Τα νωχελικά καλοκαίρια των αρχών του '80, η Αθήνα δεν είχε πολλά να προσφέρει στο κομμάτι της ψυχαγωγίας. Έτσι ό,τι συνέβη τον Ιούλιο του 1983 είχε την αξία του μοναδικού και ίσως γι' αυτό έμελλε να μείνει στην ιστορία. Το πάρτι του Λουκιανού Κηλαϊδόνη στη Βουλιαγμένη έγινε το πρώτο καλοκαιρινό επίσημο ξεφάντωμα της σύγχρονης Αθήνας και σήμανε την αρχή για μια σειρά μεγάλων συναυλιών, έξω από τα όρια των γηπέδων της πόλης. Τυλιγμένο στην αθωότητα της πρώτης φοράς, φορτωμένο με τις εκπλήξεις μιας ειλικρινούς προσφοράς και οργανωμένο καλά -σε μια εποχή άπειρη από large scale συναυλίες- με νοικιασμένα από την τροχαία γουόκι τόκι. Ένα υπερεπιτυχημένο beach party, με ένα κοινό που παρ' όλα αυτά αγνοούσε ακόμη, κατά βάση, τον όρο.
Η επιτυχία της βραδιάς είχε αρχίσει να διαφαίνεται ήδη από τις προηγούμενες ημέρες. Τα 25.000 εισιτήρια είχαν εξαντληθεί και οι μαζικές αγορές τους έδειχναν ότι το κοινό που θα μαζευόταν θα ερχόταν σε παρέες ολόκληρες. Η πλαζ του ΕΟΤ, κλεισμένη από τον Ιανουάριο, ήταν έτοιμη να υποδεχθεί τον κόσμο, η πλωτή εξέδρα -μια φορτηγίδα φερμένη από τον ΟΛΠ- είχε εγκατασταθεί στα δύο μέτρα από την ακτή και η επικείμενη πανσέληνος θα έντυνε με την απαραίτητη ατμόσφαιρα την υπαίθρια συναυλία με τον περιγραφικό τίτλο «πάρτι στη Βουλιαγμένη».
Οι περισσότεροι απ' όσους παραβρέθηκαν στο πάρτι της Βουλιαγμένης έχουν να πουν για την πανηγυρική αίσθηση της βραδιάς και για στιγμιότυπα που θυμούνται ακόμα. Τα πυροτεχνήματα, τη μαντολινάτα μέσα στις βάρκες που έρχονταν από τα βαθιά, την είσοδο του Κηλαϊδόνη, αναπόφευκτα με το «πάμε μια βόλτα στη Βουλιαγμένη». Θυμούνται ακόμη την εκτόνωση, το γλέντι, την εντύπωση πως κάτι καινούργιο είχε συμβεί, απλά, ξαφνικά και χωρίς κανείς να το περιμένει.
Το απόγευμα της 25ης Ιουλίου, το πλήθος που από νωρίς μαζεύτηκε στην παραλία προοιώνιζε ένα σκηνικό άνευ προηγουμένου. Και όταν, μόλις έπεσε ο ήλιος, η πιανίστα Έλλη Σεμιτέκολου έβαλε τον κόσμο στο κλίμα με μουσική ragtime και διάθεση καλοκαιρινή, φάνηκε πως η γλυκιά εκείνη νύχτα στη μέση του καλοκαιριού είχε τα φόντα να γίνει ένα αξέχαστο βράδυ. «Δεν μάθαμε ποτέ πόσοι ακριβώς ήταν οι παραβρισκόμενοι», λέει ο Κηλαϊδόνης. Οι επίσημοι και ανεπίσημοι υπολογισμοί μιλάνε για πάνω από 100.000 άτομα, ενώ πολλοί δεν κατόρθωσαν να πάνε, γιατί κόλλησαν στο μποτιλιάρισμα που έφθανε κάποια στιγμή μέχρι την Αμαλίας, από τη Βουλιαγμένη. Δεν κόπηκαν πάντως άλλα εισιτήρια και με την κοινή συμφωνία αστυνομίας και διοργανωτών η είσοδος επιτράπηκε σε όλους.
Το κρατικό ραδιόφωνο είχε συμφωνήσει για την αναμετάδοση της συναυλίας και ο Γιάννης Πετρίδης, που την παρουσίαζε, συμμετείχε στα διαλείμματα με αυθεντικά τραγούδια της δεκαετίας του '50, μουσική που ακουγόταν και στον συναυλιακό χώρο από τα ηχεία, ενισχύοντας την αίσθηση πως επρόκειτο για πάρτι. Ο Πέρι Κόμο, ο Έλβις και ο Πατ Μπουν γέμιζαν τα κενά ανάμεσα στα σχήματα, ενώ οι διάφοροι, μη ανακοινωμένοι από πριν, guests ξάφνιαζαν το ανυποψίαστο κοινό που παραληρούσε. Έτσι, βρέθηκαν μαζί ο Σαββόπουλος, η Ζορμπαλά, ο Γερμανός, ο Νταλάρας και η Αφροδίτη Μάνου, καταφθάνοντας διαδοχικά στην πλατφόρμα με κρις κραφτ από τον ΟΛΠ και τραγουδώντας για ένα κοινό που δε δίστασε να βουτήξει στο νερό, με μαγιό ή με τα ρούχα της δουλειάς, για να κολυμπήσει και να φθάσει στα πόδια των μουσικών, γλεντώντας το καλοκαίρι, το τραγούδι και τη χαρά της ζωής με τον πιο αυθόρμητο τρόπο.
