ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΡΑΓΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, όπως δυστυχήματα ή φυσικές καταστροφές, συνηθίζεται σε αθλητικές διοργανώσεις να τηρείται ενός λεπτού σιγή. Δεν είναι λίγες οι φορές που αυτή η ενός λεπτού σιγή αντικαθίσταται από πολλών λεπτών κραυγή. Κραυγή στοχευμένη και με πολιτικό πρόσημο.
Μέσα σε λίγες μέρες, τόσο στη χώρα μας όσο και στη γειτονική Τουρκία, δηλαδή σε δύο κράτη που «οδεύουν προς εκλογάς», οι αντιδράσεις στις κερκίδες των γηπέδων σε αγώνες ποδοσφαίρου και μπάσκετ θύμισαν μια πάγια τακτική κοινωνικών ομάδων όταν επιθυμούν να στείλουν πολιτικά μηνύματα στις κυβερνήσεις τους.
Αφορμή των αντιδράσεων στην Ελλάδα ήταν το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, ενώ στην Τουρκία οι κραυγές είχαν ως εφαλτήριο τους φονικούς σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου.
To περιστατικό του γηπέδου της Νίκαιας με το αναρτημένο πανό και το αντικυβερνητικό σύνθημα σε συνδυασμό με την υπερβολική αντίδραση των «αρχόντων» του αγώνα, κομισάριου και διαιτητών, έδωσαν στίγμα. Ακολούθησαν κι άλλα αντίστοιχα περιστατικά σε γήπεδα ποδοσφαίρου. Έπεται όμως των συντονισμένων αντιδράσεων σε τουρκικά γήπεδα εδώ και αρκετές μέρες.
Οι αντιδράσεις στην τουρκική κοινωνία πολλαπλασιάστηκαν μετά τους φονικούς σεισμούς και όσο κι αν η κυβερνητική γραμμή ήταν να ρίξουν την ευθύνη στο «κισμέτ», υπήρξαν και εκείνοι που δεν πείσθηκαν. Και μέσα από την ανωνυμία και τη μαζικότητα της κερκίδας οι Τούρκοι έστειλαν σαφή μηνύματα. Πριν από μία εβδομάδα, στον αγώνα Φενέρμπαχτσε - Κόνιασπορ οι εξέδρες μετατράπηκαν σε σκηνικό διαμαρτυρίας με συνθήματα όπως «να παραιτηθεί η κυβέρνηση».
Oπαδοί φώναζαν σε διάφορες στιγμές του αγώνα αντικυβερνητικά συνθήματα, με αποτέλεσμα μάλιστα το κανάλι BeinSports με έδρα το Κατάρ, που μετέδιδε τον αγώνα, να μειώσει την ένταση του ήχου στη μετάδοση. Μετά την αντικυβερνητική διαμαρτυρία στον αγώνα Φενέρμπαχτσε - Κόνιασπορ, παρόμοιες εικόνες καταγράφηκαν και στον αγώνα Μπεσίκτας - Αντάλιασπορ.
Και κάπου εκεί παρενέβη η κυβέρνηση. Υποχρέωσε κάποιες ομάδες να εκδώσουν ανακοινώσεις που τη βολεύουν και σε κάποιες περιπτώσεις απαγόρευσε τη μετακίνηση των οπαδών.
Αλλά οι οπαδοί δεν έδειξαν να συγκινούνται. Και από το ποδόσφαιρο μετακινήθηκαν στο μπάσκετ. Προ ημερών, στο τελευταίο μέρος της 3ης περιόδου του αγώνα της Euroleague, όπου η Φενέρμπαχτσε υποδέχτηκε την ιταλική Μπολόνια, από την κερκίδα φώναξαν εκ νέου συνθήματα για «παραίτηση κυβέρνησης».
Για την ελληνική πραγματικότητα μπορεί το περιστατικό της Νίκαιας να χαρακτηριστεί μεμονωμένο και να μην τύχει της δέουσας πολιτικής προσοχής. Άλλωστε ανάλογα φαινόμενα είχαν καταγραφεί και στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας με αφορμή την οικονομική κρίση, όταν πανό με πολιτικά συνθήματα εμφανίζονταν κατά κόρον στα ελληνικά γήπεδα.
