Σ’ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ και της παρακολούθησης / επιτήρησης, η ιδιωτικότητα λειτουργεί ως αναγκαίο αντίμετρο στη διαρκή τεκμηρίωση όσων λέμε, κάνουμε, αγοράζουμε και καταναλώνουμε. Αν και το νόημα του όρου έχει αλλάξει με την ανάπτυξη του διαδικτύου και των ψηφιακών τεχνολογιών, οι άνθρωποι ήταν ανέκαθεν σχεδόν επιφυλακτικοί απέναντι στην εισβολή στην προσωπική τους ζωή.
Στο βιβλίο του «Επιτήρηση και τιμωρία» του 1975, ο Μισέλ Φουκό έγραφε για τη ραγδαία ανάπτυξη της καταγραφής προσωπικών στοιχείων στην Ευρώπη του 18ου και 19ου αιώνα, δηλαδή για την κυβερνητική πρακτική της τήρησης λεπτομερών λογαριασμών παρακολούθησης και κράτησης, «ως ένα μέσο ελέγχου και ως μια μέθοδο κυριαρχίας».
Το νέο βιβλίο του Λάουρι Πρέσλι, συγγραφέα και λέκτορα πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο Brown, με τίτλο The Right to Oblivion: Privacy and the Good Life [Το δικαίωμα στη λήθη: Ιδιωτικότητα και καλή ζωή], θα μπορούσε να διαβαστεί ως μια χρήσιμη ενημέρωση του έργου του Φουκό, σε μια εποχή όπου αυτό το είδος κυριαρχίας έχει γίνει τόσο συνηθισμένο και τόσο ενδελεχές που πολλοί άνθρωποι μπορεί να μην το αναγνωρίζουν καν ως τέτοιο.
Όπως γράφει ο Πρέσλι, «οι εργοδότες παρακολουθούν τις πληκτρολογήσεις και τη χρήση του διαδικτύου από τους υπαλλήλους τους και οι δάσκαλοι παρακολουθούν μέχρι και τις κινήσεις των ματιών των μαθητών τους». Αυτές οι ενέργειες αντανακλούν μια «έλλειψη εμπιστοσύνης», όπως υποστηρίζει ο Πρέσλι, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο: «Η επιτήρηση δημιουργεί καχυποψία και κατά συνέπεια την επιθυμία για επιτήρηση».
Το βιβλίο δεν αποτελεί μόνο μια διερευνητική κριτική της σύγχρονης δημόσιας σφαίρας η οποία φαίνεται να συνθλίβει την ιδιωτική σφαίρα, αλλά πηγαίνει ακόμα παραπέρα. Υποστηρίζει την ανάγκη για ιδιωτική ζωή, ή αυτό που ονομάζει «λήθη», όχι απλώς ως ελευθερία από τα δεσμά της επιτήρησης, αλλά ως αυταξία: ένα μέρος όπου κατοικεί η προσωπικότητα και το πραγματικό ανθρώπινο βάθος.
Η ιδιωτικότητα προστατεύει «τον χώρο και τον χρόνο για το ανεξήγητο», προσφέροντάς μας «την ευκαιρία να ζήσουμε με τα σκοτεινά και θολά κομμάτια του εαυτού μας, να βιώσουμε τα κομμάτια του εαυτού μας και των άλλων που βρίσκονται πέρα από τον έλεγχο και την κατανόησή μας».
Σήμερα, όταν οι άνθρωποι σκέφτονται την ιδιωτικότητα, πιθανότατα σκέφτονται την προστασία των προσωπικών δεδομένων και πληροφοριών τους. Σύμφωνα με τον Πρέσλι όμως, ένας τέτοιος ορισμός εκκινεί από μια επικίνδυνη εικασία, ότι δηλαδή οι άνθρωποι μπορούν να υποβιβαστούν απολύτως σε ένα σύνολο περιγραφών ή αρχείων.
Όπως εξηγεί, αυτή η αντίληψη είναι απόρροια της «ιδεολογίας της πληροφορίας», μιας κοσμοθεωρίας που θεωρεί ότι το ποιος είναι ένας άνθρωπος μπορεί να εκφραστεί πλήρως, να κατανοηθεί και να αποθηκευτεί σε δεδομένα ή άλλες αναπαραστάσεις του – είτε εικόνες, είτε σε κείμενα (texts), είτε σε κάθε είδους ψηφιακούς λογαριασμούς. Αυτό το σφάλμα έχει ενθαρρύνει τους ανθρώπους να παραμελούν πτυχές της υποκειμενικής, εσωτερικής τους ζωής που δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποτυπωθούν από τέτοια σημεία δεδομένων. Αυτό έχει αποτέλεσμα να γίνει η ιδιωτική μας ζωή πιο ρηχή και η δημόσια ζωή μας, με τη σειρά της, να είναι λιγότερο ουσιαστική και περισσότερο καχύποπτη.
