος Πετσάλης-Διομήδης σε συναδέλφους, φίλους και συγγενείς της Κάλλας για το βιβλίο του Η άγνωστη Κάλλας. Εκεί μπορεί να ακούσει κανείς, χωρίς καμία ωραιοποίηση, τα γεγονότα όπως ακριβώς συνέβησαν. Η Μαρία ήταν ένα διαφορετικό παιδί όταν στα 14 της έφθασε στην Ελλάδα.
Ήταν παχουλή, είχε μεγάλη μυωπία, δεν ήξερε καλά ελληνικά –γιατί μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη–, δεν γνώριζε την ελληνική συμπεριφορά, ήταν φτωχή. Όλα αυτά, παράλληλα με το γεγονός ότι η φωνή της ήταν εντυπωσιακή και η πρόοδός της ιλιγγιώδης, την έκαναν από πολύ νωρίς στόχο μεγάλων επιθέσεων. Με τα σημερινά δεδομένα, θα λέγαμε ότι αυτό που βίωσε ήταν ένα συνεχές bullying, όχι μόνο στο Ωδείο ή στη Λυρική αλλά και στον ευρύτερο κύκλο της οικογένειάς της.
Φυσικά, ένα άλλο μεγάλο θέμα τα χρόνια εκείνα ήταν η κακοποίηση που υπέστη από τη μητέρα της. Ήταν μια πολύ δύσκολη σχέση, η οποία δυστυχώς εξελίχθηκε ακόμα χειρότερα κατά τη διάρκεια της μεγάλης της καριέρας, όταν η μητέρα της κυκλοφόρησε ακόμα και βιβλίο εναντίον της. Ευτυχώς που η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο λειτούργησε και ως δεύτερη μητέρα της εκτός από δασκάλα της, κάτι που της έδωσε πολύτιμα εφόδια και μεγάλη δύναμη».
Αν και με την άφιξή της στην Αθήνα το 1937 η δεκατετράχρονη Μαρία Καλογεροπούλου πρωτοσυστήνεται ως Μαίρη στους συμμαθητές της στο Εθνικό Ωδείο, εντούτοις υπογράφει ως Μαριάννα στο πρώτο της συμβόλαιο με τη νεοσύστατη τότε Λυρική Σκηνή το 1940. Τον Μάρτιο του 1945, λίγο πριν φύγει για τη Νέα Υόρκη, εμφανίζεται σε συναυλία ως Mary Callas, καθώς ήδη ετοιμάζεται να ανοίξει τα φτερά της για τη μεγάλη καριέρα, οπότε θα γίνει διάσημη στα πέρατα του κόσμου ως Maria Callas. Στην πρώτη της επιστροφή στην Αθήνα το 1957, ως παγκόσμια πλέον σταρ της όπερας, εμφανίζεται στο Ηρώδειο ως Μαρία Μενεγκίνι-Κάλλας.
Αν και το τραύμα του πολέμου θα την ακολουθήσει μέχρι το τέλος της ζωής της, καθίσταται σαφές ότι στα δύσκολα χρόνια που έζησε στην Αθήνα μπήκαν οι βάσεις για τη μετέπειτα καλλιτεχνική της πορεία.
Δεν είναι μόνο ότι στην Αθήνα θα λάβει την καλλιτεχνική της εκπαίδευση από την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο αλλά και ότι θα αποκτήσει μια σημαντικότατη σκηνική και ερμηνευτική εμπειρία από τις παραστάσεις που θα δώσει με την ΕΛΣ. Επιπλέον, σε προσωπικό επίπεδο, τα οκτώ εκείνα χρόνια θα βρει την εσωτερική δύναμη να μετατρέψει κάθε δυσκολία, κάθε πρόκληση, κάθε επίθεση σε εφόδιο και δύναμη για τη μετέπειτα ζωή της.
«Η Καλογεροπούλου της Αθήνας και αργότερα η Κάλλας του πλανήτη νομίζω πως είναι, και θα είναι πάντα, ένα σύμβολο δύναμης για τους φοβισμένους, γι’ αυτούς που είναι διαφορετικοί, για τα παιδιά εκείνα που μεγαλώνουν δύσκολα», συνεχίζει ο Βασίλης.
«Το κορίτσι εκείνο που ενηλικιώθηκε μέσα στην Κατοχή, έχοντας τους πάντες και τα πάντα εναντίον του, κατάφερε να βρει, μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες, την εσωτερική δύναμη, την εργατικότητα και τη στοχοπροσήλωση να σταθεί στα πόδια του και να καταφέρει να πατήσει στις πιο ψηλές κορυφές. Η αίσθησή μου –και αυτό που με στενοχωρεί πιο πολύ απ’ όλα– είναι ότι, δυστυχώς, έζησε πάντα μόνη της και ήταν πάντα απροστάτευτη.
Όχι μόνο κατά τη διάρκεια της ζωής της αλλά, ακόμα περισσότερο, και μετά τον θάνατό της. Και η φετινή χρόνια μας το θύμισε ξανά αυτό. Παράλληλα με τις σοβαρές προσπάθειες να τιμηθεί και να γίνει γνωστό το έργο της στις νεότερες γενιές, είδαμε να συμβαίνουν τέρατα, τα οποία απλώς επιβεβαιώνουν ότι ακόμα και σήμερα το όνομα, ο μύθος της και η καλλιτεχνική κληρονομιά της είναι εντελώς απροστάτευτα».
O Βασίλης Λούρας φωτογραφήθηκε στην αίθουσα εκδηλώσεων του παλιού κτιρίου του Ωδείου Αθηνών στην Πειραιώς 35, στην Αθήνα. Εκεί η Κάλλας έκανε τις σπουδές της με την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, από το 1939 και μετά που ξεκίνησε στο Ωδείο Αθηνών. Στην αίθουσα αυτή έκανε τις πρώτες της συναυλίες, στο πλαίσιο του Ωδείου, το 1940.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.