ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ μετείχα σε συγγραφική ομάδα για σχολικό βιβλίο ελληνικής γλώσσας. Με τον υπεύθυνο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου είχαμε δύο σφοδρές διαφωνίες. Η μία όταν αξιοποιήσαμε προσαρμοσμένο κείμενο που περιέγραφε τις διάφορες μορφές οικογένειας μέσα από απλές ιστοριούλες παιδιών. Το κείμενο κατέληγε ότι το βασικό είναι η αγάπη και ο αλληλοσεβασμός, ασχέτως του αν μιλάμε για πυρηνική, εκτεταμένη, μονογονεϊκή ή ανασυγκροτημένη οικογένεια. Είχα διδάξει πιλοτικά το κείμενο σε τάξεις, είδα πόσο ευεργετικά επιδρούσε σε παιδιά που περνούσαν «οικογενειακά ζόρια».
Ο υπεύθυνος, όμως, επέμενε ότι δεν μπορεί το σχολείο να προβάλλει άλλο πρότυπο πλην της παραδοσιακής «ελληνικής οικογένειας». Φανταστείτε, σκέφτομαι, να περιλαμβάνονταν στο κείμενο, πριν από 15 και βάλε χρόνια, ομόφυλα ζευγάρια και άλλα του διαβόλου έργα.
Η άλλη διαφωνία αφορούσε κείμενο για μετανάστες που πρόκοψαν στην Ελλάδα, είχαν δικές τους δουλειές, δούλευαν μαζί με Έλληνες ή είχαν Έλληνες υπαλλήλους. «Δεν γίνεται να προβάλουμε τέτοια εικόνα, θα έχουμε αντιδράσεις. Δεν μπορεί οι ξένοι να είναι πάνω από τους Έλληνες» είπε. Θυμώσαμε και επιμείναμε. Κυρίως, όμως, είχαμε μια αίσθηση ματαιότητας.
Η ίδια αίσθηση τώρα, με τα μαθήματα που καταργούνται στο λύκειο. Στενομυαλιά και βαθύς συντηρητισμός. Αλλά τι να κάνουν οι άνθρωποι; Τέτοιοι είναι. Κορυφαίος υπουργός προανήγγειλε ότι η Κοινωνιολογία θα καταργηθεί γιατί κάνει τα παιδιά αριστερά(!). Φώναζαν για τις θεματικές εβδομάδες «θα κάνουν τα παιδιά μας τρανς». Τους προξενούν αμηχανία και λόξιγκα οι έννοιες «μετανάστευση», «ταυτότητες», «ρατσισμός», «δικαιώματα», «φτώχεια και ανεργία», «κοινωνικά κινήματα», «αποκλεισμός», «παραβατικότητα».
Οπότε, ο «Σύγχρονος κόσμος» έπρεπε να φύγει από τη Β' Λυκείου, κι ας ήταν από τα πιο ουσιαστικά μαθήματα, με δημιουργικές εργασίες και πρωτότυπες συζητήσεις. Το ίδιο και οι ομαδικές ερευνητικές δραστηριότητες που άφηναν λίγο χρόνο στα παιδιά να συλλειτουργήσουν σε ένα σχολείο ασφυκτικό και λαχανιασμένο. Καταργούν τα μαθήματα επιλογής στις τέχνες, αφού τα παιδιά «δεν ζητάνε καλλιτεχνικά» (επίσημη εξήγηση). Γιατί σε αυτήν τη ζωή ό,τι έχει ζήτηση μετράει.
Την ίδια ώρα, στις Πανελλαδικές, αυτό το σχολείο, που δεν θέλει να φέρνει τέχνη και ποίηση στη ζωή των παιδιών, τα ρωτάει για τη θέση της ποίησης στη ζωή τους. Πανηγυρικά αδιαφορεί για τη δική τους πραγματικότητα. Κι αυτά, παραζαλισμένα από φροντιστήρια και καραντίνες, ψάχνουν «τι θα ήθελε ο διορθωτής να γράψω;».
Ενώ τα πολλά Λατινικά τι κακό να κάνουν; Πώς να «πάει στο κακό» το μυαλό ενός εφήβου που περνάει τις ώρες του αποστηθίζοντας; Και πάντα ακλόνητες οι ώρες των Θρησκευτικών. Και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος παραμένει σταθερή συνομιλήτρια της πολιτείας για θέματα εκπαίδευσης.