Οι περισσότεροι απ' όσους παραβρέθηκαν στο πάρτι της Βουλιαγμένης έχουν να πουν για την πανηγυρική αίσθηση της βραδιάς και για στιγμιότυπα που θυμούνται ακόμα. Τα πυροτεχνήματα, τη μαντολινάτα μέσα στις βάρκες που έρχονταν από τα βαθιά, την είσοδο του Κηλαϊδόνη, αναπόφευκτα με το «πάμε μια βόλτα στη Βουλιαγμένη». Θυμούνται ακόμη την εκτόνωση, το γλέντι, την εντύπωση πως κάτι καινούργιο είχε συμβεί, απλά, ξαφνικά και χωρίς κανείς να το περιμένει. Στη Βουλιαγμένη εκείνο το βράδυ καταναλώθηκαν όλες οι μπύρες, τα αναψυκτικά και οι τυρόπιτες της περιοχής, ζευγάρια γνωρίστηκαν χορεύοντας, νέες παρέες σχηματίστηκαν και όλα κύλησαν ομαλά, χωρίς ούτε έναν σεκιούριτι, θεσμό άλλωστε άγνωστο τότε.
Ο ήχος ήταν μάλλον κακός, καθώς τα μηχανήματα που χρησιμοποιήθηκαν δεν ήταν αρκετά ώστε να μπορούν να καλύψουν τέτοιο πλήθος κόσμου. Πολλοί μάλιστα είχαν μαζί τους τρανζίστορ συντονισμένα στο Β' πρόγραμμα και στην αναμετάδοση της συναυλίας, συμπληρώνοντας αδιαμαρτύρητα τα κενά και αδιαφορώντας ουσιαστικά για το τεχνικό κομμάτι, παρασυρμένοι από το γενικότερο κλίμα ευφορίας της νύχτας. Η οργάνωση λειτούργησε καλά, η προγραμματισμένη κινηματογράφηση από τους Διαγόρα Χρονόπουλο και Ηρακλή Παπαδάκη εκτελέστηκε άψογα κι επαγγελματικά κι αν στο τέλος της συναυλίας η Μαντώ ξεχάστηκε στην πλατφόρμα τραγουδώντας jazz κι αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια από ένα σκάφος του λιμενικού για να επιστρέψει στην ξηρά, αυτό δεν πείραξε ούτε την ίδια, απλώς σημειώθηκε στα πρακτικά σαν ένα από τα ευτράπελα και διασκεδαστικά που χαρίζουν ακόμη χαμόγελα.
Μετά το τέλος της συναυλίας, η παραλία παρέμεινε γεμάτη με κόσμο που προτίμησε να κοιμηθεί -ή να μην κοιμηθεί- εκεί περιμένοντας το πρώτο λεωφορείο. Οι 800 γεμάτοι κάδοι σκουπιδιών που συλλέχθηκαν ήταν μια επιπλέον επιβεβαίωση του αριθμού των θεατών, ενώ την επόμενη μέρα όλες οι εφημερίδες έγραφαν για το πάρτι στη Βουλιαγμένη στο πρωτοσέλιδο, χαρακτηρίζοντάς το οι περισσότερες «μοναδικό» και «ιδιαίτερα πετυχημένο». Κάποιοι, όπως ο Β.Φίλιας στην Ελευθεροτυπία, που έγραψε για ένα βράδυ πνιγμένο στα ναρκωτικά και για την αποθέωση του αμερικανικού τρόπου ζωής ή ο Ν. Ζαχόπουλος, που σχολίασε «έναν κάτωχρο Κηλαϊδόνη, που δεν είπε παρά τρία μόνο τραγούδια γαντζωμένος από μια κιθάρα», προφανώς είδαν ή άκουσαν κάτι διαφορετικό. Για όσους όμως θυμούνται ακόμη την πανσέληνο εκείνη πάνω από την αμμουδιά, για τους μουσικούς, τους θεατές, το κοινό που έζησε ή ονειρεύτηκε να είχε ζήσει τη βραδιά, το πάρτι στη Βουλιαγμένη ήταν το πιο επιτυχημένο πάρτι στο οποίο βρέθηκαν καλεσμένοι και η νύχτα της 25ης Ιουλίου ήταν η νύχτα που γεννήθηκε μια ελπίδα απροσδιόριστη, μια αισιοδοξία ειλικρινής και μια καλοκαιρινή γιορτή στην οποία πέρασαν όλοι τόσο μα τόσο ωραία.
Το Πάρτυ στη Βουλιαγμένη (1983)
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO στις 13.6.2007