ΔΙΑΝΥΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ του χρόνου κατά την οποία όλες οι παρέες έχουν ήδη αποχαιρετήσει τους «σεζονίστες» τους για τους επόμενους μήνες, με την πλησιέστερη ημερομηνία που θα τους ξανασυναντήσουν –αν δεν τους επισκεφτούν στο νησί ως τουρίστες– να είναι κάπου στα μέσα Οκτωβρίου.
Η λέξη «σεζονίστας» έχει εφευρεθεί για να χαρακτηρίσει το άτομο που ανήκει στον «απόδημο» πληθυσμό της τουριστικής περιόδου, μιας περιόδου στην οποία η ελληνική οικονομία –και κατ' επέκταση η κοινωνία– βασίζεται πολύ.
Τα άτομα αυτά εγκαταλείπουν την «πατρίδα» τους (το σπίτι τους, τη βάση τους, την ασφάλειά τους) για να μετακομίσουν σε ένα ελληνικό νησί με μοναδικό εφαλτήριο ένα και μόνο πράγμα. Να βγάλουν χρήματα για να βγει ο χειμώνας. Τι συμβαίνει, όμως, φέτος, σε μια χρονιά κατά την οποία από τη μία οι επιχειρηματίες ψάχνουν απεγνωσμένα και δεν βρίσκουν εργαζόμενους και από την άλλη εξακολουθούν να υπάρχουν παράπονα για εξοντωτικά ωράρια και χαμηλά ημερομίσθια;
Στον απόηχο της συζήτησης για το πόσο καταπιέζονται οι νέοι που παίρνουν την απόφαση να πάνε να δουλέψουν σεζόν, ιδιαίτερα στον τομέα της εστίασης στον οποίο παρατηρούνται οι περισσότερες ελλείψεις σε προσωπικό και κατ' επέκταση οι περισσότερες υπερωρίες για τους εργαζόμενους, η LiFO επικοινώνησε με τέσσερις νέους που εκφράζουν τις σκέψεις τους για τον τρόπο με τον οποίο έχουν επιλέξει να βιοπορίζονται τα τελευταία χρόνια.
Η λέξη «σεζονίστας» έχει εφευρεθεί για να χαρακτηρίσει το άτομο που ανήκει στον «απόδημο» πληθυσμό της τουριστικής περιόδου, μιας περιόδου στην οποία η ελληνική οικονομία –και κατ' επέκταση η κοινωνία –βασίζεται πολύ.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ (Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων), σε εθνικό επίπεδο εκτιμάται ότι στην αιχμή της θερινής σεζόν του 2022 καταγράφηκαν 60.225 ελλείψεις θέσεων, από τις 262.981 θέσεις εργασίας που προβλέπονται βάσει οργανογράμματος στα ξενοδοχεία. Δηλαδή, το ποσοστό έλλειψης ανήλθε σε 23%, ή δεν καλύφθηκαν περισσότερες από 1 στις 5 θέσεις. Το ποσοστό έλλειψης ήταν παρόμοιο σε όλα σχεδόν τα τμήματα και κυμαινόταν από 21% έως 24%.
Σημειώνεται ότι τα τελευταία χρόνια έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο η πανδημία, η οποία έφερε σημαντική μείωση των τουριστικών εσόδων στη χώρα, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η ανασφάλεια για την επόμενη ημέρα τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τους ιδιοκτήτες.
* H LiFO επέλεξε να δημοσιεύσει τις μαρτυρίες χωρίς τα πραγματικά ονόματα των «σεζονιστών», με σκοπό να καταγραφούν τα παράπονά τους χωρίς να υπάρξει ο κίνδυνος να χάσουν τη δουλειά τους*
Μύκονος / Βαγγέλης, 25 ετών, εργαζόμενος σε σουβλατζίδικο: «Πέρυσι έμενα σε σπίτι που ήταν γεμάτο κατσαρίδες»
Πρώτη στάση στο νησί των ανέμων στις Κυκλάδες, τη Μύκονο. Ο Βαγγέλης έχει τελειώσει Γυμναστική Ακαδημία και έχει ειδικευτεί στον τουριστικό αθλητισμό. Για δεύτερη χρονιά εργάζεται σε σουβλατζίδικο του νησιού και παραδέχεται ότι ίσως βρίσκεται σε καλύτερη θέση από τους υπόλοιπους «σεζονίστες» της χώρας. Παρ' όλα αυτά, επισημαίνει πως τα χρήματα –και ειδικά για τη Μύκονο– δεν είναι πολλά.