Την ίδια ώρα, στις Πανελλαδικές, αυτό το σχολείο, που δεν θέλει να φέρνει τέχνη και ποίηση στη ζωή των παιδιών, τα ρωτάει για τη θέση της ποίησης στη ζωή τους. Πανηγυρικά αδιαφορεί για τη δική τους πραγματικότητα. Κι αυτά, παραζαλισμένα από φροντιστήρια και καραντίνες, ψάχνουν «τι θα ήθελε ο διορθωτής να γράψω;». Και ο διορθωτής, που υπηρετεί αυτό το σχολείο, διορθώνει σαν να είναι άλλος, σαν να υπηρετούσε ένα σχολείο που πρόσφερε βιβλία και ποίηση. Αυτό δεν είναι σχέση εξεταστή-εξεταζόμενου, Σύνδρομο της Στοκχόλμης μεταξύ ομήρου και απαγωγέα είναι.
Κι όλα αυτά ενώ η σχολική χρονιά κλείνει σε κλίμα απαξίωσης της εκπαίδευσης. Όσα παιδιά ήθελαν πήγαιναν, διδασκαλία σε άδειες αίθουσες μέρα παρά μέρα, σκόρπιες ασύγχρονες διδασκαλίες. Αφήσαμε το σακατεμένο δημόσιο σχολείο να διολισθήσει σε αφασική κατάσταση, μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας. Στα μάτια των παιδιών απέκτησε μια τρύπα που χάσκει: γιατί να πάμε, αφού το ίδιο είναι; Το υπουργείο έκλεισε τη χρονιά με το δόγμα «δεν κάνει διαφορά πάτε δεν πάτε, ούτε για την υγεία, ούτε για τη γνώση».
Την ώρα αυτή, αντί να θωρακίσει το σχολείο, το υπουργείο τού αφαιρεί τα ελάχιστα που του δίνουν γεύση. Στενοί και στεγνοί άνθρωποι, στενό και στεγνό σχολείο. Όχι σχολείο έκφρασης, συμμετοχής, πολιτισμού. Ανάγκη να «φτηνύνει κι άλλο»: να μειωθούν οι ειδικότητες, να βγαίνουν περισσότερες ώρες με λιγότερους εκπαιδευτικούς, με περισσότερους μαθητές ανά εκπαιδευτικό, με λιγότερα λεφτά, με λιγότερες αποχρώσεις και ποικιλία στο πρόγραμμα. Και να κλείσουν σχολεία εν τέλει.
Οικοδομούμε την αρχιτεκτονική της εκπαιδευτικής ανισότητας: 1. Σχεδόν ανεκτά σχολεία για μέρος της μεσαίας τάξης που ακόμα αντέχει. 2. Πουλώντας αριστεία αυτά τα αποκαλούμε πρότυπα και πειραματικά, ενώ είναι τα μέχρι τώρα «κανονικά» δημόσια σχολεία. 3. Όσοι μπορούν θα αγοράζουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες, οι ιδιωτικές εκπαιδευτικές δαπάνες θα αυξηθούν. 4. Για τους υπόλοιπους, μαζικά ελλειμματικά σχολεία-αποθετήρια. Και μάλλον όχι για όλους.
Η εναντίωση σε όλα αυτά δεν αρκεί. Ούτε σημαίνει ότι το σημερινό σχολείο μπορεί κανείς εύκολα να το υπερασπιστεί. Ούτε σήμερα το σχολείο φέρνει σε επαφή τα παιδιά με την τέχνη και τη χαρά της ζωής. Ούτε σήμερα είναι σχολείο της συμμετοχής και της δημιουργίας. Οφείλουμε να το υπερασπιστούμε επειδή είναι το δημόσιο σχολείο μας. Χωρίς αυτό, δεν γίνεται.
Να είμαστε όμως σαφείς. Η σφοδρή αντίθεση πολλών στη μανιχαϊστική ιδεοληπτική απλοϊκότητα της κ. Κεραμέως δεν ισοδυναμεί με καμία νοσταλγία για το «άγιο τέλμα». Είναι αρνητικές οι αλλαγές της υπουργού ακριβώς επειδή δεν αλλάζουν το σχολείο, αλλά το αφυδατώνουν κι άλλο, το καταδικάζουν στην άνυδρη ακινησία και στο βούλιαγμα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.