ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 8 ΜΑΡΤΙΟΥ έκανα την τρίτη μου εφημερία από την αρχή του μήνα, ενώ ήμουν ήδη «καμένος» από την κούραση. Χωρίς ρεπό, λόγω έλλειψης προσωπικού. Και αμοιβή πέντε ευρώ την ώρα μεικτά. Ξεκινούσα τις τουλάχιστον 32 ώρες σερί δουλειάς με μόνη προσδοκία να συνωμοτήσει το σύμπαν για να κοιμηθώ λίγο εκεί γύρω στα ξημερώματα.
Με περίμεναν στον όροφο ένας διασωληνωμένος ασθενής, αφού η εντατική δεν είχε κρεβάτι να τον νοσηλεύσει, δύο βαριά περιστατικά, πολλά άλλα και, βέβαια, το μεγάλο άγνωστο των επειγόντων. Ο συνάδελφος που άλλαζα με ενημέρωσε για το πρώτο πιθανό κρούσμα στο νοσοκομείο. Έτυχε να το συναναστραφεί αρκετή ώρα, χωρίς να έχει προειδοποιηθεί σχετικά. Κλινικά, η διάγνωση ταίριαζε με τη νόσο, όμως επιδημιολογικά ήταν «ορφανό» περιστατικό, οπότε ήλπιζε σε ένα αρνητικό αποτέλεσμα στο τεστ που θα έβγαινε το μεσημέρι. Διαφορετικά, τι θα έπρεπε να κάνει ο ίδιος, δεδομένης της υψηλής μεταδοτικότητας του ιού; Εκτέθηκε ή όχι; Κανείς δεν ήξερε να του απαντήσει.
Κρατούσαμε απόσταση δύο μέτρων σε πλήρη αμηχανία. Ο θάλαμος αρνητικής πίεσης είναι στο τμήμα με τους θαλάμους όπου έχουμε τα βαριά περιστατικά μας. Με χαιρέτησε, προειδοποιώντας με να προσέχω. Ο τρόμος στο βλέμμα μας έλεγε ότι κανένας δεν επρόκειτο να μας προστατεύσει.
Είμαι στη δέκατη μέρα από την πρώτη μέρα μηδέν. Έχουν υπάρξει κι άλλες μέρες με χαρακτήρα προσωπικής μέρας μηδέν. Σταμάτησα να μετράω. Ξέρω πως κάθε μέρα μπορεί να κολλήσω ή να εκδηλώσω συμπτώματα πλέον. Συνάδελφοί μου έχουν προσβληθεί ήδη. Παράλληλα, είμαι στη δέκατη μέρα αυτοπεριορισμού.
Στο νοσοκομείο δεν είχε αλλάξει τίποτα, παρά το κρούσμα. Στο τμήμα δεν φορούσε κανένας γάντια και μάσκα. Το τμήμα, εξάλλου, δεν είχε γάντια και μάσκες, γνωστή έλλειψη ρουτίνας. Οι ασθενείς και οι συνοδοί τους ήταν αναστατωμένοι στη θέα των εργαζομένων που φορούσαν τον ειδικό εξοπλισμό για να μπαίνουν στον θάλαμο αρνητικής πίεσης. Ζητούσαν ενημέρωση και απαντήσεις. Η διοίκηση, απούσα. Όλα στον αέρα.
Έκανα τις ιατρικές πράξεις χωρίς προστασία, ως συνήθως, αφού με έμαθαν ότι η ιατρική ευθύνη για τη ζωή του ασθενούς υπερέχει της ατομικής μου προστασίας. Η διάχυτη υποψία των προηγούμενων ημερών ότι ο ιός είναι ανάμεσά μας άρχισε να γίνεται προσωπική βεβαιότητα. Οι κινηματογραφικές σκηνές καταστροφής σχηματοποιούσαν στη σκέψη μου την εικόνα της άρρητης περιρρέουσας νευρικότητας. Δεν έχασα την ψυχραιμία μου, αλλά φοβήθηκα. Αποφάσισα ότι εκείνη ήταν για μένα η μέρα μηδέν και ότι θα έπρεπε να λάβω μέτρα. Ζούσα ήδη αυτό που θα συνέβαινε λίγες μέρες αργότερα.
Έκανα τα πρώτα τηλέφωνα. Οι δικοί μου άνθρωποι δεν συμμερίστηκαν τη στάση μου, βρίσκοντάς την υπερβολική συγκριτικά με την ενημέρωση από τα μέσα. Δεν χρειαζόμουν τα μέσα, γιατί βίωνα ο ίδιος πλέον την κατάσταση από μέσα. Τους ανακοίνωσα ότι θα αυτοπεριοριστώ, αφού είμαι υψηλής μεταδοτικότητας λόγω επαγγελματικής έκθεσης.
