ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ για παιδιά, όπως η Κιβωτός του Κόσμου, για την οποία οι καταγγελίες οργιάζουν, μία ακόμα «ελληνική εξαίρεση» και γιατί συμβαίνει αυτό; Ποιες είναι οι βέλτιστες πρακτικές που ακολουθούνται εδώ και χρόνια στην υπόλοιπη Ευρώπη; Είναι άραγε τόσο μεγάλος ο αριθμός των παιδιών στη χώρα μας που φιλοξενούνται σε τέτοιες δομές, ώστε να μην έχει ακόμα δρομολογηθεί με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα η αποϊδρυματοποίησή τους; Για ποιον λόγο δεν έχει διαμορφωθεί ακόμα μια εθνική στρατηγική σε αυτή την κατεύθυνση, παρότι ήδη από το 2018 και τουλάχιστον μέχρι το 2021 δίδονταν από την Ε.Ε. χρηματοδοτήσεις ως τεχνική βοήθεια για την υλοποίησή της; Γιατί ως εναλλακτική «πριμοδοτείται» μέχρι τώρα η υιοθεσία και όχι η αναδοχή και τι οφείλει να γίνει στο εξής;
Σε όλες αυτές τις δομές που φιλοξενούν παιδιά, δημόσιες και ιδιωτικές, κοσμικές και εκκλησιαστικές, μοντέρνες ή παλιομοδίτικες, συμβαίνουν λίγο-πολύ όλα αυτά που καταγγέλλεται ότι έγιναν στην Κιβωτό και δεν υπάρχει τρόπος να σταματήσουν να συμβαίνουν αν δεν καταργηθούν.
— Βγήκατε κι εσείς από τα ρούχα σας με όσα καταγγέλλεται ότι συνέβαιναν στην Κιβωτό του Κόσμου;
Κοιτάξτε, δεν μπορώ να εκφράσω άποψη για το τι ακριβώς συμβαίνει με την Κιβωτό, ούτε και πιστεύω ότι πρέπει να μιλάμε όλοι για όλα χωρίς να έχουμε γνώση, συγκεκριμένα στοιχεία και αποδείξεις. Όμως όχι, δεν εξεπλάγην γιατί το ζήτημα δεν είναι μια δομή ή κάποια πρόσωπα, είναι πολύ ευρύτερο και αφορά τον ιδρυματισμό στο σύνολό του. Διότι άσχετα από το πόσο καλά ή κακά λειτουργούν, όλα αυτά τα ιδρύματα είναι κατ’ ουσία βλαπτικά, καθώς εκθέτουν τα παιδιά που φιλοξενούν σε διάφορους κινδύνους. Αυτή είναι μια τεκμηριωμένη αλήθεια που δεν περιμένει συγκεκριμένα συμβάντα για να επιβεβαιωθεί και έχει γίνει συνείδηση σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο. Τώρα το τι λέει ο ένας κι ο άλλος και αν έχουν περισσότερο δίκιο όσοι καταγγέλλουν ένα ίδρυμα για αυταρχισμό, εκμετάλλευση, απάνθρωπες συμπεριφορές και οικονομικά σκάνδαλα από εκείνους που το υπερασπίζονται επειδή, χάρη σε αυτό, δεν έμειναν στο δρόμο, είναι νομίζω δευτερεύουσας σημασίας όσον αφορά αυτή την προβληματική, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να εξεταστούν σοβαρά οι κατηγορίες και να αποδοθούν ευθύνες, όπου υπάρχουν. Σημασία έχει ότι το μοντέλο του ιδρύματος θεωρείται παρωχημένο, όχι γιατί έτσι αποφάσισε κάποιος αυθαίρετα αλλά επειδή αυτό κατέδειξαν δεκαετίες έρευνας και μια πλειάδα αποκαλύψεων για το τι είθισται να συμβαίνει πίσω από τη «βιτρίνα».
— Σας άκουσα να λέτε ότι τα ιδρύματα για παιδιά έχουν ουσιαστικά καταργηθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη, κάτι που ομολογώ δεν γνώριζα.
Έτσι είναι. Τα περισσότερα έχουν κλείσει ήδη από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, οπότε είχαμε έναν αναπροσανατολισμό της παιδικής προστασίας όχι μόνο στις ανεπτυγμένες χώρες της δυτικής και της βόρειας Ευρώπης αλλά και στην ανατολική και τις χώρες της Μεσογείου. Όπου υπήρχαν ακόμη μέχρι πρόσφατα ιδρύματα και δομές «παλαιού τύπου», τέθηκαν σε ισχύ δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα αφομοίωσής τους, με αποτέλεσμα σήμερα ο αριθμός τους να έχει σχεδόν μηδενιστεί. Οι ελάχιστες ιδρυματικές δομές που έχουν απομείνει αφορούν εφήβους με δύσκολες συμπεριφορές και ιστορικό παραβατικότητας, που δύσκολα θα στέκονταν σε μια ανάδοχη οικογένεια.
