Εάν υπάρχει ένας άνθρωπος που έχει αγαπήσει τα ναυάγια των ελληνικών θαλασσών, που έχει γράψει ιστορία στην εξερεύνησή τους και έχει φέρει στο φως ευρήματα ιστορικής σημασίας που κουβαλούν δικούς τους θρύλους, αυτός είναι ο Κώστας Θωκταρίδης.
Οι πρώτες του καταδύσεις έγιναν το 1986 και έκτοτε έχει επισκεφθεί πάνω από 500 ναυάγια, με περισσότερα από 200 να αποτελούν δικές του ανακαλύψεις. Όσο βουτούσε με μπουκάλες καταδύσεων άγγιζε τα 212 μέτρα βάθος, αλλά χάρη στην εξέλιξη των καταδυτικών μέσων έχει φτάσει στο σημείο να χειρίζεται ρομπότ που φτάνουν μέχρι και τα 863 μέτρα.
Μέχρι σήμερα έχει γράψει έξι βιβλία επί του θέματος, ενώ οι ανακαλύψεις του προκαλούν δέος. Από ελικόπτερα που κουβαλούν το στίγμα της τραγωδίας, κρουαζιερόπλοια που σε κάνουν να νιώθεις στενόχωρα τη στιγμή που κολυμπάς δίπλα τους μέχρι υποβρύχια που κρατούν μαζί τους στον βυθό ιστορίες που ο ανθρώπινος νους αδυνατεί να πιστέψει, κάθε ανακάλυψη είναι για εκείνον διαφορετική. Πριν μου τις αφηγηθεί, τον ρωτάω πώς ξεκίνησε η αγάπη του για τις καταδύσεις και τα ναυάγια κι εκείνος θυμάται μια εκπομπή που είχε δει μικρός, ένα αφιέρωμα σε βατραχανθρώπους, η οποία του έβαλε αρχικά το μικρόβιο.
«Τους έβλεπα που βουτούσαν και μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση το ότι έμεναν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και ανέπνεαν με συσκευές. Στο τέλος της εκπομπής ήταν σε μια προβλήτα το βράδυ και έκαναν κατάδυση με τα φώτα αναμμένα. Βούτηξαν και χάθηκαν. Περίμενα για αρκετό καιρό να το ξαναδώ, νόμιζα θα υπήρχε συνέχεια», λέει γελώντας.
«Ήμουν πραγματογνώμονας στο Εxpress Samina, στο ναυάγιο της Πάρου. Εκεί βουτούσα τρία χρόνια, είχα κάνει 111 καταδύσεις. Ήμουν ο τελευταίος που αποδεσμεύτηκε από τον ειδικό ανακριτή. Και τις 111 φορές που βούτηξα με έπιανε ένα ψυχοπλάκωμα. Δεν μπορείς να το χαρείς ποτέ το ναυάγιο σε έναν χώρο που ξέρεις ότι κουβαλά κάτι βαρύ. Είναι σαν να πηγαίνεις σε νεκροταφείο».
Όταν ξεκίνησε τις καταδύσεις, πριν τα από τα δεκαεφτά του, δυσκολευόταν. Ένιωθε πως έπρεπε είτε να δουλέψει επαγγελματικά για να αποκτήσει μεγαλύτερη εμπειρία είτε να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Τελικά έκανε το δεύτερο, και σε ένα ταξίδι για Κρήτη έτυχε να φτάσει νωρίτερα στο λιμάνι του Πειραιά. Για να σκοτώσει τον χρόνο του μπήκε στο Ναυτικό Μουσείο.
«Περπατούσα μόνος μου, δεν υπήρχε κανείς άλλος, μόνο ένας παππούς. Δεν ήξερα ότι ήταν ο πρόεδρος του μουσείου. Κάποια στιγμή με πλησιάζει και βλέπει ότι κοιτάω την ιταλική τορπίλη που είχε χτυπήσει το “Έλλη”. Άρχισε να μου περιγράφει με έναν πολύ ωραίο τρόπο την ιστορία. Για μένα ήταν πολύ συναρπαστικό, σαν να βλέπω ντοκιμαντέρ», λέει. Μέχρι τη στιγμή εκείνη ο κ. Θωκταρίδης δεν είχε την παραμικρή σχέση με τα ναυάγια. Φεύγοντας όμως από το μουσείο θα έπαιρνε μαζί του ένα βιβλίο με λιτό εξώφυλλο που τυχαία είδε στη βιβλιοθήκη με θέμα την ιστορία του υποβρυχίου Κατσώνης. Περνώντας το ολονύχτιο ταξίδι μέχρι την Κρήτη στην καμπίνα του πλοίου, ξεκοκαλίζοντας τις σελίδες του, θα ανακάλυπτε ένα ακόμη καθοριστικό κομμάτι, αυτό της έρευνας.
