ΣΕ ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ ξενοδοχείου της Νέας Υόρκης το 1976, η Ντόνα Σάμερ στεκόταν στο περβάζι του παραθύρου. Είχε γίνει διάσημη την προηγούμενη χρονιά για τα οργασμικά φωνητικά της στο single Love to Love You Baby, το οποίο είχε φτάσει στο Νο 2 στις ΗΠΑ και στο Top 10 στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Όμως η ίδια ένιωθε βαθιά αμηχανία για την υπερ-σεξουαλική της ερμηνεία, ενώ επίσης βρισκόταν παγιδευμένη στη μέγγενη μιας βίαιης και κακοποιητικής σχέσης. Άρχισε να ανεβαίνει προς τα πάνω.
«Ακόμα 10 δευτερόλεπτα και θα είχα πηδήξει», είπε αργότερα – αλλά το πόδι της μπλέχτηκε στην κουρτίνα και εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο μια καμαριέρα. «Ένιωσα ότι ο Θεός δεν θα μπορούσε ποτέ να με συγχωρέσει γιατί τον είχα απογοητεύσει. Ήμουν χάλια, ήμουν ηλίθια, ήμουν ανόητη. Αποφάσισα ότι η ζωή μου δεν είχε κανένα νόημα».
Σε μια συναυλία του 1983, φέρεται να είπε: «Ο Θεός έφτιαξε τον Αδάμ και την Εύα [Adam and Eve], όχι τον Αδάμ και τον Στιβ [Adam and Steve]», γεγονός που προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στους LGBTQ+ θαυμαστές της
Αυτά της τα συναισθήματα ήταν άγνωστα σε ένα κοινό που τη γνώριζε ως μια από τις πιο γοητευτικές και ταλαντούχες μορφές της αμερικανικής ποπ, τη γυναίκα που αργότερα θα τραγουδούσε το εκπληκτικό I Feel Love, τα περήφανα Hot Stuff και Bad Girls, το She Works Hard for the Money και τόσες άλλες λαμπερές επιτυχίες. Ακόμα και τώρα, 11 χρόνια μετά τον θάνατό της από καρκίνο, ο παραγωγός και συνεργάτης της Πίτερ Μπελότε εξακολουθεί να τη θεωρεί «την καλύτερη φωνή που έχω ηχογραφήσει ποτέ. Τραγουδούσε με αυτόν τον απίστευτα διαισθητικό τρόπο. Κατακτούσε το τραγούδι αμέσως. Αρκούσε πάντα μία και μόνο λήψη – ποτέ της δεν χρειαζόταν να αγωνιστεί».
Όπως όμως αποκαλύπτεται στο νέο ντοκιμαντέρ με τίτλο “Love to Love You, Donna Summer”, πίσω από τη λαμπερή προσωπικότητα της βασίλισσας της ντίσκο κρυβόταν ένας διαρκής αγώνας.
Όταν η Σάμερ τραγουδούσε μικρή στην εκκλησία, μερικές φορές δυσκολευόταν να πετύχει τις ψηλές νότες. Απογοητευμένη, μια μέρα προσευχήθηκε: «Θεέ μου, σε παρακαλώ, δίδαξέ με πώς να τραγουδάω καλύτερα». Η εκκλησία ήταν πηγή πίστης και ελπίδας για τη νεαρή Σάμερ. Μεγάλωσε σε ένα βαθιά θρησκευόμενο σπίτι, αλλά ως έφηβη κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τον πάστορα.
Αυτό το συμβάν, το οποίο δεν αποκάλυψε ποτέ δημόσια πριν δημοσιευτούν τα απομνημονεύματά της το 2003, λειτουργεί ως το νήμα που διατρέχει ολόκληρο το ντοκιμαντέρ. «Με κοιτάτε, αλλά αυτό που βλέπετε δεν είναι αυτό που είμαι», την ακούμε τη Σάμερ να λέει στην αρχή της ταινίας. «Πόσους ρόλους παίζω στη ζωή μου;»
Μεγαλώνοντας στη Βοστώνη, η Σάμερ υπέστη ρατσισμό από μικρή ηλικία και είχε ξυλοκοπηθεί από συμμορίες λευκών νέων – μια ουλή στο πρόσωπο την έκανε να αισθάνεται «άσχημη» και «ανεπαρκής». Παραλίγο επίσης να πεθάνει από πνιγμό όταν ήταν οκτώ ετών. Το άτομο στο οποίο εξελίχθηκε ήταν αστείο και εξαιρετικά ταλαντούχο, αλλά επίσης επιφυλακτικό και κλειστό. Όταν έγινε μητέρα, κρατούσε την κρεβατοκάμαρά της κλειδωμένη, εκτός ορίων ακόμη και για τα ίδια της τα παιδιά – όταν διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα στα τελευταία χρόνια της ζωής της, δεν το είπε σε κανέναν εκτός του στενού οικογενειακού της περιβάλλοντος.
