Δεν είναι τυχαίο πως τη δεκαετία του ’60 γυρίστηκαν στην Ελλάδα αρκετές ταινίες με θέμα τη ζωή στον Πειραιά. Και πιο συγκεκριμένα, της Τρούμπας. Το Ποτέ την Κυριακή του Ζιλ Ντασέν, τα Κόκκινα Φανάρια του Βασίλη Γεωργιάδη και η Λόλα του Ντίνου Δημόπουλου είναι οι διασημότερες από αυτές, και με μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό. Η Τρούμπα τότε ήταν ο διασημότερος ελληνικός προορισμός μετά την Ακρόπολη. Εκτός από τους ναυτικούς, συγκέντρωνε όλον εκείνο τον πληθυσμό μιας πόλης που ήθελε να εκτονωθεί σεξουαλικά και να διασκεδάσει σε ένα ερωτικό γκέτο που είχε τη σφραγίδα του κράτους. Σε μια ελληνική κοινωνία που διαπνεόταν από έναν έντονο συντηρητισμό, που τα κορίτσια έμεναν παρθένα μέχρι να παντρευτούν και που το «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια» ήταν το σύνθημα των αστικών κέντρων, η μυστικοπάθεια στη γωνιά της πόλης ήταν αρκετά βολική για όλους. Ό,τι γινόταν στην Τρούμπα, έμενε εκεί. Άλλωστε, ενώ υπάρχουν πολλές ιστορίες, το φωτογραφικό υλικό είναι ελάχιστο. Με τη σημαντική βοήθεια του Βασίλη Πισιμίση, που μας παραχώρησε ευγενικά και τις φωτογραφίες, πάμε να σηκώσουμε ξανά τα κόκκινα φανάρια.
Όταν έφτανε στον Πειραιά o στόλος, μόνο καμπάνες δεν χτύπαγαν. Τα κορίτσια πολλαπλασιαζόντουσαν από 500 σε 3.000, αφού έφταναν στην Τρούμπα καμαριέρες, υπηρέτριες και νεαρές από την επαρχία που ήξεραν πως σε δύο ημέρες θα βγάλουν όσα θα έβγαζαν δουλεύοντας δύο μήνες.
Τοποθεσία
Κανείς δεν είναι σίγουρος από πού προήλθε η λέξη Τρούμπα. Ορισμένοι πιστεύουν πως είναι μια παραλλαγή της τρόμπας των πηγαδιών. Άλλοι πως βγαίνει από τον τρόπο που αποκαλούσαν οι Μικρασιάτες τα καράβια που τους προμήθευαν με νερό ή επειδή απλώς σε εκείνο το σημείο του λιμανιού άραζαν τα πλοία που ήταν υπεύθυνα για τον ανεφοδιασμό των νησιών με νερό.
Τα πρώτα ελεγμένα από το κράτος πορνεία άνοιξαν στα Βούρλα του Πειραιά, πολύ κοντά στην Τρούμπα. Αν και η πρώτη αναφορά σε οίκο ανοχής στην περιοχή του Πειραιά εμφανίζεται το 1840, τα Βούρλα θα εξυπηρετούν τον ανδρικό πληθυσμό μέχρι να έρθουν οι Γερμανοί και να τα μετατρέψουν σε φυλακές. Μετά την Κατοχή θα παραμείνουν φυλακές, αυτήν τη φορά για πολιτικούς κρατουμένους. Το 1955 εκεί έγινε η μεγάλη απόδραση, κατά την οποία διάφοροι κρατούμενοι έσκαψαν ένα τούνελ κάτω από την οδό Δοϊράνης. Έτσι, τα «σπίτια» και τα καμπαρέ μεταφέρονται στην Τρούμπα. Τα καμπαρέ βρήκαν ζεστασιά στην οδό Φίλωνος και τα σπίτια στη Νοταρά. Ουσιαστικά, η καρδιά της Τρούμπας ήταν, εκτός από τη Φίλωνος και τη Νοταρά, η οδός Σκουζέ και η Δευτέρας Μεραρχίας, έβρισκες όμως κέντρα και ξενοδοχεία από τον Άγιο Σπυρίδωνα μέχρι τον Άγιο Νικόλαο. Φημισμένο ήταν επίσης και το Γιαχνί Σοκάκι, όπου ήταν τα καφενεία. «Γιαχνί» ονομαζόταν γιατί μύριζαν τα μαγειρευτά φαγητά αλλά και τα χασίσια. Εκεί γινόταν το εμπόριο κι έβρισκες κυρίως χασίς που προμηθευόντουσαν οι καφετζήδες από άλλες περιοχές ή τους τα πήγαιναν εκεί, τυλιγμένα μέσα σε εφημερίδες, οι «παραγωγοί» από την επαρχία.