Στη σημερινή Τουρκία, στον αντίποδα, αφού άρχισαν πάλι οι απαγορεύσεις –που τις έχουν και εύκολες– για να αποσοβήσουν τη διόγκωση του κινήματος των αντιφρονούντων οπαδών, ουδείς γνωρίζει πόσο μπορεί να τραβήξει το σχοινί το καθεστώς Ερντογάν.
Σε κάθε περίπτωση και τα δύο αυτά περιστατικά, καθένα με τη δική του δυναμική, αποδεικνύουν πως ενίοτε η κοινωνία δεν «προσκυνά σώβρακα και φανέλες», όπως διατεινόταν ο Τζίμης Πανούσης, αλλά καρπώνεται την ευκαιρία να μεταδώσει πολυσήμαντα μηνύματα.
Από τη Θάτσερ στην Κύπρο
Το φαινόμενο των πολιτικών συνθημάτων στα γήπεδα, πάντως, κάθε άλλο παρά καινούργιο είναι.
Κατά την ποδοσφαιρική περίοδο 2011-2012, όταν η κυπριακή ομάδα ποδοσφαίρου του ΑΠΟΕΛ έκανε μια άκρως επιτυχημένη πορεία στο Τσάμπιονς Λιγκ, και έφθανε μέχρι τους «8» της διοργάνωσης, οι οργανωμένοι οπαδοί του, σε όποιο ευρωπαϊκό γήπεδο και αν έδιναν το «παρών», έβρισκαν την ευκαιρία να διαδώσουν το μήνυμα για το διχοτομημένο νησί και εναντίον της τουρκικής κατοχής.
Από τότε η γραμμή της UEFA ήταν κατά των πολιτικών συνθημάτων και είχαν υπάρξει τιμωρίες ομάδων αναφορικά με συνθήματα για την Παλαιστίνη, την Κύπρο, τη Συρία.
Οι πολιτικοί σήμερα εκμεταλλεύονται κάθε ευκαιρία για να συνδεθούν καθ' οιονδήποτε τρόπο με τη μεγάλη δεξαμενή ψηφοφόρων που «κουβαλάει» το ποδόσφαιρο. Για τη συντηρητική κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ωστόσο, οι οπαδοί του ποδοσφαίρου αποτελούσαν απειλή όσο και οι απεργοί συνδικαλιστές, όπως έγραφε σε σχετικό άρθρο ο «Guardian» πριν από αρκετά χρόνια.
Βέβαια, η κατάσταση που επικρατούσε τότε στα βρετανικά γήπεδα απέχει παρασάγγας από τη σημερινή, με τη βία των οπαδών να βγαίνει «πρωταθλήτρια». Η κυβέρνηση Θάτσερ έλεγε τότε πως το ποδόσφαιρο είχε γίνει «θέμα νόμου και τάξης».
Όπως θυμίζει ο «Guardian» με αφορμή μια σειρά από τραγικά δυστυχήματα, ελήφθησαν κάποια μέτρα με την «επώνυμη κάρτα φιλάθλου» έως και με την απαγόρευση μετακίνησης οπαδών. Σύμφωνα με την έκθεση του λόρδου Τέιλορ που ακολούθησε, οι μέθοδοι ελέγχου του πλήθους από την αστυνομία ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την απώλεια ανθρώπινων ζωών.
Η κρίση εμπιστοσύνης που προέκυψε από την αντιπαράθεση για το ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή οδήγησε σε μικρής κλίμακας εκδοτική έκρηξη, καθώς ένας μικρός αριθμός οπαδών άρχισε να εκδίδει τα δικά του περιοδικά, με σκοπό να έρθει σε επαφή με άλλους οπαδούς του ποδοσφαίρου σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίοι ήταν εξίσου δυσαρεστημένοι για του ίδιους λόγους. Αυτό συνοδεύτηκε από την εμφάνιση πολιτικοποιημένων ομάδων οπαδών. Μια τέτοια ομάδα στο Λίβερπουλ ίδρυσε την Ένωση Φιλάθλων Ποδοσφαίρου (FSA), η οποία γρήγορα εξελίχθηκε σε εθνική ομάδα πολιτικής πίεσης.
Ζήτημα, επομένως, παραμένει αν οι αντιδράσεις στα γήπεδα μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο για μια περαιτέρω οργάνωση ή αν θα εκλείψουν όταν πάψουν να υπάρχουν τέτοιου είδους αφορμές.