«Αν δεν είχαμε τα tips, θα το σκέφτονταν όλοι δεύτερη και τρίτη φορά για να πάνε σεζόν» λέει στη LiFO. «Από τη μία παίρνω 1.800 ευρώ –αυτά τα χρήματα δεν τα βγάζει η μητέρα μου που δουλεύει 30 χρόνια–, από την άλλη δεν είναι χρήματα για να σε πείσουν να ζήσεις τους επόμενους έξι μήνες χωρίς ρεπό», αναφέρει.
«Αν δεν υπήρχαν τα tips –που αυτήν τη στιγμή εκτοξεύουν τα χρήματά μου στα 2.400 περίπου–, δεν θα ερχόμουν» παραδέχεται. Όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης, ίσως εκπλήξουν μερικούς. «Πέρυσι μου έδωσαν σπίτι μέσα στη Χώρα, το οποίο ήταν γεμάτο κατσαρίδες. Δεν πέρασα καλά. Φέτος συγκατοικώ με δύο συναδέλφους που τα πηγαίνουμε καλά και το σπίτι είναι μια χαρά. Είμαι σίγουρος ότι βρίσκομαι στην καλύτερη θέση από όσους σου μιλήσουν» επισημαίνει.
Διευκρινίζει ότι ελάχιστοι στο νησί δίνουν τα χρήματα που ονειρεύεται ο κάθε νέος. «Δεν θα έρθεις στη Μύκονο με 3.000 ευρώ, οι μισθοί είναι χαμηλότεροι από όσο φαντάζεται ο κόσμος». Παράλληλα, αναλύει και τα ωράρια που δουλεύει. «Αυτήν τη στιγμή που δεν είμαστε ακόμα full season, δουλεύουμε 10 ώρες. Ιούλιο και Αύγουστο θα δουλεύουμε πάνω από 11 και τον Οκτώβριο 9».
Ο Βαγγέλης έχει σκεφτεί και το ενδεχόμενο να ασχοληθεί με την ειδικότητά του στο νησί, αλλά τον εμποδίζει το οικονομικό. «Ό,τι και να θες να κάνεις εδώ, είναι πανάκριβο. Θα ήθελα να ασχοληθώ με τα watersports, αλλά τη δεδομένη στιγμή μοιάζει απίθανο».
Όσον αφορά το οικονομικό, ξεκαθαρίζει ότι ως Έλληνας που δουλεύει στη Μύκονο αποκλειστικά για σεζόν δεν λαμβάνει ιδιαίτερη εξυπηρέτηση από τα υπόλοιπα μαγαζιά του νησιού. «Έχουμε μια έκπτωση της τάξης του 10%. Ευτυχώς δουλεύουμε όλη μέρα και δεν βγαίνουμε, αλλιώς θα τα χαλούσαμε όλα τα λεφτά» σημειώνει.
Σαντορίνη / Άννα, 26 ετών, pastry chef: Σε έναν χώρο 20 τ.μ. με μυρμήγκια, υγρασία και μούχλα
Η Άννα είχε όνειρο από μικρή να ασχοληθεί με τη ζαχαροπλαστική. Όταν τελείωσε τη σχολή, δούλεψε δύο σεζόν στη γενέτειρά της, την Κρήτη, ενώ τα καλοκαίρια των έξι τελευταίων ετών τη βρίσκουν σε ένα πολυτελές συγκρότημα ξενοδοχείων στην Οία της Σαντορίνης. Και αν το ηλιοβασίλεμα από εκεί είναι ειδυλλιακό, η ίδια λέει στη LiFO πως «το να δουλευέις σεζόν σημαίνει πως δεν έχεις ζωή. Βρισκόμαστε στο πιο όμορφο νησί, στην πιο όμορφη χώρα, αν θέλεις, αλλά δεν μπορείς να απολαύσεις ούτε τη δύση του ηλίου».
