Δημόσιες Σχέσεις Καναλιών - Γραφεία Τύπου: Αυτή η παρεξήγηση

Δημόσιες Σχέσεις Καναλιών - Γραφεία Τύπου: Αυτή η παρεξήγηση Facebook Twitter
0

 

Η εποχή της ανόδου
Την σχετικά βραχεία περίοδο έκρηξης του lifestyle, ειδικώς στην Ελλάδα, άνθισε και θέριεψε στην τηλεόραση (αλλά και αλλού) η μεγαλύτερη παρεξήγηση αρμοδιοτήτων ενός συγκεκριμένου τομέα υπηρεσιών: δημόσιες σχέσεις – γραφεία Τύπου. Εν – συγχυσμένη – συντομία, PR.

 

Στην Αθήνα των αμέτρητων καναλιών, θεατρικών σκηνών, χώρων (ακριβής) εστίασης και πολιτισμού και φυσικά καλλιτεχνών, το πιο fancy επάγγελμα των 90s και των αρχών 00s ήταν να κάνει κανείς «Πι Αρ».

Πολύ γρήγορα, το πράγμα εξελίχθηκε σε φάρσα, κατά την οποία ο υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων κάποιου από τους παραπάνω, αυτόκλητα αναλάμβανε ρόλο σωματοφύλακα / «πόρτας» / τσεκαδόρου της εκάστοτε επιχείρησης ή προσώπου.

  

Η φάρσα εξελίχθηκε σε στρέβλωση – μια στρέβλωση που γέννησε ακόμη και εταιρείες – ηγεμονικών μισθών και προνομίων, μια σχολή αγένειας και λυκοφιλιών, η οποία μέχρι σήμερα είναι γνωστή για τις πρακτικές της στον δημοσιογραφικό –και μη– κόσμο. Μάλιστα, φροντίζει να κρατά ένα κομμάτι του δεμένο, με αλυσίδα φτιαγμένη από ανοησία, μικρο-εξαρτήσεις και ανώφελες γνωριμίες, που πρέπει να συντηρούνται και να «ταΐζονται».

Στην εποχή της παντοδυναμίας τους, οι Δημόσιες Σχέσεις και οι παραλογισμοί τους γίνονταν σεβαστοί από διευθυντές εφημερίδων και καναλιών, από οποιονδήποτε έπρεπε να κανοναρχηθεί, να μπει στο νόημα, να μάθει να φέρεται στον τάδε καλλιτέχνη, οργανισμό, τηλεοπτικό σταθμό.

Ας προσπεράσουμε το γεγονός ότι υπήρξε εποχή που για να κάνουν οι δημοσιογράφοι τη δουλειά τους, έπρεπε να συνομιλούν απευθείας με τον “P.R”. Σε όλο το φάσμα της δημοσιογραφικής δουλειάς εξυπονοείτο ότι πρέπει να τα έχει κάποιος καλά με τις Δημόσιες Σχέσεις, να ρωτάει για το ρεπορτάζ του (!) το Γραφείο Τύπου κι αν ήταν καλό παιδί θα είχε και ανταποδώσεις: από ταξίδια στο εξωτερικό και δώρα μεγάλης αξίας, μέχρι πιο πεζές εξυπηρετήσεις, τύπου πρώτο τραπέζι πίστα.

Ποιος ξεχνά τα δώρα που δίνονταν σε παρουσιάσεις προγράμματος καναλιών και ραδιοφωνικών σταθμών, νέων LP’s,  ταινιών, ακόμη και βιβλίων, πριν από λίγα χρόνια; Κινητά τηλέφωνα, ηχοσυστήματα, laptops, αρτοπαρασκευαστές, home cinemas, ταξίδια και τι δεν έχει δοθεί – στο πλαίσιο ενός απελπιστικά «φτωχού» marketing – προκειμένου ο συντάκτης να φιλοτιμηθεί να γράψει μια ελεγεία για πράγματα που συνήθως δεν άξιζαν.

Όλα αυτά, βέβαια, αν συμμορφωνόταν κάποιος με τις υποδείξεις. Γιατί στην εποχή της παντοδυναμίας τους, οι Δημόσιες Σχέσεις και οι παραλογισμοί τους γίνονταν σεβαστοί από διευθυντές εφημερίδων και καναλιών, από οποιονδήποτε έπρεπε να κανοναρχηθεί, να μπει στο νόημα, να μάθει να φέρεται στον τάδε καλλιτέχνη, οργανισμό, τηλεοπτικό σταθμό.  

Το τηλέφωνο σηκωνόταν για να διατυπωθεί το οποιοδήποτε παράπονο και σε ακραίες περιπτώσεις, ο μη συνεργαζόμενος συντάκτης απολυόταν. Σε όχι και τόσο ακραίες, ο ίδιος σήκωνε το τηλέφωνο για να ακούσει, σε κάπως πιο passive aggressive τόνο, το ίδιο παράπονο. Γι’ αυτές τις χρήσεις προτιμόταν η γλυφά διατυπωμένη διαπίστωση «δεν μας αγαπάς» και κατέληγε «έλα, γράψε κάτι καλό για ‘μας. Σε περιμένω για καφέ».

