Για πολλά χρόνια, η λεγόμενη κουλτούρα της ακύρωσης περιφρονήθηκε ή παρερμηνεύτηκε ως ένα νέο φαινόμενο που υπονομεύει την ελευθερία της έκφρασης και του λόγου. Υποτίθεται, όπως διαδηλώνουν κάποιοι, ότι πλέον δεν μπορούμε να πούμε ή να κάνουμε τίποτα χωρίς να δεχτούμε τις άμεσες επικρίσεις ενός οργισμένου όχλου ο οποίος επιζητεί να τερματίσει την καριέρα μας πριν καν αρχίσει. Στην πραγματικότητα, αποτελούμε κι εμείς οι ίδιοι μέρος του λεγόμενου όχλου και έχουμε τον έλεγχο των πράξεών μας. Στην πραγματικότητα, η κουλτούρα της ακύρωσης έχει εξισώσει τους όρους ανταγωνισμού για όσους δεν μπορούν πάντα να βασίζονται στο κράτος για την προστασία τους.
Η κουλτούρα της ακύρωσης είναι δηλητήριο για όσους βρίσκονται σε θέση εξουσίας και επωφελούνται από μια στρεβλή ιδέα περί ανεξέλεγκτης ελευθερίας του λόγου. Αυτοί που φοβούνται την κουλτούρα ακύρωσης μπορεί να ισχυρίζονται ότι φοβούνται την καταστολή της ελεύθερης έκφρασης, αλλά συχνά αυτό που θέλουν να αποφύγουν είναι να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους.
Αυτοί που φοβούνται την κουλτούρα ακύρωσης μπορεί να ισχυρίζονται ότι φοβούνται την καταστολή της ελεύθερης έκφρασης, αλλά συχνά αυτό που θέλουν να αποφύγουν είναι να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους.
Η κουλτούρα της ακύρωσης, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, μοιάζει νέα λόγω των ψηφιακών πλατφορμών που έχουμε στη διάθεσή μας. Οι προηγούμενες γενιές επίσης ακύρωναν – όμως ο δρόμος προς τη λογοδοσία και την ανάληψη ευθυνών ήταν στρωμένος με πολλά εμπόδια, τόσο τεχνολογικά όσο και κοινωνικά. Ήταν δύσκολο να ακυρώσεις πλήρως κάποιον όταν δεν σου αναγνωρίζονταν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα με τον αντίπαλό σου – ακόμα δε περισσότερο όταν κινδύνευες να αντιμετωπίσεις χειρότερες διώξεις αν το έκανες. Με την απογείωση του διαδικτύου τη δεκαετία του 1990, ξεκίνησε βαθμιαία να διευκολύνεται η διαδικασία ελέγχου προσώπων που μέχρι τότε ένιωθαν απολύτως προστατευμένα από την κριτική.
Η κουλτούρα ακύρωσης είναι ένας τρόπος για να εξασκήσει την ελευθερία του λόγου μια νέα γενιά ανθρώπων. Ο τρόπος που ακυρώνουμε (εντός ή εκτός εισαγωγικών) σήμερα είναι πιο προηγμένος λόγω των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων μας και της πρόσβασής μας στα ψηφιακά εργαλεία επικοινωνίας. Αυτό που οι πολέμιοι της κουλτούρας ακύρωσης αντιλαμβάνονται εσφαλμένα είναι η ίδια η πράξη: Δεν είναι αυτό που κάνουμε καινούργιο – απλά είναι διαφορετικός ο τρόπος. Οι θεσμοί είναι πιο προοδευτικοί σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες και αυτός θα έπρεπε να είναι ο στόχος μιας δημοκρατικής κοινωνίας – να αναγνωρίζουν οι ισχυροί τα όρια της εξουσίας τους.
Πριν από τον όρο «κουλτούρα ακύρωσης», υπήρχε ο όρος «πολιτική ορθότητα». Αυτό που ξεκίνησε ως ένα είδος εσωτερικού αστείου της σύγχρονης κουλτούρας στα τέλη της δεκαετίας του ’80, εξελίχθηκε σε σάκο του μποξ και σε άλλοθι την επόμενη δεκαετία. Το ίδιο συμβαίνει τώρα με την κουλτούρα ακύρωσης: Οι ισχυροί επιχειρούν διαρκώς να υποδηλώσουν ότι καταπιέζονται βάναυσα από τους νέους τρόπους με τους οποίους το κοινό αντιδρά στη συμπεριφορά τους.
Μόλις οι κατέχοντες την εξουσία περιέλαβαν τον όρο cancel culture, επιχείρησαν να τον επαναπροσδιορίσουν ως υποτιμητική φράση, διαστρεβλώνοντας τα κίνητρα και τις προθέσεις του. Αμυνόμενοι σ’ αυτές τις τακτικές, κάποιοι προτιμούν πλέον να χρησιμοποιούν τον όρο «κουλτούρα των συνεπειών» [consequence culture] ή «κουλτούρα λογοδοσίας» [accountability culture] αντί για κουλτούρα ακύρωσης. Δεν πιστεύω ότι αυτή είναι η λύση. Αντί να αποφεύγουμε τον όρο «κουλτούρα ακύρωσης», θα πρέπει να τον ενστερνιστούμε. Αλλάζοντας το όνομα, είναι σα να παίζουμε τι παιχνίδι των ισχυρών που προσπαθούν να αστυνομεύσουν τους τρόπους με τους οποίους οι καθημερινοί άνθρωποι εμπλέκονται μαζί τους.
Η κουλτούρα ακύρωσης μπορεί να γίνει το εργαλείο διαμόρφωσης μιας δημοκρατίας χωρίς λογοκρισία και χωρίς δεσμά. Παρά τον διαστρεβλωμένο τρόπο με τον οποίο έχουν προσπαθήσει να την παρουσιάσουν οι επικριτές της, η κουλτούρα ακύρωσης δεν έχει να κάνει με το «ψηφιακό bullying» ή με το «doxing». Όπως όλες οι μορφές διαμαρτυρίας, η κουλτούρα ακύρωσης μπορεί να είναι σωρευτικό χαρακτήρα. Οι νόμοι περί φυλετικού διαχωρισμού δεν άλλαξαν τη στιγμή που η Ρόζα Παρκς κάθισε στις θέσεις του λεωφορείου που προορίζονταν μόνο για λευκούς. Χρειάστηκε να περάσουν 381 ημέρες μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφασίσει την αλλαγή της νομοθεσίας. Αν και υπάρχουν ακόμα πολλά εμπόδια και κοινωνικοί φραγμοί που πρέπει να ξεπεραστούν, η απαίτηση για λογοδοσία, όπως και η δυνατότητα να ακυρώνουμε το άδικο, δεν θα πεθάνει ποτέ.
Το παραπάνω είναι απόσπασμα από το βιβλίο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Ernest Owens, The Case for Cancel Culture: How This Democratic Tool Works to Liberate Us All, που προδημοσιεύτηκε στο Rolling Stone