Έπειτα, όταν μιλάμε για στέγες εφήβων σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, στις σκανδιναβικές χώρες, ακόμα και σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης, αναφερόμαστε πλέον κατά κανόνα σε διαμερίσματα που φιλοξενούν 2-4 παιδιά και τα οποία βρίσκονται σε κτίρια όπου διαμένουν κι άλλοι ένοικοι, οικογένειες κ.λπ., δηλαδή μέσα στον αστικό ιστό και όχι κάπου αποκομμένα. Τα μνημειακά κτίρια-ιδρύματα σαν αυτά που έχουμε στην Ελλάδα έχουν τελειώσει, είναι πλέον ανύπαρκτα. Κλειστές δομές εξακολουθούν να υπάρχουν σε κάποιες χώρες μόνο για παιδιά με αναπηρία, ένα μοντέλο που επίσης θεωρείται πια ξεπερασμένο και γίνονται συστηματικές προσπάθειες να κλείσουν κι αυτές.
— Δηλαδή έχουμε να κάνουμε με μία ακόμα «ελληνική εξαίρεση». Γιατί συμβαίνει αυτό;
Διότι έτσι εξυπηρετούνται πολλά συμφέροντα, όχι μόνο οικονομικά αλλά και συντεχνιακά, επικοινωνιακά και άλλα. Όπως έχω ξαναπεί, ονειρεύομαι κάποια Χριστούγεννα ή μια Πρωτοχρονιά που δεν θα πάνε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή στον πρωθυπουργό να πουν τα κάλαντα παιδιά από ιδρύματα, προσδοκώντας τον οίκτο των τηλεθεατών. Αυτό είναι απαράδεκτο και προσβλητικό γι' αυτά, όπως και οι «τηλεμαραθώνιοι ευσπλαχνίας» που διοργανώνονται κατά καιρούς υπέρ διαφόρων ιδρυμάτων, καλώντας το φιλάνθρωπο κοινό να καταβάλει τον οβολό του. Εκείνο που πραγματικά χρειάζονται αυτά τα παιδιά δεν είναι ελεημοσύνες αλλά μια συγκροτημένη κοινωνική πολιτική που θα τα βοηθήσει να βρουν τον δρόμο τους.
— Θα ρωτήσει όμως κάποιος ποια είναι η σωστότερη πολιτική και αν μιλάμε για αναδοχή πόσες οικογένειες, άραγε, είναι διατεθειμένες να γίνουν ανάδοχες σε τέτοια παιδιά, ειδικά όταν βρίσκονται σε μια δύσκολη ηλικία, όπως η εφηβική.
Σε όσους, καλοπροαίρετα ή μη, λένε ότι η κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας είναι τέτοια που δύσκολα μια οικογένεια θα δεχθεί να γίνει ανάδοχη σε ένα ξένο παιδί και να το μεγαλώσει, φέρνω ως παράδειγμα την Κύπρο, με την οποία μοιραζόμαστε βέβαια πολλά κοινά. Εκεί, λοιπόν, όπου η κοινωνική πρόνοια οργανώθηκε κατά το βρετανικό πρότυπο ως ένας συμπαγής αυτόνομος τομέας της δημόσιας διοίκησης, ιδρύματα σαν τα δικά μας είναι ανύπαρκτα. Εξαιρούνται κάποιες στέγες για παραβατικές περιπτώσεις, όπου φιλοξενούνται λιγότερα από εκατό παιδιά συνολικά και όποτε μαζεύονται πολλά σε μια τέτοια στέγη, γίνεται αμέσως θέμα στα ΜΜΕ, όχι όμως με φοβικά δημοσιεύματα αλλά με ερωτήματα τύπου «τι κοινωνία έχουμε και δεν μπορούν να βρεθούν αρκετές ανάδοχες οικογένειες γι’ αυτά». Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν καθόλου προβλήματα εκεί, κάθε θεσμός έχει τα προβλήματά του, μιλάμε όμως για μια εντελώς διαφορετική νοοτροπία. Είναι ωστόσο γεγονός ότι σε εμάς εδώ δεν υπάρχει μεγάλη προσφορά για γνήσια αναδοχή, δεν έχει καν προβληθεί και στηριχθεί αυτός ο θεσμός όπως θα έπρεπε.