Μια μέρα στην Τρούμπα τη δεκαετία του ’60
Ο Βασίλης Πισιμίσης είναι ο άνθρωπος στον οποίο απευθύνονται όσοι θέλουν να μάθουν για την Τρούμπα. Είναι επιχειρηματίας από το Κερατσίνι και παθιασμένος συλλέκτης, που το 2010 εξέδωσε το βιβλίο Βούρλα - Τρούμπα, Μια περιήγηση στον χώρο του υποκόσμου και της πορνείας του Πειραιά. Περιγράφει για τη LifΟ μια τυπική μέρα στην Τρούμπα τη δεκαετία του ’60. «Το πρωί πέρναγαν οι σκουπιδιαραίοι και μάζευαν ό,τι παράταιρο είχε αφήσει η νύχτα. Μετά ερχόντουσαν οι διάφοροι εργαζόμενοι στις ναυτιλιακές εταιρείες, οι εστιάτορες και οι μαγαζάτορες. Πολλά από τα καταστήματα της περιοχής πουλούσαν ρούχα που είχαν ξεμείνει από την ΟΥΝΡΑ (αμερικάνικη βοήθεια με μεταχειρισμένα ρούχα - η ΟΥΝΡΑ αργότερα μετονομάστηκε σε Αμερικάνικη Αγορά). Τα “σπίτια” ήταν ανοιχτά από τις δέκα το πρωί μέχρι τις δέκα το βράδυ. Μετά από εκείνη την ώρα όποιος επιθυμούσε να βρει αγοραίο έρωτα θα πήγαινε στα ξενοδοχεία που τα λειτουργούσαν κοπέλες ή με αυτές που έκαναν πεζοδρόμιο, τις “καλντεριμιτζούδες”, όπως τις έλεγαν στην αργκό της Τρούμπας. Τα μπαρ άνοιγαν περίπου στις επτά, τα καμπαρέ ξεκίναγαν το πρόγραμμά τους στις έντεκα τη νύχτα και έμεναν ανοιχτά μέχρι τις 4-5 το πρωί. Η Τρούμπα τα συνδύαζε όλα και δεν ήταν κάτι το μεμπτό. Σε όλα τα λιμάνια ο ανδρικός πληθυσμός υπερτερούσε και κάπου έπρεπε να ξεθυμάνει».
Ο Διονύσης Χαριτόπουλος περιγράφει χαρακτηριστικά τη ζωή στην Τρούμπα στο βιβλίο του Εκ Πειραιώς. «Στην Τρούμπα επικρατεί ανεξιθρησκεία. Εντός των τειχών της άγιοι και δαίμονες πάνε παρέα. Όλες οι φυλές και οι θρησκείες του κόσμου είναι εδώ. Λεγεώνες, φάλαγγες, ορδές, λεφούσια λευκοί, ξανθοί, ασπρουλιάρηδες, κοκκινοτρίχηδες, σκούροι, πιο σκούροι, μαύροι, κακαράπηδες, κίτρινοι, κιτρινόμαυροι, κοκκινωποί, πατζαρομούρηδες, ντερέκια, σχιστομάτηδες, σκερβελέδες, κακομούτσουνοι, χαμαντράκια, ομορφόπαιδα, ντροπαλοί, πονηρεμένοι, μπερμπάντηδες, πίτουρες, χάχες, σκυλόμαγκες, μοσχόμαγκες, ναύτες, φαντάρια, αεροπόροι, ναυτικοί, μαθητές, αλάνια, τσογλάνια, νταβάδες, λεμέδες, λαθρέμποροι, πρεζάκια, πουστρόνια, αρπάχτρες, επαρχιώτες, αδέσποτα, μπατίρια, σοβαροί κι ελαφρόμυαλοι στριμώχνονται και ανακατεύονται σε χρωματιστά φώτα και φωτεινές επιγραφές που αναβοσβήνουν, μουσικές, κορίτσια, φωνές, γέλια, παρέες, τρεξίματα, σπρωξίματα, βρισίδια, αγκαλιές, τσακωμοί, παζάρια, τράμπες, αλισβερίσια στο πόδι, κράχτες, γυμνές φωτογραφίες πλάι στις πόρτες των καμπαρέ και η αρτίστα ζωντανή να σου γνέφει από μέσα, κορίτσια που σε φωνάζουν από πόρτες και παράθυρα σπιτιών, σου στέλνουν φιλιά, σε αρπάζουν αγκαζέ στο πεζοδρόμιο».