  

Η τράπουλα μοιραζόταν – κατά το ελληνικό συνήθειο – στους αρεστούς και συνεργάσιμους, που μέσα σε λιγότερο από 15 χρόνια έδωσαν σε άφωνους φωνή, σε ανεπαρκείς θέατρα, σε ιδιοκτήτες καντίνας εστιατόρια, σε άναρθρους εκπομπές λόγου― εν ολίγοις καθιέρωσαν, κυριολεκτικά με το ζόρι και με πληρωμένους διθυράμβους μια γενιά ονομάτων, που χωρίς το άγαρμπο boost των δημοσίων σχέσεων δεν θα είχαν σπάσει το φράγμα της γειτονιάς τους.

Η εποχή της πτώσης

Το 2008 – έτος ορόσημο για το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης – η συνταγή πήρε να αλλάζει. Τα Δελτία Τύπου έγιναν πιο ευγενή (σ.σ. «παρακαλούμε για τη δημοσίευση»), πιο διαλλακτικά («για οποιαδήποτε πληροφορία ή παρατήρηση, είμαστε στη διάθεση σας»), αν και ακόμη ανορθόγραφα και ασύντακτα. Στις προσφωνήσεις τους προστέθηκε το ελληνοποιημένα αμερικανόφερτο «αγαπητοί συνεργάτες» (από πού κι ως πού;). Τα τηλέφωνα απειλής και προειδοποίησης ελαττώθηκαν, τα δώρα κόπηκαν, όπως και οι ευχετήριες κάρτες και τα λουλούδια και τα ταψιά με γλυκά και τα καλάθια.

Το αμπαλάζ –που συνήθως έκρυβε σπασμένα γυαλιά– περιορίστηκε και οι δημόσιες σχέσεις κάπως εξανθρωπίστηκαν, κάπως άρχισαν να λένε «παρακαλώ» και «ευχαριστώ» με μία υποψία ειλικρίνειας, κάπως να χαμογελούν και με το στόμα και με τα μάτια.

Οι ρόλοι κάπως ξεμπερδεύτηκαν: το Γραφείο Τύπου συντάσσει, οργανώνει και ταξινομεί τις ενέργειες ενημέρωσης και προώθησης για οτιδήποτε και ο δημοσιοσχεσίτης εξακολουθεί να προστατεύει, λειαίνει, οριοθετεί το πλέγμα σχέσεων του εκάστοτε πελάτη του με τον Τύπο και το κοινό. Βαθμηδόν, οι ρόλοι αντιστρέφονταν. Τώρα, που κάπως εξαφανίζονταν τα αμφίδρομα ρουσφέτια και χατίρια, δημοσιογράφοι και όλο αυτό το προωθητικό πλέγμα μιλούσαν σε άλλη γλώσσα. Όχι της απόλυτης αλήθειας, αλλά, έστω, ενός κάποιου παρόμοιου κώδικα.

Σήμερα, που ο καθένας μπορεί να γίνει manager του εαυτού του, οι συνθήκες για το PR του '80 και του '90 έχουν ολοφάνερο βαθμό δυσκολίας.

Και φυσικά, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν και τα social media. Σήμερα, που ο καθένας μπορεί να γίνει manager του εαυτού του, οι συνθήκες για το PR του ’80 και του ’90 έχουν ολοφάνερο βαθμό δυσκολίας. Όσους και να γνωρίζει κανείς, όσο επιδραστικός και να ‘ναι, χωρίς official page στο Facebook και το Instagram δεν πάει μακριά: τα ροδαλά παιδιά του χθες με τους ανασηκωμένους γιακάδες και την έπαρση μυούνται στο virality, στον αριθμό των likes, τα νεότερα επιμορφώνονται για την ισχύ ενός καλογραμμένου post και, πλέον, δουλειά της μόδας και του μέλλοντος είναι ο social media manager (με όλες τις νέες παθογένειες που μοιραία δημιουργήθηκαν και τον ακολουθούν).

Τα πιο αργοκίνητα, αυτά που χάνουν το τρένο της matrix γενιάς που τους παρουσιάστηκε, μεμψιμοιρούν και πισωκοιτάζουν. Υπήρχαν καιροί, που εφορμούσαν κυριολεκτικά σε περιοδικά για να επιθεωρήσουν εξώφυλλα, για να προσθέσουν λίγα περισσότερα μαλλιά εδώ, λίγο λιγότερες ρυτίδες εκεί, λίγο «κόψιμο» της συνέντευξης στην περίπτωση, που ο πολιτικός / τραγουδιστής / ηθοποιός έλεγε αριστουργηματικές βλακείες και ο κίνδυνος να εκτεθεί ήταν τεράστιος.  

