Τι θα συμβεί σε περίπτωση σεισμού ή άλλης φυσικής καταστροφής στον λόφο της Ακρόπολης; Πώς θα εκκενωθεί ο χώρος εάν εκδηλωθούν έντονα καιρικά φαινόμενα και στο σημείο βρίσκονται χιλιάδες επισκέπτες; Πώς θα καταφέρουν να περάσουν όλοι τους με ασφάλεια τις στενές χωμάτινες ή πέτρινες διόδους και να βγουν από τη μία και μοναδική έξοδο μέσα από τα Προπύλαια, χωρίς να υπάρξουν ποδοπατήματα ή σοβαροί τραυματισμοί;
Στα παραπάνω ερωτήματα προσπάθησε να απαντήσει διεπιστημονική ερευνητική ομάδα*, υπό την επιστημονική ευθύνη του καθηγητή και διευθυντή του Σπουδαστηρίου Πολεοδομικών Ερευνών της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου [ΕΜΠ], Κωνσταντίνου Σερράου.
Η σχετική ανάθεση έγινε στην ομάδα του ΕΜΠ από τη Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού και εκπονήθηκε στο διάστημα Απριλίου-Νοεμβρίου 2021.
«Η κλιματική αλλαγή καθιστά περισσότερο από ποτέ επιτακτική τη δημιουργία ενός οργανωμένου σχεδίου διαχείρισης των κινδύνων που προκαλούνται από μετεωρολογικά φαινόμενα στην Ακρόπολη των Αθηνών. Κι αυτό διότι έχουμε πλέον, για παράδειγμα, έντονα φαινόμενα βροχοπτώσεων, ακόμα και χαλαζοπτώσεων σε μικρό χρονικό διάστημα, που δεν είχαμε παλιότερα σε τέτοιο βαθμό, συναντούμε συχνά ισχυρούς ανέμους, αλλά αντιμετωπίζουμε και έντονα φαινόμενα καύσωνα.
Σημαντική είναι η ανάγκη της δημιουργίας ενός κέντρου ελέγχου της λειτουργίας του χώρου, ενός control room δηλαδή, άρτια εξοπλισμένου με σύγχρονα τεχνικά μέσα, ώστε να είναι δυνατή η αποτελεσματική και συνεχής εποπτεία του όλου χώρου και η λήψη των κατάλληλων αποφάσεων σε συνθήκες πραγματικού χρόνου.
Όλα αυτά αποτελούν ζητήματα που απαιτούν πλέον να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψιν την ανάγκη μείωσης της διακινδύνευσης, της πιθανότητας δηλαδή ανθρώπινων τραυματισμών ή και απωλειών, λόγω της εκδήλωσης κινδύνων. Σε αυτό το πλαίσιο, δράση ιδιαίτερης σημασίας οφείλει να είναι και η συγκρότηση ενός αποτελεσματικού σχεδίου διαχείρισης της εκκένωσης του χώρου από τους επισκέπτες του, εάν και εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο», δηλώνει στο LIFO.gr.
Προβλήματα
Όπως εξηγεί, πρόκειται για τον πιο προβεβλημένο αρχαιολογικό χώρο παγκοσμίως, με τους επισκέπτες στις περιόδους της υψηλής επισκεψιμότητας να ξεπερνούν ακόμη και τους 5.000 την ημέρα.
Εκτός όμως από τον μεγάλο αριθμό επισκεπτών, μια άλλη ιδιαιτερότητα αυτού του χώρου είναι και το ευάλωτο κοινό, γεγονός που αυξάνει την τρωτότητα, δηλαδή την ευπάθεια των εκτεθειμένων ατόμων στους πιθανούς κινδύνους.
«Δεν πρόκειται για τουριστικούς προορισμούς, όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, τους οποίους επισκέπτονται κατά κύριο λόγο νέοι άνθρωποι. Εδώ έχουμε σε έναν μεγάλο βαθμό ανθρώπους οι οποίοι είναι ηλικιωμένοι, παρουσιάζουν δυσκολίες κίνησης ή και είναι άνθρωποι σε αναπηρικά αμαξίδια», εξηγεί.