Προσφορά υπάρχει στην υιοθεσία και αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα με την αναδοχή είναι ότι έχει προβληθεί από τους κρατούντες ως ένα προστάδιο της υιοθεσίας, ενώ είναι βέβαια κάτι πολύ διαφορετικό: μια ανάδοχη οικογένεια που παίρνει ένα παιδί σε ανάγκη δεν φιλοδοξεί να το κάνει δικό της αλλά να το στηρίξει μέχρι να σταθεί στα πόδια του, βρίσκεται δε σε επικοινωνία με τους βιολογικούς του γονείς, με τους οποίους διατηρεί σχέση συνεργασίας και όχι ανταγωνισμού. Αυτό είναι άλλωστε σήμερα, όπως είπαμε, το κυρίαρχο μοντέλο στις ανεπτυγμένες χώρες, όχι ο ιδρυματισμός. Κατά τη γνώμη μου η υιοθεσία σε αυτές τις περιπτώσεις θα έπρεπε να είναι εκτός συζήτησης, ακόμα και ως εξέλιξη της αναδοχής.
Για τα έφηβα παιδιά ειδικά, η πλέον ενδεδειγμένη λύση είναι η υποστηριζόμενη ημιαυτόνομη διαβίωση με την επίβλεψη εξειδικευμένου προσωπικού. Ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι να υπάρχουν παρεμβατικές πολιτικές στήριξης των βιολογικών γονέων ή των οικογενειών με δυσλειτουργίες εξαιτίας των οποίων έχουν απομακρυνθεί τα παιδιά, με προοπτική την επανασύνδεση, κάτι που δεν έχουμε καθόλου στην Ελλάδα.
— Αλλά τι γίνεται με όσα παιδιά δεν έχουν καν οικογένεια;
Η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών που βρίσκονται σε ιδρύματα δεν είναι ορφανά, γονείς υπάρχουν. Ορφανοτροφεία είχαμε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, όπως ήταν αναμενόμενο, αυτό πια δεν υπάρχει ως θεσμός. Ένα μεγάλο μέρος από τις απομακρύνσεις, δε, γίνεται όχι λόγω καταγγελιών για κακοποίηση αλλά εξαιτίας παραμέλησης η οποία σχετίζεται με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση αυτών των οικογενειών. Μιλάμε για ένα ποσοστό 55-60% στην Ελλάδα αλλά και πανευρωπαϊκά. Οι απομακρύνσεις αυτές στην Ελλάδα, αντί να είναι προσωρινές, καταλήγουν μόνιμες και συνοδεύονται με ένα αίσθημα ανακούφισης από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες που θεωρούν ότι αρκεί αυτό για να ξεφύγει ένα ανήλικο παιδί από τον κοινωνικό αποκλεισμό, την ακραία φτώχεια και την παραβατικότητα.
Εκείνο, όμως, που θα όφειλε να γίνει και που εφαρμόζεται πια σε όλη την Ευρώπη είναι ακριβώς το αντίθετο: με το που απομακρύνεται δηλαδή ένα ή περισσότερα παιδιά από μια δυσλειτουργική οικογένεια, σπεύδουν αμέσως οι αρμόδιες υπηρεσίες να πλαισιώσουν, να στηρίξουν και να εποπτεύσουν την οικογένεια αυτή ώστε να ορθοποδήσει αφενός, να επανασυνδεθεί με το παιδί ή τα παιδιά της το συντομότερο δυνατό αφετέρου.
Αναφορικά με ακραίες καταστάσεις όπως βιασμοί, αιμομιξίες ή εμπλοκή γονέων σε εγκληματικές δραστηριότητες, αναζητείται και πάλι ανάδοχη οικογένεια, όχι κάποιο ίδρυμα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι περισσότερες απομακρύνσεις να είναι παροδικές, ανοίγοντας έτσι το έδαφος για τη γνήσια αναδοχή. Για όσα παιδιά, τώρα, δεν έχουν κανέναν βιολογικό γονέα εν ζωή, η υιοθεσία είναι όντως η καλύτερη λύση και εδώ, ναι, έχει νόημα. Και πάλι, όμως, θα πρέπει να το αναλάβει κάποια ανάδοχη οικογένεια ώσπου να υιοθετηθεί κανονικά. Εδώ, και αναφορικά με τον νόμο για την αναδοχή και την υιοθεσία, έχουμε άλλο ένα ελληνικό παράδοξο: βάζουμε καταρχάς ένα παιδί που απομακρύνεται από τη φυσική του οικογένεια σε κάποιο ίδρυμα και ύστερα αναζητούμε μια κανονική στέγη γι’ αυτό!
Ένα ακόμα φλέγον ζήτημα είναι τα ασυνόδευτα μεταναστάκια και προσφυγάκια που επίσης στοιβάξαμε σε διάφορες τέτοιου χαρακτήρα δομές προκειμένου να αποφύγουμε να αντιμετωπίσουμε ευθέως το πρόβλημα της φροντίδας, της εκπαίδευσης και της ένταξής τους. Είναι κι αυτή μια παράμετρος που πρέπει να συνυπολογιστεί.