Αφού μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να συμμετάσχει στο psych-rock συγκρότημα Crow, η Σάμερ απέκτησε ρόλο στο μιούζικαλ Hair με το οποίο ξεκίνησε περιοδεία που την οδήγησε στη Γερμανία το 1968, όπου πέντε χρόνια αργότερα κατέληξε να παντρευτεί τον Αυστριακό ηθοποιό Χέλμουτ Σόμερ και να αποκτήσουν την κόρη τους Μίμι. Δουλεύοντας ως τραγουδίστρια στο Μόναχο, γνώρισε εκτός από τον Μπελότε και τον σπουδαίο παραγωγό Τζόρτζιο Μορόντερ.
Το 1975, οι τρεις τους είχαν γράψει το Love to Love You Baby, η ερμηνεία της όμως ήταν τόσο κυριολεκτική στην απόδοση των σεξουαλικών βογγητών και στεναγμών που το BBC το απαγόρευσε. Δεν ήταν κάτι που η ίδια ήθελε να την καθορίσει. «Έχω τόσα πολλά περισσότερα να προσφέρω», θα δήλωνε την επόμενη χρονιά στο Rolling Stone.
Αυτό δημιούργησε μια βαθιά εσωτερική σύγκρουση - και η ραγδαία άνοδος της Σάμερ συνδυάστηκε με την ψυχική της παρακμή. «Οι πιο θλιβερές μέρες της ύπαρξής μου ήταν στο απόγειο της καριέρας μου», θα έλεγε αργότερα. Καθώς πάλευε, η Μίμι στάλθηκε να ζήσει με τους παππούδες της και η ίδια, σε διάσταση πλέον με τον σύζυγό της, υπέμεινε μια καταχρηστική σχέση με τον καλλιτέχνη Peter Mühldorfer. Ένας ξυλοδαρμός την άφησε αναίσθητη, με μαυρισμένο μάτι και σπασμένα πλευρά. Στα τέλη του 1976, η Σάμερ σκεφτόταν να αυτοκτονήσει σε εκείνο το δωμάτιο ξενοδοχείου.
Η εμπορική επιτυχία της Summer κορυφώθηκε το 1979 με το πολυ-πλατινένιο Bad Girls. Το 1980, παντρεύτηκε τον Μπρους Σουντάνο και το 1982 απέκτησε άλλες δύο κόρες, την Μπρούκλιν και την Αμάντα. Κυκλοφόρησε ένα ακόμη επιτυχημένο άλμπουμ το 1983, το She Works Hard for the Money, ήδη όμως είχε θέσει την οικογενειακή ζωή στο επίκεντρο της ζωής της. Το ίδιο και την χριστιανική πίστη, με τη Σάμερ να δηλώνει πλέον βαθιά θρησκευόμενη.
Σε μια συναυλία του 1983, φέρεται να είπε: «Ο Θεός έφτιαξε τον Αδάμ και την Εύα [Adam and Eve], όχι τον Αδάμ και τον Στιβ [Adam and Steve]», γεγονός που προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στους LGBTQ+ θαυμαστές της – μια κοινότητα που είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην επιτυχία της. Φέρεται επίσης να είχε πει – διαψεύστηκε όμως έντονα και με δάκρυα από την ίδια αργότερα – ότι το AIDS ήταν η τιμωρία του Θεού για την ομοφυλοφιλία.
Παρόλο που εξακολουθεί να διατηρεί την ιδιότητα του ειδώλου για πολλά LGBTQ+ άτομα, η Σάμερ ένιωσε ότι η σχέση της με τους γκέι θαυμαστές της είχε αμαυρωθεί. «Το να έχεις αυτόν τον αστερίσκο στην κληρονομιά σου ήταν καταστροφικό», λέει σήμερα η κόρη της και συν-δημιουργός του ντοκιμαντέρ Μπρούκλιν Σουντάνο. «Ήταν πολύ δύσκολο για εκείνη να το ξεπεράσει, επειδή αγαπούσε τους ανθρώπους και ιδιαίτερα αυτή την κοινότητα».
Με στοιχεία από την The Guardian