Οι τεχνικές παρεμβάσεις που έγιναν τον Οκτώβριο του 2021 βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο τον καθηγητή Κ. Σερράο, καθώς, όπως λέει, δεν έχουν παρέμβει στο μνημείο, είναι απολύτως αναστρέψιμες, αισθητικά συμβατές με τον αρχαιολογικό χώρο και παράλληλα έχουν δώσει τη δυνατότητα στους επισκέπτες, ιδιαιτέρως δε στους περισσότερο ευάλωτους, να επισκέπτονται και να απολαμβάνουν με μεγαλύτερη ασφάλεια τον λόφο της Ακρόπολης.
Ο επιμερισμός του λόφου σε τέσσερις τομείς, η κατάλληλη εκπαίδευση των φυλάκων που θα καθοδηγούν το πλήθος σε τμηματική εκκένωση ανά τομέα, καθώς και η προσθήκη επιπλέον σημείων εξόδου, θα συμβάλει, όπως προκύπτει από τη μελέτη, στην αύξηση του αποδεκτού μέγιστου αριθμού επισκεπτών.
«Σαφώς και μόνες τους αυτές οι παρεμβάσεις δεν αρκούν. Θα χρειαζόταν ένα ολοκληρωμένο και πολυεπίπεδο σχέδιο διαχείρισης όλων των παραμέτρων της διακινδύνευσης, που θα περιελάμβανε σαφείς προβλέψεις αναφορικά με το μέγιστο επιτρεπτό πλήθος όταν αναμένονται έντονα καιρικά φαινόμενα, τους όρους και τις προϋποθέσεις της παραμονής του στον χώρο, αλλά και τον ουσιαστικό ρόλο του προσωπικού, που θα πρέπει να είναι σαφώς αναγνωρίσιμο στους επισκέπτες, εξοπλισμένο με όλα τα κατάλληλα μέσα, και κατάλληλα εκπαιδευμένο σε ζητήματα διαχείρισης κινδύνων».
Η ανάλυση των δεδομένων του χώρου, αλλά και η συζήτηση με τους ανθρώπους που εμπλέκονται σε καθημερινή βάση στη λειτουργία του, ανέδειξε, όπως λέει, κάποιες ελλείψεις.
«Σημαντική είναι η ανάγκη της δημιουργίας ενός κέντρου ελέγχου της λειτουργίας του χώρου, ενός control room δηλαδή, άρτια εξοπλισμένου με σύγχρονα τεχνικά μέσα, ώστε να είναι δυνατή η αποτελεσματική και συνεχής εποπτεία του όλου χώρου και η λήψη των κατάλληλων αποφάσεων σε συνθήκες πραγματικού χρόνου. Από τις πληροφορίες που συνελέγησαν προέκυψε πως και τώρα υπάρχει ένα κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, όμως ξεχωριστά για κάθε τομέα ευθύνης των φυλάκων, ώστε ο καθένας να εποπτεύει μόνο την περιοχή του, χωρίς τη δυνατότητα εποπτείας του συνόλου του χώρου».
Σημαντικό βάρος ευθύνης στη διαχείριση κινδύνων αναλογεί και στον εποχικό χαρακτήρα που έχουν οι συμβάσεις των φυλάκων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην υπάρχει σταθερό και μόνιμο προσωπικό, που θα μπορεί να είναι και κατάλληλα εκπαιδευμένο, αλλά και να αποκτά στο πέρασμα του χρόνου ουσιαστική τεχνογνωσία και εμπειρία ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει υπεύθυνα και αποτελεσματικά σύνθετα ζητήματα.
«Οι φύλακες είναι δυστυχώς σε σημαντικό βαθμό ένα κοινό που πάει κι έρχεται. Υπάρχει ασφαλώς ένας πυρήνας ανθρώπων που είναι μόνιμο προσωπικό, αλλά ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων είναι εποχιακοί. Ο εργαζόμενος που έρχεται να αναλάβει τη φύλαξη στον αρχαιολογικό αυτό χώρο είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να έρχεται με την απαραίτητη εκπαίδευση ως φύλακας στην Ακρόπολη των Αθηνών. Θα πρέπει λοιπόν η διαδικασία της εκπαίδευσης των φυλάκων να είναι μια διαρκής και καλά οργανωμένη διαδικασία.