Κοπέλες για «σπίτι»
Οι οίκοι ανοχής δούλευαν δέκα το πρωί με δέκα το βράδυ. Στη χρυσή εποχή ήταν όλες Ελληνίδες κι έμεναν είκοσι-εικοσιπέντε σε κάθε σπίτι. Όλες με ψευδώνυμο. Το 1956, με νόμο της κυβέρνησης Καραμανλή, υποχρεώθηκαν να μένουν δύο ανά σπίτι. Έτσι, οι 550 δηλωμένες περίπου κοπέλες μοιράστηκαν σε 270 σπίτια. Το ενοίκιο ήταν 150 δραχμές την ημέρα και η μέση ταρίφα έφτανε τις 27 δραχμές. Αν δεν μπορούσες να πιάσεις τις 100-120 βίζιτες την ημέρα, σε κατέτασσαν στην κατηγορία της γριάς. Δύο δραχμές έπαιρνε η υπηρεσία (αγαπητικοί, γριές ιερόδουλες ή ομοφυλόφιλοι) και τα υπόλοιπα τα μοιραζόταν με την πατρόνα. Τα κορίτσια κατέληγαν εκεί αφού συνήθως δεν έβρισκαν άλλη δουλειά ή τις έσπρωχνε ο αγαπητικός ή κάποιος μακρινός συγγενής τους. Οι περισσότερες ήταν θρήσκες, ένιωθαν την ντροπή, αλλά, όπως είπε στον Βασίλη Πισιμίση μια ζώσα 82χρονη ιερόδουλη, «είμαστε βρόμικες στο σώμα, αλλά καθαρές στην ψυχή». Δύο φορές την εβδομάδα πέρναγαν από ιατρικές εξετάσεις και αυτό εξασφάλιζε υψηλή ποιότητα όσον αφορά την υγεία. Τότε δεν υπήρχε AIDS, αλλά βλεννόρροια και σύφιλη. «Ταλαιπωρία» για τις κοπέλες που δούλευαν κυρίως στον δρόμο ή κρυφά σε ξενοδοχεία αποτελούσε το Ηθών. Την πρώτη φορά που τις έπιανε περιοριζόταν σε κάποια ηθικοπλαστική παρατήρηση, τη δεύτερη σε σκληρότερη σύσταση και την τρίτη τις ανάγκαζε να δηλωθούν, πράγμα που σήμαινε ότι κάποιος θα μπορούσε να μάθει οποιαδήποτε στιγμή το πραγματικό τους όνομα αλλά και τον τόπο καταγωγής τους. Τα «σπίτια» έκλεισαν οριστικά το 1968 από τον χουντικό δήμαρχο του Πειραιά Σκυλίτση. Οι περισσότερες κοπέλες τότε έφυγαν για την Αθήνα ή το εξωτερικό.