«Δεν περίμενα ότι το υποβρύχιο θα βούλιαζε και το βιβλίο θα περιέγραφε και τη βύθισή του. Ο ύπαρχος επέζησε και σώθηκε κολυμπώντας. Ξετρελάθηκα. Ήμουν δεκαεπτά-δεκαοκτώ χρονών. Όταν γύρισα από την Κρήτη, έτρεξα να πάρω κι άλλα βιβλία. Σήμερα έχω 6.000-7.000 και όλα έχουν σχέση με ναυάγια και ναυτική ιστορία», λέει.
Σύντομα κατάλαβε ότι ήταν απαραίτητο, πέρα από τα βιβλία, να ανατρέξει σε πρωτογενείς πηγές. Άρχισε να ταξιδεύει στο εξωτερικό αλλά και να ψάχνει σε ελληνικές υπηρεσίες φακέλους με πρωτότυπα ημερολόγια, καταθέσεις κ.ά.
«Από πολύ μικρός απέκτησα αυτό το χόμπι, να ψάχνω ιστορίες πλοίων που έχουν βυθιστεί στην Ελλάδα. Ήταν συναρπαστικό, σαν ένα παζλ στο οποίο συμπληρώνεις λίγο λίγο την ιστορία», λέει. Πολύ γρήγορα η έρευνα των ναυαγίων στη θάλασσα απέκτησε μια παράλληλη διάσταση, την έρευνα στη στεριά. Αυτή συνεχίζεται εδώ και 33 χρόνια. Ένα από τα μυστικά του στην έρευνά του ήταν οι ψαράδες. Τα ναυάγια αποτελούν είτε ψαρότοπους είτε εμπόδιο για την αλιεία, ανάλογα με το είδος της. Αφού ο ίδιος δεν ψαρεύει, και το μόνο που κάνει είναι να βγάζει φωτογραφίες και να τραβάει βίντεο, εκείνοι τον εμπιστεύονται και του δίνουν τις τοποθεσίες των ναυαγίων.
«Έκανα την ταυτοποίηση, έχοντας δημιουργήσει μια δική μου βάση δεδομένων, με βάση τις κατηγορίες, το μήκος και το πλάτος, καθώς και τη ναυπήγική μοναδικότητα που έχει κάθε πλοίο. Όλο αυτό είναι σαν παιχνίδι». Σήμερα ο κ. Θωκταρίδης, έχοντας πια μεγάλη εμπειρία, μπορεί να δει πιο πολλές λεπτομέρειες σε ένα πλοίο και απολαμβάνει κάθε εύρημα περισσότερο. Τώρα πια, όπως μου λέει, γνωρίζει την τέχνη της ανακάλυψης των ναυαγίων.
Η ιστορία του βρετανικού υποβρυχίου Perseus
«Στο υποβρύχιο αυτό ένιωθες πως έχει σταματήσει ο χρόνος, αφού ήταν κλειστό και δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου, διατηρώντας τα χαρακτηριστικά του. Έχει συγκλονιστική ιστορία γιατί έχει έναν και μοναδικό επιζώντα», λέει ο κ. Θωκταρίδης που ανακάλυψε τα μυστικά του με την ομάδα του.
Το υποβρύχιο κρύβει δύο ιστορίες. Με τη βύθισή του μια κρύα νύχτα του Δεκεμβρίου το 1941 λόγω μιας νάρκης έχασαν τη ζωή τους εξήντα άνθρωποι . Ένας ναύτης επιβίωσε, ο Capes, ο οποίος, έχοντας κρατήσει ζεστό το σώμα του με ένα μπουκάλι ρούμι και κολυμπώντας ώρες μέχρι να βρει στεριά, θα περιθάλπονταν τελικά από τους ανθρώπους της Κεφαλονιάς που τον έκρυψαν, δεν τον κατέδωσαν στους Γερμανούς. Η δεύτερη ιστορία είναι αυτή του Έλληνα υποπλοίαρχου Μέρλιν, ενός αξιωματικού που έχασε τη ζωή του ανήμερα της ονομαστικής του εορτής έξω από το νησί που αποτελούσε την ιδιαίτερη πατρίδα του.