Στην πορεία της συνεργασίας μας με το ΥΠΠΟΑ εκφράσαμε τη διαθεσιμότητά μας, με επιστράτευση των διαθέσιμων ήδη δομών διά βίου εκπαίδευσης που διαθέτει το ΕΜΠ, να συμβάλουμε ουσιαστικά στην εκπαίδευση του προσωπικού και των συνεργαζόμενων στην Ακρόπολη των Αθηνών, αλλά ενδεχομένως και άλλων κρίσιμων αρχαιολογικών σε θέματα ασφάλειας των επισκεπτών», υπογραμμίζει ο κ. Σερράος.
Τι πρέπει να γίνει
Η ομάδα του ΕΜΠ, στην προσπάθειά της να δει τι θα συμβεί σε περίπτωση που υπάρξει ένα έκτακτο γεγονός και να διαμορφώσει μια εικόνα για τα πιθανά ανώτατα όρια του πλήθους των επισκεπτών σε συνάρτηση και με τεχνικές και διαχειριστικές παραμέτρους, χρησιμοποίησε ένα κατάλληλο λογισμικό που προσομοιάζει τη συμπεριφορά του πλήθους.
Πρόκειται για ένα πείραμα που για ένα μείγμα ανθρώπων, ανάλογο με αυτό των πραγματικών επισκεπτών του λόφου της Ακρόπολης των Αθηνών –ως προς την ηλικία, την ευκινησία, τη λειτουργία τους ή μη σε ομάδες–, επιχείρησε να προσδιορίσει τη μεταβολή του μέγιστου αποδεκτού πλήθους, σε συνάρτηση με την ύπαρξη ή μη ενός διαχειριστικού σχεδίου εκκένωσης και την ύπαρξη μιας, δύο ή τριών εξόδων / καθόδων από τον λόφο.
«Εκείνο που διαπιστώσαμε είναι πως, χωρίς να γίνει κάποια παρέμβαση στον τρόπο που ο λόφος της Ακρόπολης λειτουργεί σήμερα, ο ασφαλής αριθμός επισκεπτών στον χώρο πάνω από τα Προπύλαια είναι περί τα 500 άτομα. Μέτρο της ασφάλειας αποτελεί η μη συμφόρηση στο σημείο εξόδου, εν προκειμένω στα Προπύλαια, σε βαθμό που σε συνθήκες πανικού να μην προκύπτει το ενδεχόμενο οι προπορευόμενοι να σπρωχτούν έντονα και εν τέλει να ποδοπατηθούν από αυτούς που ακολουθούν», λέει, εξηγώντας πως το πείραμα έδειξε ότι για μεγαλύτερο πλήθος επισκεπτών χωρίς να συμβεί κάποιο έκτακτο γεγονός, απλά θα δημιουργηθεί έντονος συνωστισμός στην έξοδο, από την οποία περνά πολύ συγκεκριμένος αριθμός ατόμων στη μονάδα του χρόνου.
«Σε συνθήκες όμως αναγκαστικής εκκένωσης του χώρου και πιθανής ανάπτυξης πανικού, αυτή η συμφόρηση πολλαπλασιάζεται, αυξάνοντας δηλαδή κατά πολύ την πιθανότητα τραυματισμών ή και απώλειας ζωής», σημειώνει.
Ο επιμερισμός του λόφου σε τέσσερις τομείς, η κατάλληλη εκπαίδευση των φυλάκων που θα καθοδηγούν το πλήθος σε τμηματική εκκένωση ανά τομέα, καθώς και η προσθήκη επιπλέον σημείων εξόδου θα συμβάλει, όπως προκύπτει από τη μελέτη, στην αύξηση του αποδεκτού μέγιστου αριθμού επισκεπτών.