Έχουν δει πολλά τα μάτια του. Ναυτικούς να παραπαίουν από έρωτα, αγαπητικούς να διπλαρώνονται από ομοφυλόφιλους, νταβατζήδες να σουγιαδιάζουν τα κορίτσια τους στο μάγουλο. Αυτό ήταν και το σημάδι της πουτάνας. Κανείς, όμως, δεν πείραζε τους πελάτες. Πώς θα τους τα "έπαιρναν" αλλιώς;
Πελάτες, αγαπητικοί, νταβατζήδες και ομοφυλόφιλοι
Η ανωνυμία ήταν ένα από τα προτερήματα της Τρούμπας, μια ανωνυμία που πολλοί προσπαθούν να διατηρήσουν ακόμα και σήμερα. Όχι μόνο για τις γυναίκες αλλά και για τους άντρες. Ο κ. Μανώλης από την Κάρπαθο σήμερα είναι 71 ετών και δεν θέλησε να αποκαλύψει το επίθετό του. Τη δεκαετία του ’60 αποφάσισε ν’ αφήσει το νησί του και να μπαρκάρει σ’ ένα πλοίο για να βρει καλύτερη τύχη. Έζησε την Τρούμπα στα καλύτερά της. Μάλιστα, μια περίοδο έκανε και δεσμό με μια κοπέλα, την «Μπουμπού», και λαχταρούσε το γκαζάδικό του να γυρίσει στον Πειραιά για να τη συναντήσει. «Δεν με πείραζε που πήγαινε με άλλους, φτάνει όταν γύρναγα να με περίμενε», θα μου πει. «Η Τρούμπα για εμάς τους ναυτικούς ήταν κάτι μαγικό. Σαν μια όαση στην έρημο. Βγαίναμε για λίγες μέρες μετά από πολλούς μήνες μέσα στο καράβι και τι ήθελες να κάνουμε; Να πάμε σε κανένα μουσείο; Τρέχαμε εκεί να βρούμε συντροφιά. Δεν υπήρχε ναυτικός που να γνωρίζω που να μην πήγε στην Τρούμπα. Όχι μόνο για διασκέδαση αλλά και γιατί δεν θέλαμε να απομακρυνόμαστε από το λιμάνι, αφού το πρωί εκεί ήταν το μέρος για να βρεις δουλειά. Χαλάγαμε λεφτά, αλλά δεν ήταν και τόσο ακριβά. Πολλοί, βέβαια, τα έχαναν όλα στις γυναίκες και στα ποτά». Έχουν δει πολλά τα μάτια του. «Ναυτικούς να παραπαίουν από έρωτα, αγαπητικούς να διπλαρώνονται από ομοφυλόφιλους, νταβατζήδες να σουγιαδιάζουν τα κορίτσια τους στο μάγουλο. Αυτό ήταν και το σημάδι της πουτάνας. Κανείς, όμως, δεν πείραζε τους πελάτες. Πώς θα τους τα “έπαιρναν” αλλιώς; Η μαφία της Τρούμπας είχε λογαριασμούς μόνο με όσους ήταν μέσα στο παιχνίδι και όχι με τους υπόλοιπους. Δεν ήθελαν να τους τρομάξουν».
Οι σωματέμποροι, σύμφωνα με τον κ. Πισιμίση, ήταν οι χειρότεροι κακοποιοί, γιατί εκμεταλλευόντουσαν με πονηριά τις κοπέλες, που πολλές φορές δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από αυτούς. Οι αγαπητικοί ήταν νεαρά παλικάρια που είχαν κάποιου είδος δεσμό με τις κοπέλες, που ήθελαν, και για λόγους γοήτρου, να παρουσιάζουν ότι έχουν ένα ομορφόπαιδο στο πλευρό τους. Αν η κοπέλα παράταγε τον αγαπητικό, αυτός πολλές φορές την εκβίαζε και γινόταν ο νταβατζής της, κι εκεί η σχέση τους ήταν για προστασία και χρήματα. Η Κυβέλη, κόρη εστιάτορα στην περιοχή, θυμάται τους ίδιους άντρες να έρχονται με διαφορετικές γυναίκες καθημερινά. «Ρωτούσα τον πατέρα μου, με το αθώο μυαλό μου, “πώς είναι δυνατόν αυτός ο άντρας να παντρεύεται καθημερινά και άλλη γυναίκα;”». Το παράξενο ήταν πως ενώ μέχρι το 1970 δεν υπήρχε καθαρό gay bar, ήταν πολλοί οι ομοφυλόφιλοι που τριγυρνούσαν εκεί, καθώς έβρισκαν εύκολα δουλειά αλλά και έρωτα στα σπίτια. Σύμφωνα με τον κ. Πισιμίση, αρκετοί από τους αγαπητικούς που ερχόντουσαν από την επαρχία γνώριζαν πρώτα τον αντρικό και μετά τον γυναικείο έρωτα.