«Αργότερα γνώρισα την κόρη του Μέρλιν», λέει ο κ. Θωκταρίδης. «Ήρθε και κολύμπησε πάνω από το ναυάγιο». Για τη διαφυγή του Capes προσθέτει: «Οι Κεφαλονίτες τον βοήθησαν εν καιρώ πολέμου και ο καπεταν-Χουμάς, που ήταν σε μια Υπηρεσία Διαφυγών (MI 9), έκανε ένα απίστευτο ταξίδι στη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα, ριψοκινδυνεύοντας. Ήρθε με ένα καΐκι εννιά μέτρων από την Τουρκία και φυγάδευσε τον ναυαγό. Πρόκειται για ένα ταξίδι που μέχρι και σήμερα είναι ασύλληπτο. Γνώρισα τους ανθρώπους που τον βοήθησαν, τον συντηρούσαν οικονομικά και του έδιναν φαγητό, ρισκάροντας την ζωή τους όμως δεν τον πρόδωσαν, ενώ δεν περίμεναν κάτι από αυτόν. Αυτό δείχνει τον πολύ ωραίο χαρακτήρα που έχουν οι άνθρωποι στα νησιά, που είναι πιο αυθεντικοί. Η ιστορία της βοήθειας που του προσφέρθηκε μου άρεσε περισσότερο από την πολεμική. Είναι κάτι που αναδύεται παράλληλα και για μένα ήταν κάτι πολύ εντυπωσιακό και ελπιδοφόρο».
Η εξέλιξη της τεχνολογίας για τις καταδύσεις
Η δυνατότητα που έχει ένας δύτης με μπουκάλες είναι πολύ περιορισμένη. Μετά από δέκα-δεκαπέντε λεπτά η κατάδυση τελειώνει. Αντίθετα, όσα προσφέρουν σήμερα τα ρομπότ ROV είναι εκπληκτικά. Το ρομπότ μπορεί να φτάσει στα 1.000 μέτρα, ενώ ο δύτης μετά βίας στα 100. Την ίδια στιγμή τo κόστος όσον αφορά τους δύτες είναι πολύ υψηλότερο. Ο κ. Θωκταρίδης ασχολήθηκε με τα ρομπότ για πρώτη φορά όταν ήταν υπεύθυνος καταδύσεων, του βαθυσκάφους και του ROV στο Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών. Στη Γαλλία, κάνοντας εθελοντικές δράσεις τα Σαββατοκύριακα, θα διαπίστωνε ότι τα περισσότερα πρότζεκτ γίνονταν με τη χρήση ρομπότ ROV αντί με επανδρωμένο βαθυσκάφος.
«Εκπαιδεύτηκα πάνω στη χρήση του ROV, που έχει πολλές τακτικές. Στην αρχή μού φάνηκε πολύ δύσκολο. Πελάγωσα. Όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα, κάναμε διάφορα πρότζεκτ. Είχαν πέσει τα ελικόπτερα του ΕΚΑΒ, ένα στο Σούνιο και ένα στην Ικαρία. Πήγαμε με το βαθυσκάφος και είχαμε την πρόθεση να κάνουμε με αυτό όλο το πρότζεκτ ανέλκυσης του ελικοπτέρου, όμως στην πράξη διαπιστώσαμε ότι η δουλειά γινόταν πιο εύκολα με το ρομπότ. Τελικά φέραμε εις πέρας και τις δύο αποστολές με το ROV. Από τις πρώτες μέρες του 2000 το ROV ουσιαστικά καθιερώθηκε. Ήταν για εμάς ένα εργαλείο με μηδενικό ρίσκο. Μπορούσε να δουλέψει ακόμη και ένα 24ωρο, αν άλλαζες χειριστές. Είχα ασχοληθεί και με το τεχνικό κομμάτι, οπότε γνώριζα πώς να το συντηρώ. Άνοιξε ένα νέο παράθυρο γνώσεων στη ζωή μου, αυτό της τεχνολογίας των υποβρύχιων ρομπότ».