«Σύμφωνα με το πείραμα, εάν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης γίνει καθοδηγούμενη τμηματική εκκένωση των τομέων 1 έως 4 και συγχρόνως προστεθεί και μία ακόμα βοηθητική δίοδος εξόδου στην περιοχή που βρίσκεται κάτω από το μνημείο του Αγρίππα, τότε ο μέγιστος αποδεκτός αριθμός επισκεπτών μπορεί να φτάσει τους 1.200, ενώ εάν προστεθεί ένα ακόμα σημείο εξόδου, στα δυτικά του Ερεχθείου, το πλήθος αυτό γίνεται οριακά 2.500. Με μια τρίτη έξοδο σε κατάλληλη θέση και με κατάλληλη διάταξη, που θα πρέπει προφανώς να διερευνηθεί διεξοδικά για να είναι συμβατή και με όλες τις άλλες προϋποθέσεις που επιβάλει το μνημείο, το πλήθος των 2.500 επισκεπτών στον λόφο της Ακρόπολης είναι ικανοποιητικά διαχειρίσιμο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης», λέει ο Κ. Σερράος, και προσθέτει πως όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν εκπαίδευση και διαρκή ενημέρωση του προσωπικού, καθώς και την ύπαρξη άρτιου εξοπλισμού.
Κατά τον ίδιο, ένα ακόμα κρισιμότατο ζήτημα θα ήταν και η δυνατότητα ανοίγματος και κλεισίματος των βοηθητικών εισόδων και εξόδων εξ αποστάσεως και με χρήση μηχανικών μέσων, για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
«Στον χώρο κάτω από τα Προπύλαια, στην κάτω περιοχή της Ακρόπολης, υπάρχουν κι άλλες έξοδοι που μπορούν να λειτουργήσουν ως έξοδοι κινδύνου, αλλά αυτήν τη στιγμή είναι ασφαλισμένες με αλυσίδες και λουκέτα. Αυτό προϋποθέτει τη φυσική παρουσία κάποιου που θα ξεκλειδώσει και θα ανοίξει τις πόρτες, κάτι που σε συνθήκες συμφόρησης και πανικού μόνο εύκολο και αποτελεσματικό δεν θα είναι. Αντίθετα, ο χειρισμός αυτών των εξόδων θα ήταν πολύ πιο άμεσος και αποτελεσματικός εάν μέσα από το control room υπήρχε η ευχέρεια ανοίγματος και κλεισίματος των θυρών, ανάλογα με τις ανάγκες, εξ αποστάσεως. Αλλά και η επιλογή για τον χώρο του λόφου της Ακρόπολης μίας και μοναδικής εισόδου-εξόδου μέσα από τα Προπύλαια δεν μπορεί να είναι αποδεκτή», τονίζει.
Μια δεύτερη είσοδος-έξοδος θα μπορούσε να προταθεί κατά τον κ. Σερράο διότι στην περίπτωση που μετά από έναν καταστροφικό σεισμό προκύψουν ζημιές στα Προπύλαια και φράξει αυτή η μοναδική έξοδος, ο λόφος της Ακρόπολης θα αποκοπεί πλήρως από τον υπόλοιπο χώρο.
«Η διασφάλιση ενός δεύτερου σημείου εξόδου στα δυτικά του Ερεχθείου, που έχει λειτουργήσει ως τέτοιο στο παρελθόν, αλλά και δεν θα προϋπέθετε κάποια μεγάλη παρέμβαση, θα βελτίωνε σημαντικά την ασφάλεια των επισκεπτών και θα περιόριζε κατακόρυφα τη διακινδύνευση», λέει, και επισημαίνει παράλληλα πόσο σημαντικό είναι για την ασφάλεια όλων να καταγράφεται με ηλεκτρονικά μέσα, πέρα από τον αριθμό των εισερχομένων στον χώρο, και ο αριθμός των εξερχομένων, ώστε να είναι γνωστό σε συνθήκες πραγματικού χρόνου πόσοι ακριβώς επισκέπτες βρίσκονται επάνω στον λόφο.