«Σε πιάσαν αμερικανάκι»
Η αμερικανική βοήθεια στις ευρωπαϊκές χώρες δεν περιοριζόταν μόνο στο σχέδιο Μάρσαλ. Ο 6ος Αμερικάνικος Στόλος άφηνε το στίγμα και τα δολάριά του απ’ όπου και αν περνούσε. Όταν έφτανε στον Πειραιά, μόνο καμπάνες δεν χτύπαγαν. Τα κορίτσια πολλαπλασιαζόντουσαν από 500 σε 3.000, αφού έφταναν στην Τρούμπα καμαριέρες, υπηρέτριες και νεαρές από την επαρχία που ήξεραν πως σε δύο ημέρες θα βγάλουν όσα θα έβγαζαν δουλεύοντας δύο μήνες. Την περίοδο που ο στόλος έφτανε στον Πειραιά το λιμάνι γέμιζε με κράχτες, τα κανονικά σπίτια έβαζαν επιγραφές που εξηγούσαν ότι δεν είναι πορνεία και οι επιτήδειοι σκάρωναν διάφορα κόλπα για εύκολα δολάρια. Από εκεί βγήκε και η έκφραση «σε πιάσαν αμερικανάκι», δηλαδή κορόιδο, αφού οι κοπέλες συνήθιζαν να χύνουν με διάφορους τρόπους το ποτό του μεθυσμένου πελάτη τους, ώστε αυτοί να παραγγέλνουν καινούργιο. Βέβαια, πολλοί απ’ αυτούς έβγαιναν κερδισμένοι, αφού πούλαγαν στους ντόπιους λαθραία τσιγάρα, ποτά, ρούχα, ρολόγια και ραδιόφωνα.
Από το 1968 μέχρι σήμερα
Μετά το κλείσιμο των σπιτιών έμειναν μόνο τα καμπαρέ, τα ξενοδοχεία και τα πορνοσινεμά. Τα περισσότερα έμειναν ανοιχτά μέχρι και τη χαραυγή της νέας χιλιετίας. Σήμερα έχουν μείνει ανοιχτά δυο-τρία μπαρ που έχουν λίγες γυναίκες για κονσομασιόν μόνο και λειτουργεί και το Σινεμά Ολύμπικ. Πάντως, η Τρούμπα ζει πια μόνο τη μέρα και κοιμάται τη νύχτα. Η Κυβέλη καθημερινά συναντά όχι νταβατζήδες πια αλλά στελέχη από ναυτιλιακές εταιρείες, ναυτικούς που αναζητούν δουλειά και δικηγόρους που πάνε στα δικαστήρια του Πειραιά που βρίσκονται εκεί. Κάτοικοι από τις γύρω γειτονιές αποκαλούν την Τρούμπα «Οδό Λήθης» και μιλάνε για ένα μέρος που το πρωί σφύζει από ζωή και το βράδυ μένουν οι ξεβαμμένες πινακίδες να θυμίζουν ότι κάποτε εκεί βασίλευαν τα κρυφά πάθη μιας μεγαλούπολης.
Ιστορικά πρόσωπα και μαγαζιά της Τρούμπας
Τζεμιλέ:
Λεσβία στριπτιτζού. Κυκλοφορούσε συχνά με ένα αραχνοΰφαντο φόρεμα, χωρίς εσώρουχα, και συνήθιζε να αποσπά τις χρυσές λίρες από τα τραπέζια των θαμώνων, χρησιμοποιώντας μόνο το αιδοίο της.
Βιολέτα και Φλώρα:
Διάσημες πατρόνες της εποχής που είχαν καταφέρει με διάφορες δωροδοκίες να έχουν στα «πόδια» τους την αστυνομία και να κάνουν ανενόχλητες τη δουλειά τους.
