Κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η Φράνσις «Σκότι» Φιτζέραλντ αποφάσισε να ψάξει τους «μυστικούς θησαυρούς» των γονιών της. Η κόρη της Ζέλντα και του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ ήταν στα πενήντα της όταν ανέβηκε στη σοφίτα του σπιτιού της στην Ουάσινγκτον αναζητώντας τα ίχνη των λογοτεχνικών της ριζών. Ψάχνοντας ανάμεσα στα λευκώματα και τα άλμπουμ, βρήκε ένα ζευγάρι σκονισμένα στρατιωτάκια που της είχε αγοράσει ο πατέρας της στο Παρίσι και μια χούφτα χριστουγεννιάτικα στολίδια «που είχαν ξεφλουδίσει εδώ κι εκεί». Το πιο αποκαλυπτικό όμως ίσως απ΄ όλα τα ευρήματα ήταν οι «πλούσια ζωγραφισμένες» χάρτινες κούκλες που της είχε φτιάξει η μητέρα της Ζέλντα όταν ήταν παιδί – «μια ζωηρή Χρυσόμαλλα, μια ανέμελη Κοκκινοσκουφίτσα, ένας «Ντ’ Αρτανιάν σαν τον Έρολ Φλιν» - οι οποίες, 40 χρόνια αργότερα, δεν είχαν ξεθωριάσει σχεδόν καθόλου.
«Είναι χαρακτηριστικό της μητέρας μου ότι αυτές οι εξαίσιες κούκλες, που η καθεμιά απαιτούσε ώρες καλλιτεχνικής δουλειάς, δημιουργήθηκαν για την ευχαρίστηση ενός εξάχρονου παιδιού», θα έγραφε αργότερα η Σκότι για τη Ζέλντα Φιτζέραλντ, η οποία πέθανε τέτοιες μέρες πριν από 75 χρόνια. Μπορεί η διαχρονική κληρονομιά της Ζέλντα να έχει να κάνει με την ενσάρκωση της Εποχής της Τζαζ, αλλά αυτές οι λεπτεπίλεπτες χάρτινες κούκλες, τόσο επιμελώς κατασκευασμένες από κομμάτια ταπετσαρίας και βελγική δαντέλα, μας προσφέρουν μια πιο λεπτή και συγχρόνως πιο σύνθετη εικόνα της.
Έχει εμπλακεί τόσο πολύ στις αφηγήσεις των άλλων αυτή η «σύζυγος» και «μούσα» που, μερικές φορές, η δική της συμβολή στην ιστορία μοιάζει να έχει χαθεί. Κάποιοι μπορεί να γνωρίζουν το πρώτο και μοναδικό μυθιστόρημά της, το Save Me the Waltz [στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ως «Χαρίστε μου το βαλς»] – μια αυτοβιογραφική καταγραφή της μεταμόρφωσής της από μια ζωηρή καλλονή του Νότου σε μια γυναίκα που στραγγαλίζεται από τους κοινωνικούς κανόνες – όμως τα διηγήματα, τα άρθρα και οι επιστολές της είναι εξίσου σημαντικά, αν και περιέργως λιγότερο γνωστά.
Η Ζέλντα είναι ένα πεφταστέρι. Έλαμψε τόσο έντονα και για τόσο λίγο, υπήρξε όμως μια εξαιρετική δύναμη χαρακτήρα και ταλέντου... Απλά διστάζεις να την αποκαλέσεις ιδιοφυΐα επειδή ήταν τόσο ρημαγμένη
Η Ζέλντα μπαινόβγαινε σε ψυχιατρικά ιδρύματα για το μεγαλύτερο μέρος των δεκαετιών του ’30 και του ’40 – η αναζήτηση της αυτονομίας δεν ήταν ποτέ γραμμική. «Θέλω να ζήσω κάπου που να μπορώ να είμαι ο εαυτός μου», έλεγε στον σύζυγό της Σκοτ το 1933. Αυτό συνέβη τρία χρόνια αφότου εισήχθη για πρώτη φορά σε μια ψυχιατρική μονάδα στις όχθες της λίμνης της Γενεύης και δεκατρία χρόνια μετά το ντεμπούτο του μυθιστορήματός του, This Side of Paradise [«Η άλλη όψη του Παραδείσου»] το οποίο εκτόξευσε το νεαρό ζευγάρι στον κόσμο της φήμης και του χρήματος κατά τη διάρκεια των ‘roaring ‘20s’. Ίσως να είναι αυτή η επιθυμία για αυτοδιάθεση που εξηγεί καλύτερα τις φωτεινές αναλαμπές δημιουργικότητας που έγιναν κατά καιρούς η κινητήρια δύναμη για τη Ζέλντα στη διάρκεια της ζωής της.