«Με την προσθήκη και ενδιάμεσων σημείων ελέγχου της διέλευσης, τα λεγόμενα τουρνικέ, σε κατάλληλες θέσεις μέσα στον ευρύτερο χώρο της Ακρόπολης, θα ήταν εύκολα εφικτό να είναι ανά πάσα στιγμή γνωστό το πλήθος των επισκεπτών και ανά ενότητα του όλου αρχαιολογικού χώρου, κάτι το οποίο είναι εύκολα κατανοητό πως θα είχε πολλαπλά οφέλη στην προσπάθεια αποτελεσματικής διαχείρισης των επισκεπτών, προς όφελος της περαιτέρω μείωσης της διακινδύνευσης».
Καλές πρακτικές από άλλες ευρωπαϊκές χώρες
Σε ερώτηση για το αν ανάλογης ιστορικής σημασίας χώροι του εξωτερικού διαθέτουν επαρκή διαχειριστικά εργαλεία, ο Κ. Σερράος διευκρινίζει πως ο κάθε χώρος έχει τις ιδιαιτερότητές του και γι’ αυτό οι οποιεσδήποτε συγκρίσεις είναι ανώφελες.
«Δεν θα ήθελα να μπω στο ρίσκο να πω ότι άλλοι χώροι είναι καλύτερα ή χειρότερα προετοιμασμένοι απ’ ό,τι ο λόφος της Ακρόπολης, διότι ο κάθε χώρος είναι μοναδικός, βρίσκεται σε μια θέση με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, κινδύνους, ανάγλυφο, στοιχεία επισκεψιμότητας και διαφορετικό κοινό. Δικαίως λοιπόν το υπουργείο Πολιτισμού και οι αρμόδιες υπηρεσίες του αναγνώρισαν την ανάγκη να γίνει μια ειδική μελέτη για κάθε αρχαιολογικό χώρο. Αν εφαρμοστούν τα ίδια πράγματα σε διαφορετικούς χώρους, κάποιοι μπορεί να προετοιμαστούν εξαιρετικά καλά, ενώ για κάποιους άλλους χώρους τα ίδια μέτρα θα είναι εντελώς άστοχα», υπογραμμίζει.
Ωστόσο, αναγνωρίζει πως συστήματα προκράτησης εισιτηρίων που μας είναι γνωστά από τη διεθνή εμπειρία μπορούν σε μεγάλο βαθμό να συμβάλουν στην εξομάλυνση των αιχμών στη ζήτηση των επισκεπτών και κατ’ επέκταση και στη μείωση της διακινδύνευσης.
Η περίπτωση του κτιρίου του Ράιχσταγκ στο Βερολίνο, ενός χώρου με ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό και ιστορικό ενδιαφέρον, και επομένως και μεγάλη ελκυστικότητα για τους επισκέπτες του Βερολίνου, είναι, όπως λέει, ενδιαφέρουσα.
«Ο φορέας που το διαχειρίζεται εξέτασε και προσδιόρισε το μέγιστο πλήθος επισκεπτών που μπορεί ταυτόχρονα να δεχθεί αυτό το κτίριο, ώστε να διασφαλίζονται οι κανόνες πολιτικής προστασίας των επισκεπτών, αλλά και να ικανοποιείται η απαίτηση για υψηλής ποιότητα εμπειρία επίσκεψης. Εισήγαγε λοιπόν μια πολιτική προκράτησης του εισιτηρίου. Η ζήτηση επομένως των επισκεπτών μοιράζεται καλύτερα στον χρόνο, αποφεύγονται οι μεγάλες αιχμές, διασφαλίζεται η καλή εμπειρία της επίσκεψης και παράλληλα περιορίζεται σημαντικά και η διακινδύνευση έναντι πιθανών κινδύνων που θα πλήξουν τους επισκέπτες. Δεν είναι αυτό το σύστημα κάτι διαφορετικό στη σύλληψή του από τον γνωστό μας τρόπο που βγάζουμε εισιτήριο για να δούμε μια ταινία στον κινηματογράφο ή ένα έργο στο θέατρο», εξηγεί ο καθηγητής.