Ο φόβος παίζει σημαντικό ρόλο σε αυτό το φαινόμενο, υποστηρίζει ο Πρέσλι. Ανιχνεύοντας τις σύγχρονες ρίζες της ιδιωτικότητας στην έλευση της φωτογραφίας, σημειώνει ότι στα τέλη του 19ου αιώνα, οι άνθρωποι άρχισαν να ανησυχούν ότι το επόμενο λογικό βήμα αυτής της νέας και αλλόκοτης τεχνολογίας θα ήταν κάτι σαν «τηλεσκόπιο» που θα μπορούσε να ανιχνεύσει τις σκέψεις και τις επιθυμίες τους.
Σήμερα, αυτή η ανησυχία εκδηλώνεται με νέο τρόπο: Γνωρίζουμε ότι, ακόμη και αν οι συσκευές μας δεν διαβάζουν το μυαλό μας, σίγουρα παρακολουθούν τις συμπεριφορές μας. Και καθώς η ανθρώπινη ζωή γίνεται όλο και περισσότερο μια ψηφιακή υπόθεση, πολλοί από εμάς ανησυχούν για τη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας και της αυτονομίας στον τρόπο με τον οποίο μοιράζονται και χρησιμοποιούνται τα προσωπικά μας δεδομένα.
Από αυτή την άποψη, η προστασία της ιδιωτικής ζωής σημαίνει προστασία από τεχνολογίες, είτε πρόκειται για φωτογραφίες είτε για αναγνώριση προσώπου μέσω AI, που απειλούν να αποκαλύψουν τα πάντα για τον καθένα. Ο Πρέσλι υποψιάζεται ότι αυτός ο φόβος οδηγεί τους ανθρώπους να προσέχουν εμμονικά τα τηλέφωνά τους, να ελέγχουν συστηματικά το ηλεκτρονικό τους ταχυδρομείο και να καλλιεργούν μια ψυχαναγκαστική σχέση με τα κοινωνικά δίκτυα. Αυτές οι συμπεριφορές δεν είναι παρά απόπειρες να αποκτήσουν κάποια επίφαση ελέγχου στον τρόπο διαχείρισης και διασποράς της ταυτότητάς τους.
Το βιβλίο του Πρέσλι προσφέρει ένα αντίδοτο σε αυτή τη φοβισμένη ύπαρξη, καλώντας τους αναγνώστες να γλιστρήσουν στη λήθη: να αναγνωρίσουν την ελευθερία του να είσαι προσωρινά λησμονημένος και να αντισταθούν στις δυνάμεις που τους μειώνουν σε ό,τι μπορεί να βρεθεί για εκείνους στο διαδίκτυο. Αυτό μπορεί να απαιτεί από τα άτομα να βάλουν λίγο περισσότερο χώρο ανάμεσα στον εαυτό τους και το δημόσιο βλέμμα.
Οι προτροπές για αποχή από την online δραστηριότητα δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά ο Πρέσλι προσφέρει ένα μοναδικό όραμα για το τι μπορεί να κερδίσει κανείς αν κάνει ένα βήμα πίσω από τον έξω κόσμο και τις οθόνες που μας κατακυριεύουν. Κάτι τέτοιο μπορεί να μας επιτρέψει να αποκτήσουμε πρόσβαση στους πιο διφορούμενους και αδιευκρίνιστους χώρους του εαυτού μας. Εκεί βρίσκονται οι ιδιότητες που μας κάνουν πλήρως ανθρώπινους: η αγάπη, η ευφυΐα, η δημιουργικότητα, η ανείπωτη θλίψη, η απόλυτη χαρά. Η ιδιωτικότητα προστατεύει «τον χώρο και τον χρόνο για το ανεξήγητο», γράφει, προσφέροντάς μας «την ευκαιρία να ζήσουμε με τα σκοτεινά και θολά κομμάτια του εαυτού μας, να βιώσουμε τα κομμάτια του εαυτού μας και των άλλων που βρίσκονται πέρα από τον έλεγχο και την κατανόησή μας».
Το παιχνίδι της ζωής εξαρτάται από την υπενθύμιση ότι κάθε άνθρωπος ζει εν μέρει στη σκιά, ότι είναι απαραίτητο, κατά καιρούς, να αγκαλιάζουμε τα βαθύτερα μέλη του εαυτού και της προσωπικότητας μας, εκείνα στα οποία δεν έχει πρόσβαση κανένας άλλος.
Με στοιχεία από The Atlantic