«Ο ίδιος ο Σκοτ είχε πει πως ‘όταν καίει πιο έντονα, η φλόγα της είναι πιο καυτή από τη δική μου’», μας λέει η Judith Mackrell, συγγραφέας του βιβλίου Flappers: Six Women of a Dangerous Generation. «Η Ζέλντα είναι ένα πεφταστέρι. Έλαμψε τόσο έντονα και για τόσο λίγο, υπήρξε όμως μια εξαιρετική δύναμη χαρακτήρα και ταλέντου... Απλά διστάζεις να την αποκαλέσεις ιδιοφυΐα επειδή ήταν τόσο ρημαγμένη». Στη ζωή και το έργο της Ζέλντα, η σχέση ανάμεσα στην αποστέρηση και την επανάκτηση είναι ισχυρή αλλά και εύθραυστη συγχρόνως.
Η Ζέλντα διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια το φθινόπωρο του 1930, αλλά οι μεταγενέστερες εκτιμήσεις τείνουν πλέον προς τη διπολική διαταραχή ως πιθανότερη εξήγηση για τις πολλές διακυμάνσεις της. «Το μυαλό της και οι αισθήσεις της ήταν τόσο οξυμένες μερικές φορές», λέει η Mackrell προτού την τοποθετήσει κοντά στην πρωτοπόρο του μοντερνισμού Βιρτζίνια Γουλφ: "Αυτή η θόλωση των γραμμών ανάμεσα στην πραγματικότητα και το ασυνείδητο, έκανε [την Γουλφ] την μοναδική συγγραφέα που ήταν – αλλά και τη Ζέλντα επίσης».
«Θέλω να γράψω και θα γράψω», έλεγε στον Σκοτ, μόλις ένα χρόνο μετά την έκδοση του «Χαρίστε μου το βαλς», το οποίο κυκλοφόρησε το 1932 και βασιζόταν στα ίδια συζυγικά περιστατικά από τα οποία εκείνος άντλησε στοιχεία για το δικό του μυθιστόρημα, «Τρυφερή είναι η νύχτα, που ακολούθησε δύο χρόνια αργότερα. Το γεγονός ότι κατάφερε να το γράψει μέσα σε μια καταιγιστική περίοδο έξι εβδομάδων μόλις, ενώ ήταν ασθενής σε νοσοκομείο της Βαλτιμόρης, μαρτυρά τη δύναμη του πνεύματος της Ζέλντα και το μέγεθος της αποφασιστικότητάς της.
Εκείνη την εποχή, η λογοτεχνική προσπάθεια της Ζέλντα να κατανοήσει τον εαυτό προκάλεσε μάλλον αμηχανία στο αναγνωστικό κοινό όσο και στους κριτικούς. Το μυθιστόρημα πούλησε ελάχιστα. Ωστόσο, όταν μια νέα έκδοση εμφανίστηκε στο Λονδίνο το 1953, οι Βρετανοί κριτικοί άλλαξαν σημαντικά τη στάση τους. Το Times Literary Supplement, για παράδειγμα, χαρακτήρισε την πρόζα της «ισχυρή και αξιομνημόνευτη», γεμάτη από «γήινες και δυναμικές ευαισθησίες».
Κατά τραγικό τρόπο, η Ζέλντα δεν θα διάβαζε ποτέ αυτές τις λέξεις. Πέντε χρόνια νωρίτερα, το 1948, μια πυρκαγιά είχε σαρώσει το νοσοκομείο της Βόρειας Καρολίνας όπου νοσηλευόταν σ’ ένα δωμάτιο του πέμπτου ορόφου. Ήταν 47 χρονών. Τον θάνατό της ακολούθησε ένα νέο κύμα κριτικής επανεκτίμησης και, παράλληλα, ένα κύμα θεωριών που στόχο είχαν την επανεκτίμησή της μαζί με τόσες άλλες παρεξηγημένες γυναίκες του παρελθόντος. «Νομίζω ότι είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε τη Ζέλντα από όλα τα κουτσομπολιά και όλους τους αστικούς μύθους που την περιβάλλουν», λέει η Mackrell για αυτόν τον αναθεωρητισμό, «αλλά και από τη φεμινιστική μυθοποίηση, αυτή την παρόρμηση να την παρουσιάζουμε ως θύμα της ιστορίας και ως θύμα του Σκοτ – είναι σα να της αρνούμαστε το δικαίωμα επιλογής και την ίδια την ανεξαρτησία της».
Mε στοιχεία από τον The Independent