Πρέπει να κλείνει ο αρχαιολογικός χώρος της Ακρόπολης;
Η σύνδεση ενός συστήματος προκράτησης με πιθανές προγνώσεις ακραίων μετεωρολογικών φαινομένων θα μπορούσε πέρα από την ασφαλέστερη διαχείριση των επισκεπτών να εξαλείψει, εκτός πολύ ειδικών περιστάσεων, και το φαινόμενο ο αρχαιολογικός χώρος της Ακρόπολης να κλείνει όταν η διαχείριση ενός αναμενόμενου μεγάλου πλήθους επισκεπτών δεν κρίνεται δυνατή ή ασφαλής.
«Σαφώς ένα τέτοιο μέτρο μάς προστατεύει, καθώς δεν θα πάθει κάποιος κάτι, αλλά τίθεται κι ένα άλλο ερώτημα: ένας αρχαιολογικός χώρος που αποτελεί μοναδικό προορισμό στον κόσμο μπορεί να κλείνει; Μπορεί να έρχεται κάποιος, για παράδειγμα, από τη Νέα Ζηλανδία, να έχει μία μέρα διαθέσιμη στην Αθήνα για να δει την Ακρόπολη και να τη βρίσκει κλειστή; Είναι κάτι που το θέλουμε αυτό;», διερωτάται και συνεχίζει:
«Ένας προορισμός σαν την Ακρόπολη των Αθηνών προφανώς θα πρέπει να αναστείλει τη λειτουργία του σε μία εξαιρετική συγκυρία. Όμως για όλες τις άλλες περιπτώσεις εκτιμούμε ότι θα αρκούσε μια καλύτερη διαχείριση των επισκεπτών για να παραμείνει ασφαλής και άρα και επισκέψιμος».
Κλείνοντας τη συζήτησή μας, ο Κ. Σερραίος επισημαίνει πως ο σπουδαίος από κάθε άποψη –ιστορική, αρχαιολογική, πολεοδομική, αρχιτεκτονική– χώρος της Ακρόπολης των Αθηνών έχει τύχει πολύ μεγάλης φροντίδας από την πλευρά της πολιτείας και αξίζει σε κάθε περίπτωση και τη διαρκή φροντίδα όλων μας.
«Οι παλαιοί καθηγητές μου, ο αείμνηστος Χαράλαμπος Μπούρας και ο Μανώλης Κορρές, αλλά και πολλοί ακόμη σημαντικοί επιστήμονες όλων των ειδικοτήτων και από όλες τις θέσεις, έχουν αφήσει σε αυτόν τον ιερό χώρο τον εαυτό τους.
Οφείλουμε να αναγνωρίζουμε τα έως τώρα σημαντικά επιτεύγματα στον τομέα της τεκμηρίωσης, της μελέτης, της αποκατάστασης και της διαχείρισης αυτού του κορυφαίου στην υφήλιο ιστορικού και αρχαιολογικού τόπου, αλλά πάντοτε θα πρέπει να εξετάζει κανείς και τα νέα ζητήματα που προκύπτουν.
Σήμερα έχουμε ένα νέο φαινόμενο, την κλιματική αλλαγή, που πρέπει να διαχειριστούμε αποτελεσματικά, διότι αυτό που στο τέλος μας ενδιαφέρει είναι ο κάθε ένας επισκέπτης να φύγει με ασφάλεια», καταλήγει.
*Η ομάδα του κ. Σερράου απαρτίστηκε από τους Μ. Γάσπαρη, Μηχανικό Περιβάλλοντος, Μ. Δανδουλάκη, Πολιτικό Μηχανικό / Πολεοδόμο, Δρ. ΕΜΠ, Α. Ευρυπιώτη, Αρχιτέκτονα Μηχανικό, ΥΔρ. ΕΜΠ, Μ. Κατσαρό, Αρχιτέκτονα Μηχανικό, αν. καθηγητή ΕΜΠ, και Ελένη Λινάκη, Πολεοδόμο Χωροτάκτη Μηχανικό, Δρ. ΕΜΠ.