του Νίκου Κυριακίδη από την Αυγή
Οι σταρ δεν είναι “αυτοαπασχολούμενοι”. Ελεύθεροι επαγγελματίες ή κάτι τέτοιο, όπως νομίζουν οι περισσότεροι. Είναι εμπόρευμα για πλατιά κατανάλωση. Το πουλάνε οι ίδιοι στο παζάρι των ψευδαισθήσεων, απλωμένο σ' έναν πάγκο που δεν τους ανήκει. Τον “εκχωρεί” η βιομηχανία του θεάματος και των ΜΜΕ για όσο καιρό μπορούν να κάνουν επιτυχίες και σκάνδαλα. Έπειτα ακολουθεί το “μαύρο” της σιωπής. Της απραξίας, της παραίτησης, της πτώσης. Βουλιμία για αποσύνθεση...
Αυτό το επάγγελμα δεν αστειεύεται. Δεν κάνει διακρίσεις σε άνδρες, γυναίκες, γκέι. Είναι μια κρεατομηχανή. Ο καθένας μπορεί να αρπάξει την προσωπικότητά σου απ' τον γιακά και να ποδοπατήσει το προϊόν της δημιουργίας σου. Να το κάνει πρωτοσέλιδο στις άθλιες ταμπλόιντ του Μέρντοχ, ερασιτεχνικό βίντεο στο YouTube, TV host στο σόου της Όπρα Ουίνφρεϊ, μουσικό χαλί σε διαφημίσεις για μπλε και πράσινους κόκκους...
Η μουσική βιομηχανία είναι όπως κάθε άλλη φάμπρικα. Έχει “εργάτες” που δουλεύουν ξοδεύοντας την ψυχή τους στον διάβολο, για να “κόβει” η ίδια σουξέ και να πουλάει τα κομματάκια τους στη μεγάλη λαϊκή της “ειδωλολατρίας” και της μαζικής κουλτούρας. Από κοντά κι ο εσμός των παράσιτων, που προσπαθεί ν' αρπάξει ένα κομμάτι “διασημότητας” για πάρτη του για να βγάλει το καθημερινό μεροκάματο. Χαμένοι στον λαβύρινθο, αργά ή γρήγορα οι πιο αδύναμοι “υπηρέτες” της μηχανής της εφήμερης δόξας θα φαγωθούν από τον Μινώταυρο της αλλοτρίωσης.
Η αυθυποβολή, το προσωπικό παραμύθιασμα που απαιτεί ο “μύλος” αυτής της βιομηχανίας για να γυρίσει και να αλέσει το ταλέντο των ταλαντούχων, να το κάνει δίσκο, συναυλία, δόξα, χρήμα, έχει πάνω του αυτοκόλλητο που γράφει “προσοχή, δηλητήριο”. Περιέχει τοξικά συστατικά ανακατεμένα με τους καταραμένους μύθους: Sex, drugs, rock' n roll- Live fast, die young... Εξάρτηση από ουσίες, αλκοόλ και αυτοκαταστροφή. Ανθρωποθυσίες σε διονυσιακές τελετές. Κάθε “υπάλληλος” αυτής της αλλοτριωτικής βιομηχανίας ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί που μπορεί να σπάσει οποιαδήποτε στιγμή. Πρέπει να διαβάσει τον χάρτη του μυαλού του, να βρει το σημείο που θα βάλει τη βιολογική και ψυχική λειτουργία του σε safe mode για να μην καταλήξει η αυθυποβολή του σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία... Για να μη δει ξαφνικά τον “βαρκάρη” να ξεπροβάλει μπροστά του μέσα απ' την ομίχλη και να του λέει “κάνε γρήγορα, πλήρωσέ με τώρα”...
Ανατριχιαστική παντομίμα...
Η Έιμι, όπως και πολλοί άλλοι νέοι και ταλαντούχοι “εργαζόμενοι” στη μουσική βιομηχανία που έφυγαν πριν την ώρα τους, δεν μπόρεσε ή δεν ήξερε να διαβάσει τον χάρτη του μυαλού της. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά να της τον δείξει. Η ανατριχιαστική παντομίμα μιας εξαρτημένης αλκοολικής που πεθαίνει σε κοινή θέα ρούφηξε αχόρταγα την προσοχή του πλήθους. Η αρρώστια που την οδήγησε στην άβυσσο δεν έγινε ποτέ θέμα. Αντίθετα, έγιναν θέμα (και θέαμα) τα κιτς τατουάζ της, τα μεθύσια της, τα μπλεξίματά της με τον νόμο και η καταστροφική σχέση της με τον πρώην σύζυγό της Blake Fielder-Civil, έναν τυχάρπαστο που αυτοσυστηνόταν ως “πρώην βοηθός παραγωγής” σε μουσικά βίντεο. Η αρρώστια της ήταν η γκροτέσκο ιστορία που προκαλούσε το χαιρέκακο ενδιαφέρον του πλήθους, εξαερώνοντας το ουσιαστικό ενδιαφέρον για έναν άνθρωπο που υποφέρει.
