Η απουσία απάντησης στο πάγιο ερώτημα «μα γιατί δεν φεύγουν;» είναι μια σύμβαση που καλούμαστε να αποδεχτούμε σε θριλερικές αφηγήσεις. Το Royal Hotel θα δοκιμάσει τα όρια όσων θεατών δυσκολεύονται να καταπνίξουν την εσωτερική φωνή που επαναλαμβάνει το ερώτημα, καθώς η απάντηση δίνεται, ομολογουμένως κάπως σχηματικά, μόνο στο δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης – επειδή παντού στον κόσμο είναι το ίδιο για μια γυναίκα, σύμφωνα με την Κίτι Γκριν. 

 

Στην ταινία δυο νεαρές τουρίστριες, η Χάνα και η Λιβ, αναλαμβάνουν να δουλέψουν ως σερβιτόρες σε μια αυστραλιανή παμπ στη μέση του πουθενά ώστε να εξοικονομήσουν αρκετά χρήματα και να συνεχιστεί το μεγάλο φωτεινό καλοκαίρι τους. Αν οι εγκαταστάσεις διαμονής δείχνουν εξαρχής απωθητικές, οι ντόπιοι και η επίμονα παρενοχλητική συμπεριφορά τους θα αποτελέσουν τη βασική πηγή δυσφορίας σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον. 

 

Η Γκριν έχει δει το Wake in freight, ίσως την πιο κλειστοφοβική ταινία ανοιχτών χώρων που γυρίστηκε ποτέ, και μεταχειρίζεται επιδέξια μερικά τεχνάσματα από την ταινία του Τεντ Κότσεφ προκειμένου να σε κρατήσει στην τσίτα, καταδεικνύοντας την ανθρώπινη σήψη, την παράδοση στα κατώτερα ένστικτα, συνοδεία άφθονου αλκοόλ, και την επακόλουθη απειλή. Οι δυο ηρωίδες είναι μονοσήμαντες, προσδιορίζονται αποκλειστικά από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν την συμπεριφορά των άξεστων ντόπιων, η μεν Χάνα ευρισκόμενη σε διαρκή εγρήγορση, η δε Λιβ με μια πεισματική άρνηση της κατάστασης. Οι ηθοποιοί καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες να εμπλουτίσουν το υλικό και να συμπληρώσουν τα κενά, ενώ η αναπόφευκτη εκτόνωση έρχεται με τη μορφή μιας φλεγόμενης «δήλωσης» σε μια ταινία που υπονοεί αξιοθαύμαστα το στοιχείο του θρίλερ, μα κραυγάζει τα μηνύματά της. Αν έχεις παρακολουθήσει, δε, και το παρεμφερούς λογικής The Assistant (2019), εύλογα αναρωτιέσαι εάν η Γκριν, όσο ταλέντο κι αν διαθέτει στο χτίσιμο της ατμόσφαιρας, έχει άλλο τρικ στο ρεπερτόριό της.