Φέτος, έγιναν αλλαγές στην κουζίνα, όπως αναφέρει, με αποτέλεσμα ήδη από την αρχή να υπάρχει γκρίνια. Το πρόβλημα με τους pastry chef στα ξενοδοχεία, σύμφωνα με την ίδια, είναι πως «σε όποιο νησί και να πας, δεν θα πάρεις πολλά λεφτά. Σε άλλες επιχειρήσεις ίσως βοηθάνε τα tips, αλλά σε εμάς δεν δίνουν» εξηγεί.
Για την Άννα, η σεζόν δεν είναι επιλογή, αλλά εθισμός. «Όταν κάποιος ξεκινά την επαγγελματική του σταδιοδρομία με σεζόν, εθίζεται, γιατί αρχίζεις να μαθαίνεις να ζεις έτσι. Δηλαδή, έξι μήνες να δουλεύεις και έξι μήνες να σε πληρώνει το κράτος» παραδέχεται.
Και η Άννα συνάντησε αμέτρητες δυσκολίες με τη στέγαση στη Σαντορίνη. «Πέρυσι και φέτος δεν είχα ιδιαίτερο πρόβλημα. Αλλά τα πρώτα χρόνια μάς είχαν σε τρώγλες. Ήμασταν δύο άτομα σε έναν χώρο 20 τετραγωνικών μέτρων, χωρίς μάτια κουζίνας, με φουλ υγρασία, μυρμήγκια και μούχλα. Αν δεν είχες αφυγραντήρα, δεν μπορούσες να ανασάνεις από την υγρασία» τονίζει.
Η ίδια θεωρεί εκνευριστικό και τον μικρόκοσμο που δημιουργείται στα νησιά από τους ανθρώπους που δουλεύουν εκεί. «Είναι μια γυάλινη φούσκα. Νομίζεις πως αυτοί οι άνθρωποι είναι ο κόσμος σου, επειδή τους βλέπεις 12 με 14 ώρες κάθε μέρα. Ξεχνάνε οικογένειες, σχέση, φίλους και δημιουργούν για 6 μήνες εδώ τη δικιά τους “οικογένεια” που είναι ψεύτικη».
Η μόνη ευχαρίστηση που έχει μετά από τόσες ώρες αδιάκοπης εργασίας στην κουζίνα είναι το fast food αλυσίδων γιατί, όπως λέει, «μόνο αυτό είναι φθηνό ακόμα στο νησί».
Το επόμενο καλοκαίρι, όπως καταλήγει, δεν ξέρει αν θα έχει το κουράγιο να δουλέψει σεζόν σε οποιοδήποτε νησί της χώρας.
Αντίπαρος / Νίκος, 33 ετών, sous chef: «Όσα λεφτά και να βγάλεις, δεν αντισταθμίζουν την κούραση»
Για τον Νίκο που είναι η δεύτερή του χρονιά στο ίδιο εστιατόριο της Αντιπάρου ως sous chef, η σεζόν δεν αποτελεί εθισμό αλλά ανάγκη. Παρ' όλα αυτά, τονίζει πως αν δεν υπάρχουν σωστές απολαβές και σωστή διοίκηση, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να φύγεις για σεζόν.
Πριν την Αντίπαρο ήταν στη Σκιάθο και στην Τήνο, αλλά είναι η πρώτη φορά σε πόστο μεγαλύτερης ευθύνης. Όπως λέει, «πρόκειται για ένα πόστο χωρίς ωράριο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται», τονίζοντας πως το μεγαλύτερο αρνητικό της υπόθεσης είναι ότι «το σώμα σου φτάνει στο κόκκινο. Δουλεύεις 5 μήνες χωρίς ρεπό μέσα στον καύσωνα της κουζίνας».
Μάλιστα, λέει πως «όσα λεφτά και να βγάλεις δεν μπορούν να αντισταθμίσουν την κούραση» και εκεί αποδίδει το γεγονός ότι δεν μπορούν να βρεθούν εργαζόμενοι. «Από την καραντίνα και μετά υπάρχει τεράστια ζήτηση για προσωπικό, ψάχνουν κυριολεκτικά παντού. Σερβιτόρους, ρεσεψιόν, καμαριέρες, τα πάντα».
Στα τόσα χρόνια που επιλέγει τη σεζόν έχει κάνει αρκετές διασυνδέσεις και εξηγεί ότι «σε κάθε δουλειά αυτήν τη στιγμή που μιλάμε υπάρχει πίεση από τους εργοδότες καθώς προσπαθούν σε λίγουν μήνες να βγάλουν όσα περισσότερα χρήματα μπορούν».