Πρώτοι άνθρωποι, η γιαγιά μου και ο πατέρας της γυναίκας μου, που είναι υψηλού κινδύνου. Η γιαγιά μου είναι 102 χρονών, το τελευταίο άτομο που ζει από την οικογένειά μου και εγώ ο τελευταίος άνθρωπος που έχει στη ζωή της. Γεννήθηκε τη χρονιά της ισπανικής γρίπης και επέζησε, όπως επέζησε παρά τις αντιξοότητες ενός ολόκληρου αιώνα. Θα φύγει, τελικά, μόνη από έναν εξωτικό ιό; Μπλόκαρα τις μαύρες σκέψεις ότι μπορεί να μην την ξαναδώ ζωντανή. Έπρεπε να ασχοληθώ με τους ασθενείς μου.
Το μεσημέρι το τεστ του κρούσματος, δυστυχώς, επιβεβαιώθηκε ως θετικό. Τα αντανακλαστικά στο νοσοκομείο ήταν ακόμα νωθρά όσον αφορά τα μέτρα προστασίας και πρόληψης της εξάπλωσης. Οι εργαζόμενοι έψαχναν εναγωνίως για γάντια και μάσκες. Αναζήτησα κι εγώ σε κάθε γραφείο και εργαστήριο όπου είχα πρόσβαση, γιατί και στα διπλανά τμήματα η κατάσταση ήταν ίδια, με μικρή διαθεσιμότητα, μόνο σε μέγεθος small. Τελικά, βρήκα δύο ζευγάρια large για να βγάλω την εφημερία.
Ο διασωληνωμένος ασθενής δεν τα κατάφερε και αργά το απόγευμα κατέληξε. Και εκεί που πηγαινοερχόμουν για άλλο σοβαρό περιστατικό, πάγωσα κυριολεκτικά. Οι νοσηλεύτριες έβαλαν τις φωνές για να ακινητοποιηθεί ένας άνθρωπος στον διάδρομο. Ήταν κρούσμα καθ' οδόν προς τον θάλαμο αρνητικής πίεσης, ασυνόδευτο, χωρίς μέτρα προστασίας. Ο ιός ήταν ήδη στην κοινότητα. Και οι υπηρεσίες υγείας, μετά τη χρεοκοπία, ήταν ανεπαρκείς να διαχειριστούν με κύρος και ασφάλεια την πανδημία.
Είμαι στη δέκατη μέρα από την πρώτη μέρα μηδέν. Έχουν υπάρξει κι άλλες μέρες με χαρακτήρα προσωπικής μέρας μηδέν. Σταμάτησα να μετράω. Ξέρω πως κάθε μέρα μπορεί να κολλήσω ή να εκδηλώσω συμπτώματα πλέον. Συνάδελφοί μου έχουν προσβληθεί ήδη.
Παράλληλα, είμαι στη δέκατη μέρα αυτοπεριορισμού. Βέβαια, συνεχίζω να εργάζομαι, οπότε έχω κοινωνικότητα, αλλά όλες τις υπόλοιπες ώρες είμαι απομονωμένος. Μου λείπουν η γυναίκα μου, οι φίλοι μου, η γιαγιά μου. Τα πράγματα στο νοσοκομείο έχουν βελτιωθεί σημαντικά και η διαχείριση γίνεται με περισσότερο ορθές διαδικασίες και συνθήκες. Το τμήμα με τους θαλάμους αρνητικής πίεσης έχει απολυμανθεί και αδειάσει ως όφειλε, για να νοσηλεύσει μόνο τα κρούσματα. Πλέον υπάρχουν γάντια και μάσκες, αν και όχι στην αναμενόμενη αφθονία.
Κάπως έτσι φαντάζομαι ότι είναι τα πράγματα σε όλα νοσοκομεία. Με τους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας να επιφορτίζονται αποκλειστικά τις αξίες του ανθρωπισμού που απαιτεί μια πανδημία, παρά την απαξίωσή τους από την πολιτική. Ίσως είναι μια μοναδική ευκαιρία να αναθεωρήσει το κοινό και να σκεφτεί αν η ζωή και η υγεία είναι συλλογικά αγαθά ή αντικείμενα κέρδους.
Αύριο έχω την πέμπτη εφημερία του μήνα, «καμένος» από την κούραση, για αμοιβή πέντε ευρώ την ώρα μεικτά. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να υπηρετήσω τον ασθενή. Είναι αυτονόητο, επειδή είμαι γιατρός;
σχόλια