Κάθε ναυάγιο και ένα διαφορετικό συναίσθημα
«Ήμουν πραγματογνώμονας στο Εxpress Samina στο ναυάγιο της Πάρου. Εκεί βουτούσα τρία χρόνια, είχα κάνει 111 καταδύσεις. Ήμουν ο τελευταίος που αποδεσμεύτηκε από τον ειδικό εφέτη ανακριτή. Και τις 111 φορές που βούτηξα με έπιανε ένα ψυχοπλάκωμα. Δεν μπορείς να το χαρείς ποτέ το ναυάγιο σε έναν χώρο που ξέρεις ότι κουβαλά κάτι βαρύ. Είναι σαν να πηγαίνεις σε νεκροταφείο. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πτητικά μέσα, ελικόπτερα, αεροπλάνα, έχουν κι αυτά μια στενοχώρια. Δεν είναι ευχάριστο, αλλά είναι κι αυτό ένα μέρος της δουλειάς. Καλείσαι να κάνεις εντοπισμό, ανέλκυση για να γίνει διερεύνηση, να μετρήσεις ένα ρήγμα, να δεις πού ακριβώς είναι, οπότε πάντα υπάρχει ένας αντικειμενικός στόχος τεχνικής φύσεως που πρέπει να φέρεις εις πέρας. Αντίστοιχα, σε πιο παλιά ναυάγια, που δεν έχεις ζήσει το συμβάν σαν άνθρωπος, βλέπεις τα πράγματα ιστορικά, με διαφορετική προσέγγιση, χρειάζεται και λίγη φαντασία».
Ο καταδυτικός τουρισμός και ο ελληνικός βυθός ως πόλος έλξης
«Πιστεύω ότι μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί η σωστή φόρμουλα. Η χώρα μας δεν έχει κάνει ό,τι θα μπορούσε για την προώθησή του. Το δυνατό μας σημείο είναι αναμφίβολα τα ναυάγια και οι γεωλογικοί σχηματισμοί. Σε ορισμένες περιοχές όπως η Σαντορίνη και η Αμοργός υπάρχουν βράχια που είναι πολύ εντυπωσιακά. Όπως πολύ δυνατά είναι και τα σύγχρονα, σιδερένια ναυάγια. Είναι πάνω από 1.500. Κάποια είναι βέβαια βαθιά και μη προσιτά σε ερασιτέχνες δύτες που βουτάνε για αναψυχή, εκείνα όμως που είναι πολύ ρηχά, μέχρι 18-20 μέτρα, θεωρώ ότι είναι ο καλύτερος πόλος έλξης διότι προσφέρουν πολύ καλή εικόνα φωτογραφικά. Σχεδόν σε κάθε περιοχή υπάρχει ένα τέτοιο ναυάγιο. Σε πολλές χώρες, όπως η Μάλτα και η Κύπρος, βυθίζουν πλοία που δεν έχουν κάποια ιστορία με στόχο να δημιουργήσουν καταδυτικούς προορισμούς, που όμως στερούνται ιστορίας. Η Ελλάδα έχει και ιστορικά ναυάγια, οπότε, μέχρι τώρα, δεν έχει χρειαστεί να γίνουν βυθίσεις πλοίων. Είναι θέμα marketing. Ενώ ο τουρισμός είναι πολύ δυνατός και ξέρει να πουλάει το προϊόν, το συγκεκριμένο κομμάτι δεν έχει προωθηθεί ακόμα συστηματικά. Η προώθηση γίνεται κυρίως από τους ιδιώτες ή ορισμένες φορές από κάποια συγκεκριμένα άτομα που είναι σε διάφορες υπηρεσίες, αλλά δεν υπάρχει σταθερότητα. Το θέμα με τις εκθέσεις του καταδυτικού τουρισμού στο εξωτερικό είναι να έχεις μια σταθερή παρουσία. Δεν μπορείς να πηγαίνεις για δύο χρόνια, να σταματήσεις και να εμφανιστείς ξανά τρία χρόνια μετά. Καλύτερα να μην πας καθόλου».