Δέσποινα, η βιτριολίστρια, και το Μωρό:
Η Δέσποινα εργαζόταν στο Puerto Rico Bar που ιδιοκτήτης του ήταν νταβατζής με το παρατσούκλι Μωρό (εξαιτίας του τεράστιου πέους του). Οι δυο τους ερωτεύτηκαν τρελά και το Μωρό απαγόρευε στη Δέσποινα να έχει πελάτες, πράγμα που ενδυνάμωσε την αγάπη της. Το Μωρό, όμως, δεν σταμάτησε ποτέ να έχει ερωμένες. Όταν αυτή η φήμη έφτασε στ' αυτιά της Δέσποινας, αυτή εκνευρίστηκε αρκετά. Ένα βράδυ θύμωσε λίγο παραπάνω και περιέλουσε με βιτριόλι το πρόσωπο του Μωρού.
Στέλλα:
Πλουσιοκόριτσο από τη Λαμία που εκμεταλλεύτηκε κάποιος Αντώνης και την έκανε πόρνη στην Τρούμπα. Μια μέρα ο Αντώνης πήγε στο δωμάτιό της να εισπράξει και αντ' αυτού δέχτηκε μια σφαίρα στο πόδι.
«Μάπας»:
Μεγαλονταβατζής που απασχολούσε συχνά την Ασφάλεια. Η μεγαλύτερη ιστορία γύρω από αυτόν είναι πως μια μέρα, για να γίνει ο κυρίαρχος της περιοχής, αποφάσισε να δολοφονήσει τον αντίπαλό του «Κεφάλα», όπως και έγινε. Η ζωή, όμως, είναι σκληρή. Ο «Μάπας» μεγαλώνοντας πάχυνε αρκετά και μετονομάστηκε σε «Κουράδα». Κατέληξε στην Τρούμπα να υπηρετεί τις κοπέλες.
John Bull:
Από τα πιο παλιά καμπαρέ που υπήρχαν στην Αθήνα. Καταγράφεται το 1915 σε έναν οδηγό του Ιγγλέση. Τη δεκαετία του '80 είχε παραπάνω από σαράντα κοπέλες μέσα. Οι περισσότερες ήταν ξένες. Παντού υπήρχαν καναπέδες που είχαν ψηλές πλάτες, ώστε να μη φαίνεται τι κάνεις. Ερχόντουσαν ως χορεύτριες με άδεια για τρεις μήνες, μετά έφευγαν κι ερχόντουσαν άλλες. Το μπουκάλι είχε 1.000 δραχμές, που ήταν δύο μεροκάματα.
Παριζιάνα:
Καμπαρέ που τον χειμώνα λειτουργούσε σε εσωτερικό χώρο και το καλοκαίρι σε ταράτσα, τη δεκαετία του '40.
Φλιπ Μπαρ:
Ανήκε στον Λιναρά και ήταν σε μια στοά που αργότερα ονομάστηκε Στοά Λιναρά. Φιλοξενούσε κυρίως μεγαλοκοπέλες που δεν έβρισκαν αλλού δουλειά.
45 Γιάννηδες:
Ανήκε στον Τζίνο, φοβερό αγαπητικό της εποχής. Ήταν στη Δευτέρας Μεραρχίας κι εκεί είχε σχεδιαστεί αρχικά να γυριστεί η Λόλα με την Τζένη Καρέζη. Εκεί γυρίστηκαν σκηνές από το έργο του Νίκου Φώσκολου Το Κάθαρμα, με τον Γιώργο Φούντα.
Αρτζεντίνα, Brazil, Maxim, Green Dollar, Moulin Rouge, Copa Cabana:
Καμπαρέ στη Φίλωνος.
Λουξ:
Ξενοδοχείο στη Φίλωνος, του Κάρλου από τη Ρουμανία, της γνωστής τραβεστί Σαρλότα. Στο ισόγειο λειτουργούσε το ξακουστό κουρείο του Πολύδωρου.
Φως και Ολύμπικ:
Δύο από τα πιο γνωστά πορνοσινεμά.
Το δεύτερο λειτουργεί ακόμα.
__________
Όλες οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του Βασίλη Πισιμίση Βούρλα - Τούμπα, Εκδόσεις Τσαμαντάκη. Ευχαριστούμε για την ευγενική παραχώρηση.
Το άρθρο υπογράφεται από τον Σταύρο Διοσκουρίδη και δημοσιεύτηκε στις 16.1.2013 στην έντυπη έκδοση της LIFO.