— Δεν υπάρχει, σαν να λέμε, καμία εθνική στρατηγική για την αποϊδρυματοποίηση.
Άμα τη βρείτε πουθενά, ειδοποιήστε με! Κι αυτό, παρότι η χώρα μας λαμβάνει χρηματοδοτήσεις ως τεχνική βοήθεια από την Ε.Ε. ήδη από το 2018 προκειμένου να τη δρομολογήσει. Μέχρι και το 2021 τουλάχιστον, οπότε συνέχισαν να δίνονται αυτά τα κονδύλια, αγνοούμε αν αυτό κατέληξε σε κάτι. Αυτό σημαίνει ότι δεν έγινε πράξη κανένα μέτρο ούτε δόθηκε κάποιο μήνυμα ότι αλλάζουμε στο εξής πολιτική και σελίδα στην παιδική προστασία, κάτι που θα έπρεπε να γίνει άμεσα.
Στην Ελλάδα υπάρχει ένα δίκτυο ιδρυμάτων που φιλοξενεί παιδιά τυπικής ανάπτυξης, παρότι σε όλα σχεδόν συνυπάρχουν και κάποια παιδιά με αναπηρία. Υπάρχουν και κάποια χωριστά δημόσια, μη κερδοσκοπικά ή ιδιωτικά ιδρύματα για παιδιά με αναπηρία, με τα τελευταία να μην καταγράφονται πουθενά στις εποπτείες του υπουργείου Εργασίας.
Ένα άλλο παράλληλο δίκτυο αφορά ασυνόδευτους ανήλικους μετανάστες και πρόσφυγες που αιτούνται άσυλο και κάποιες άλλες αρκετά προβληματικές δομές ΜΚΟ με αλλοδαπούς εφήβους που φιλοξενούνται στην ελληνική επικράτεια, κυρίως Γερμανούς. Μιλάμε για 10.000 παιδιά συνολικά, ένας αριθμός που για τα ευρωπαϊκά δεδομένα θεωρείται εύκολα διαχειρίσιμος, μιλώντας για μια συστηματική πολιτική αποϊδρυματοποίησης, αν σκεφτούμε ότι η Ρουμανία, που είχε σοβαρό πρόβλημα, κατάφερε μέσα σε μόλις δύο δεκαετίες να αποϊδρυματοποιήσει 120.000 παιδιά. Το ότι αυτό δεν έχει ακόμα συμβεί εδώ σχετίζεται, όπως είπαμε, με τις μορφολογίες και τις παθογένειες της ελληνικής πραγματικότητας.
— Τι θα πρέπει όμως να γίνει ώσπου να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα;
Θα πρέπει σαφώς να υπάρξει στο μεταξύ αυστηρότερη εποπτεία σε δομές και ιδρύματα. Προσωπικά, ωστόσο, όταν αρχίζει να «παραγίνεται» η συζήτηση για τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, γίνομαι επιφυλακτικός γιατί το ζητούμενο δεν είναι να πούμε ότι αν ξεσπάσουν σκάνδαλα, όπως τώρα, με την περίπτωση της Κιβωτού, θα οδηγηθούν αμέσως στη Δικαιοσύνη οι υπαίτιοι, θα υπάρξει διαφάνεια, θα βάλουμε από πάνω και 3-4 μηχανισμούς ελέγχου και μετά όλα καλά, δηλαδή θα γίνει ο ιδρυματικός τομέας ασφαλής για τα παιδιά, διότι από τη φύση του δεν είναι τέτοιος. Επαναλαμβάνω ότι σε όλες αυτές τις δομές που φιλοξενούν παιδιά, δημόσιες και ιδιωτικές, κοσμικές και εκκλησιαστικές, μοντέρνες ή παλιομοδίτικες, συμβαίνουν λίγο-πολύ όλα αυτά που καταγγέλλεται ότι έγιναν στην Κιβωτό και δεν υπάρχει τρόπος να σταματήσουν να συμβαίνουν αν δεν καταργηθούν. Αυτό που χρειάζεται είναι να δρομολογηθεί άμεσα η αποϊδρυματοποίηση με συγκεκριμένα χρονικά ορόσημα, όπως έγινε σε τόσες άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και να δοθεί, βεβαίως, η κατάλληλη τεχνική υποστήριξη στα υπάρχοντα ιδρύματα ώστε να μετασχηματίσουν και να μετεξελίξουν τις υπηρεσίες τους σε κάτι άλλο που θα περιγράφεται με σαφή βήματα και όρους το τι μπορεί να είναι. Υπάρχει μεγάλη τεχνογνωσία και εμπειρία πάνω στις ολιγάνθρωπες, ανοικτού τύπου δομές από το εξωτερικό, η οποία μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί σε αυτή την κατεύθυνση.