Και ο Νίκος έχει αντιμετωπίσει δυσκολίες στη στέγαση. Σπίτια «χρέπια», σε κακή κατάσταση, σχεδόν ετοιμόρροπα, με γκρεμισμένους τοίχους και κατσαρίδες. Στην Αντίπαρο αυτά τα δύο χρόνια βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση.
Λάρνακα / Στέλιος, 23 ετών, υπεύθυνος σερβιτόρων: «Τι να πεις στον υπεύθυνό σου; Να πεις "σχολάω";»
Από τον χάρτη δεν θα μπορούσε να λείψει και η Κύπρος, καθώς τα τελευταία χρόνια εκατοντάδες νέοι Έλληνες επιλέγουν να πάρουν το αεροπλάνο για να εργαστούν στο νησί της Αφροδίτης. Όμως οι συνθήκες σε γενικές γραμμές δεν διαφέρουν και πολύ από εκείνες στα ελληνικά νησιά.
Ο Στέλιος βρίσκεται τρία χρόνια στην Κύπρο, ενώ τον τελευταίο χρόνο προτίμησε να μη φύγει από το νησί, αλλά να μείνει όλη τη χρονιά εκεί, καθώς η Λάρνακα –όπως και πολλά νησιά στην Ελλάδα– έχει όλο τον χρόνο τουρισμό.
Πρώτη φορά πήγε σεζόν στη Ρόδο, χωρίς να έχει κρατήσει ποτέ ξανά δίσκο. «Μου το πρότεινε ένας φίλος στα 19 μου και του λέω “γιατί όχι;”. Ήθελα να βγάλω λεφτά για να μη μου δίνουν οι γονείς μου» εξηγεί.
Όταν τελείωσε η σεζόν στη Ρόδο, όπου έμαθε τη δουλειά, ο ίδιος φίλος τού είπε να πάνε στην Κύπρο. Τώρα είναι υπεύθυνος όλων των σερβιτόρων του εστιατορίου, οι οποίοι αυτήν τη στιγμή υπολογίζονται στους 7, ενώ «θα έπρεπε να είναι 12», όπως λέει.
«Έχουμε έλλειψη προσωπικού. Δεν βρίσκουμε. Και μιλάμε για αλυσίδα εστιατορίων. Αν δεν μπορούμε να βρουμε εμείς άτομα, ποιος θα βρει;» αναρωτιέται.
Πληρώνεται με την ώρα. Περίπου 1.200 ευρώ για 215 ώρες τον μήνα. Την ημέρα πριν μιλήσουμε δούλεψε 12 το μεσημέρι με 12 το βράδυ. «Αναγκαστικά μένεις παραπάνω. Τι να πεις στον υπεύθυνό σου; Να πεις “σχολάω, βγάλτα πέρα μόνος σου;”. Σε πιάνει το φιλότιμο», δηλώνει.
Τα tips κάνουν τη διαφορά τους καλοκαιρινούς μήνες, καθώς ο μισθός μπορεί να φτάσει και τις 3.000 ευρώ. «Έχουμε Ρώσους, Άγγλους, Κινέζους, Άραβες τουρίστες, οπότε δεν καταλαβαίνουν τα φιλοδωρήματα που αφήνουν» σημειώνει.
Παρά την εξάντληση που βιώνει, καθώς δεν σταματά τον χειμώνα για να πάρει δυνάμεις, θεωρεί πως δεν είναι ακόμα ο καιρός να αλλάξει καριέρα. «Είμαι φρέσκος ακόμα, έχω πολλά να μάθω και να δώσω».
Τα σημαντικά στοιχεία που τον κρατάνε σε εγρήγορση, πέρα από την όρεξή του, είναι η μονιμότητα, το σπίτι που «είναι οκ» αλλά και η παρέα. «Είμαστε πλέον μια οικογένεια εδώ που βγάζουμε τη δουλειά».
Παρ' όλα αυτά, εξηγεί πως σε καμία περίπτωση το να δουλεύεις σεζόν δεν σου εξασφαλίζει καλύτερη ζωή, παρά μόνο «εμπειρία κια εφήμερα χρήματα. Η σεζόν δεν θα εξασφαλίσει το μέλλον σου».