Αυτό που κάνει την Amy Winehouse να διαφέρει από τους έκλυτους ροκ σταρ του '60 και του '70, ήταν ο δημόσιος χαρακτήρας των υπερβολών της και των αντίστοιχων πράξεών της. Μ' αυτή τη συμπεριφορά, η Έιμι δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τον συρφετό των παπαράτσι, αλλά και το ίδιο το αδηφάγο κοινό της. Δεν ήταν λίγοι οι “περίεργοι” που την κυνηγούσαν με τις κάμερες των κινητών για να απαθανατίσουν τις τακτικές μεταμεσονύχτιες εξορμήσεις της σε συνοικιακά μίνι-μάρκετ του βόρειου Λονδίνου όπου αγόραζε σκληρά ποτά και βαριά τσιγάρα. Έζησε κυριολεκτικά τη σύντομη, μετά-επιτυχία, ζωή της, σε δημόσια θέα.
Διάσημη στα 21, νεκρή στα 27...
Το πορτραίτο της φιλοτεχνήθηκε μετά θάνατον, οι ατέλειες ρετουσαρίστηκαν. Το πακέτο συσκευάστηκε και είναι έτοιμο να γίνει μύθος. Τα κατάφερε με μια φωνή “καμπάνα”, μετενσάρκωση της Shirley Bassey, με την απέριττη macho χροιά ενός υποθετικού θηλυκού Σινάτρα (!) και με μόλις δύο προσωπικά άλμπουμ: Το Frank, του 2003, με το οποίο έκανε το ντεμπούτο της, και το μεγάλο σουξέ της, Back to Βlack, το 2006, που κέρδισε με το σπαθί του πέντε Grammy. Και τα δύο έχουν “γονίδια” για να γίνουν από τα πιο σημαντικά άλμπουμ αυτής της δεκαετίας. Σημαντικά, γιατί έφεραν πάλι στο προσκήνιο, στο κέντρο της προσοχής, τη μουσική, τον στίχο, τη φωνή, την ερμηνεία, κάνοντας ένα μεγάλο μέρος της mainstream δισκογραφίας να μοιάζει με ασήμαντο και αδιάφορο σκουπιδαριό.
Ειδικά το Black to Black καταπλήσσει με την πειστικότατη αναβίωση της vintage soul και R'n'B ατμόσφαιρας της χρυσής εποχής της Motown, ακολουθώντας πιστά τα ενορχηστρωτικά πρότυπά της, τη χαρακτηριστική μείξη με τη φωνή να “σκεπάζει” την ορχήστρα, ακόμα κι εκείνη τη λεπτή αρμονική παραμόρφωση του ήχου που ήταν η “ταυτότητα” σχεδόν όλων των LP της θρυλικής δισκογραφικής του Αφροαμερικανού πρώην εργάτη αυτοκινητοβιομηχανίας του Ντιτρόιτ, Μπέρι Γκόρντι. Όχι όμως μόνο αυτό. Η Έιμι ξανάφερε στην κυρίαρχη μουσική σκηνή το αντισυμβατικό στυλ του ροκ σταρ. Φορτώθηκε τις ατέλειες της προσωπικότητάς της, τις αδυναμίες και τις εξαρτήσεις της, σε μια εποχή που όλοι οι “συνάδελφοί” της προσπαθούν σκληρά να προβάλλουν την εικόνα της τελειότητας. Ποιος μπορεί να είναι εκατό τα εκατό σίγουρος πως κι αυτό δεν ήταν μέρος του γενικότερου μάρκετινγκ; Σίγουρα όμως δεν ήταν μάρκετινγκ η μουσική της. Και η αυθεντική contralto φωνή της που έδωσε διαχρονική υπόσταση σ' αυτή τη μουσική. “Η Έιμι είναι ωμά ειλικρινής στα τραγούδια της”, είχε πει ο παραγωγός του Back to Black Mark Ronson σε ένα αφιέρωμα του αμερικανικού μουσικού περιοδικού "Rolling Stone" στη Βρετανίδα τραγουδίστρια, τον Ιούνιο του 2007.
Μια από τις καλύτερες ερμηνείες της 'Ειμι στη δισκογραφία, όπου ξεδιπλώνονται ανεπιτήδευτα όλες οι μεγάλες φωνητικές και ερμηνευτικές αρετές της, το κομμάτι Will You Still Love me Tomorrow, είναι αναμφίβολα ένα ξεχασμένο διαμάντι. Περιέχεται στο σάουντρακ της ταινίας Bridget Jones, The Edge of the Reason, μιας βρετανικής ρομαντικής κομεντί που προβλήθηκε το 2004. Πρόκειται για διασκευή του “κλασικού” τραγουδιού τoυ “μαύρου” γυναικείου φωνητικού τρίο The Shirelles. Πρωτοκυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 1960 και έκτοτε διασκευάστηκε από τους Dusty Springfield, Brian Ferry, Elton John κ.ά.
“Σ' το 'πα, είχα μπελάδες... Ξέρεις πως δεν είμαι το καλό κορίτσι” (You Know I'm No Good)... "Θα μπορούσε να είναι όλη σου η ζωή, αλλά τελειώνει μ' ένα πήδημα της μιας νύχτας" (Fuck Me Pumps). Άλλωστε “η αγάπη είναι ένα παιχνίδι για χαμένους” (Love is a Loosing Game)... Ευτυχώς “τα δάκρυα στεγνώνουν από μόνα τους” (Tears Dry on Their Own)...
Και το μαύρο, είναι μαύρο, Έιμι, όπως ήταν πάντα...
σχόλια