Όχι ότι έχουν σταματήσει όλες αυτές οι πρακτικές. Αναδιπλώνονται και ακούνε τις απαιτήσεις της εποχής οι σύμβουλοι των λιγοστών πια εταιρειών που κάνουν αυτή την άχαρη, πλην αναγκαία μπίζνα. Τη συντηρούν ακόμη με όσους  παλιούς μπορούν ή όσους νέους έχουν μυηθεί στις εξαρτητικές σχέσεις «παίζε με, για να σου δώσω κάτι, από πρόσβαση σε ένα ιδιωτικό κλαμπ, μέχρι μια είδηση για το πού κάνει shopping την Κυριακή η Μενεγάκη». Αυτό το ονομάζουν "καλή συνεργασία". 

Είναι μια αυτοκρατορία σε παρακμή, ένας τομέας υπηρεσιών σε πτώση. Οι πιο σοβαροί εκπρόσωποί του –γιατί, ναι, υπάρχουν και τέτοιοι– ομολογούν ότι πήραν τον αμανέ ψηλά και λόγω του λυκόφιλου «πάρε-δώσε» με τους δημοσιογράφους και επειδή κάποτε ο ρόλος τους μπερδεύτηκε με εκείνον του διαφημιστή και του image maker.

«Από ένα σημείο και μετά είναι δύσκολο να μη γλιστρήσεις, να μην εκτεθείς κι εσύ, να μην νιώσεις πανίσχυρος, δίπλα στο εκάστοτε φυτό εσωτερικού χώρου, που οφείλεις να προωθείς και να προσέχεις. Γι’ αυτό και στην Ελλάδα, ο PR είναι κάτι σαν ισόβιο οικόσιτο και παραδιπλανό του ανθρώπου, τις σχέσεις του οποίου διαχειρίζεται ή έστω του brand ή του οργανισμού, στον οποίο εργάζεται. Στο εξωτερικό, ο δημοσιοσχεσίτης είναι επιχειρηματίας από μόνος του, είναι όνομα από μόνος του. Οι κινήσεις του είναι διακριτικές, ξέρεις ότι κινεί τα νήματα, αλλά δεν τον βλέπεις. Αυτό το φίνο και το επί του πρακτέου αποτελεσματικό, εμείς δεν το πετύχαμε ποτέ. Είχε να κάνει με την εποχή και με τις συνθήκες και με το υλικό που είχαμε να διαχειριστούμε», εξηγεί άνθρωπος του χώρου, πρώην μεγαλοστέλεχος εταιρείας επικοινωνίας με ειδίκευση στο Reputation Management και το Image Management.

Ο ίδιος θα εξηγήσει ότι πριν από την εικόνα και τη διαχείρισή της, πριν από το «φαίνεσθαι» και την όποια φήμη, έπρεπε να προηγείται το περιεχόμενο και αυτό στην Ελλάδα του γρήγορου πλουτισμού – και της ακόμη ταχύτερης φτωχοποίησης –  υπήρχε σπάνια.

Ωστόσο, υπάρχει μια αισιοδοξία, πέρα από τα καλοδιαλεγμένα λόγια και την κάποια –αναδυόμενη– σοβαρότητα που εσχάτως ντύνει το PR και το νέο είδος δημοσίων σχέσεων που προωθείται: κάποιοι εκ των νέων επαγγελματιών, free lancers οι περισσότεροι, με το που οσμισθούν την απουσία περιεχομένου, εγκαταλείπουν τον πελάτη, δεν παρενοχλούν τα media και χτίζουν ουσιαστικότερα τη δουλειά τους.

Δεν αφορά τόσο τις εξειδικευμένες σπουδές,  αυτή η διαφοροποίηση, αλλά κυρίως το ήθος ανθρώπων, οι οποίοι αναλαμβάνουν πόστα εν μέσω κρίσης και δεν θέλουν ούτε να εκτεθούν, αλλά ούτε και να συνδεθούν με το κακοφορμισμένο προηγούμενο και την σύγχυση περί public relations και γραφειοτυπίστικης διεκπεραίωσης των προηγούμενων ετών στη χώρα.   

TV & Media
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σεναριογράφος κατηγορεί τον ΛεΜπρόν Τζέιμς και το Netflix ότι του έκλεψαν σενάριο ταινίας

TV & Media / Σεναριογράφος κατηγορεί τον ΛεΜπρόν Τζέιμς και το Netflix ότι του έκλεψαν σενάριο ταινίας

Ο κορυφαίος σκόρερ στην ιστορία του NBA κατηγορείται από τον σεναριογράφο Ρομπ Γκράμποου ότι, μαζί με την εταιρεία παραγωγής του, SpringHill Company, έκλεψε το σενάριό του για την αθλητική ταινία Rez Ball, η οποία κυκλοφόρησε στο Netflix τον Σεπτέμβριο
LIFO NEWSROOM