Γεννήθηκα στην Αθήνα, στα Πετράλωνα, και εκεί μεγάλωσα, με τους γονείς και με τη μεγαλύτερη αδελφή μου. Η καταγωγή των γονιών μου είναι από τη Θεσσαλία, από την Καρδίτσα και τα Τρίκαλα· το όνομά μου, το Αγορίτσα, το συναντάς συχνά σε αυτές τις περιοχές.
• Οι γονείς μου ήταν αρχικά αγρότες και όταν παντρεύτηκαν ήρθαν στην Αθήνα. Ο πατέρας μου δούλευε οικοδόμος, η μητέρα μου σε εργοστάσιο, κυριολεκτικά ήρωες της εργατικής τάξης, μια οικογένεια που προσπαθούσε με δυσκολία να φτιάξει ένα βιος– δεν ήταν τα πράγματα άνετα, δεν τα θυμάμαι έτσι. Από την άλλη, δεν θυμάμαι να μας λείπει και τίποτα, ήταν αλλιώς ο κόσμος και η κατανάλωση βέβαια, υπήρχε αγάπη και ηρεμία στο σπίτι.
• Ήμουνα ήσυχο παιδάκι, δεν έκανα ανταρσίες και αταξίες, έπαιζα πολύ μόνη μου αλλά και με παιδιά της γειτονιάς – υπήρχε γειτονιά και ήμασταν όλοι για παιχνίδι στον δρόμο. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ο μπαμπάς μου είχε φέρει στο σπίτι ένα κασετόφωνο μονοφωνικό με ένα ηχειάκι μια σταλιά και κάναμε οικονομίες με την αδελφή μου για να φτιάξουμε μια κασέτα σε ένα μαγαζί που πουλούσε δίσκους και κασέτες στα Πετράλωνα. Είχε τους Κiss και τους Beatles, η αδελφή μου με ρώτησε τι ήθελα και διάλεξα Beatles. Φτιάξαμε αυτή την κασέτα και την ακούγαμε από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να είμαι πάνω στο τρένο και να προσπαθώ, παράσταση την παράσταση, να γίνομαι όσο το δυνατό καλύτερη. Δεδομένων των συνθηκών, έχω αισθανθεί πολλές φορές ότι κάτι έχω κάνει καλά.
• Ζωγράφιζα, σκιτσάριζα σε ό,τι χαρτί έβρισκα μπροστά μου, με όποιο μολύβι, αλλά, όπως όλα τα παιδιά, δεν είχα κάτι ιδιαίτερο. Ωστόσο, μου άρεσε. Στο σπίτι υπήρχαν τα βιβλία του σχολείου, δεν είχαμε κάτι περισσότερο. Συζητούσαμε κάποτε με μια φίλη μου τι είναι αυτό που σε οδηγεί σε μια κατεύθυνση απ’ όποιο υπόβαθρο και να προέρχεσαι και τελικά δεν μπορείς να πεις ακριβώς, να το εξηγήσεις με λόγια, είναι απλώς κάτι που σε κινεί. Θέατρο δεν πηγαίναμε, βιβλία δεν είχαμε, αλλά κάτι υπήρχε μέσα μου, μια ανάγκη άλλη, περίεργη, παράξενη, την οποία ακολούθησα. Στη δική μου περίπτωση αυτή η ανάγκη δεν είχε περιβάλλον να ανθήσει και δεν ήξερα πώς να μιλήσω κιόλας γι’ αυτήν.

• Στο γυμνάσιο δεν ήμουν πολύ καλή μαθήτρια. Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι είχα μαθησιακές δυσκολίες, αλλά αυτές ήταν άγνωστες λέξεις τότε, δεν το έψαχναν ούτε οι γονείς ούτε οι εκπαιδευτικοί στις δικές μας γενιές. Ήμουν, πάντως στο φάσμα της δυσλεξίας, το οποίο κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει ούτε ασχολούνταν, οπότε έκανα προσπάθειες μόνη μου. Με απασχολούσαν όμως τα λογοτεχνικά κείμενα, μου άρεσε που κάναμε Οιδίποδα και Αντιγόνη και ακολούθησα την Γ’ Δέσμη, υπήρχε μια κλίση στην τέχνη, αλλά σιωπηλά και απροσδιόριστα. Υπήρχε και ο φόβος πώς θα μιλούσες αυτό που ήθελες όταν έβλεπες ότι δεν υπήρχε και η δυνατότητα;
• Θέατρο είχα δει ελάχιστα, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού παραστάσεις: μια παιδική, που έπαιζε μια συμμαθήτριά μου στο δημοτικό, και μια στο γυμνάσιο, που είχα κληρωθεί να πάω να τη δω και το θεώρησα μεγάλη τύχη, ότι αυτό δεν ήταν κάτι τυχαίο. Αυτά τα «σημάδια», φυσικά, τα σκεφτόμουν μόνη μου – μερικές φορές είναι μια ανάγκη μας ίσως να δούμε κάτι πιο πέρα απ’ όσο επιτρέπει η φυσική μας όραση, κάτι να καταλάβουμε, να πάρουμε ένα σήμα. Η παράσταση λεγόταν Έλα να δοκιμάσουμε και θυμάμαι ότι έπαιζαν η Νόρα Βαλσάμη, ο Γιάννης Βούρος, η Αθηνά Ζαφόλια.
• Μετά το λύκειο άρχισα να δουλεύω κατευθείαν, γιατί υπήρχε αυτή η ανάγκη. Πήγα και δούλεψα σε εργοστάσια και σε μαγαζιά. Θυμάμαι, ήμουν σε ένα μαγαζί και το συζητούσα με έναν συνάδελφό μου. Του είπα «θέλω, ρε παιδί μου, να κάνω θέατρο, αλλά δεν ξέρω πώς να το κάνω».
• Ο συνάδελφός μου είπε «έχω έναν φίλο που προετοιμάζει παιδιά για τη δραματική». Το σκεφτόμουν, το ξανασκεφτόμουν, αλλά δεν το αποφάσιζα. Τελικά, πήρα την απόφαση μετά από τρία χρόνια. Είπα «ή θα το κάνω τώρα ή δεν θα το κάνω ποτέ» γιατί σκέφτηκα ότι δεν ήθελα να ξυπνήσω μια ωραία πρωία και να πω «ρε παιδί μου, ήθελα, γιατί δεν το ’κανα;». Και το έκανα, ευτυχώς, και κάπως έτσι ξεκίνησε, και πήγε, η ιστορία. Έδωσα, λοιπόν, μόνη μου στο Εθνικό μόνο, πέρασα στις πρώτες εξετάσεις, κόπηκα στις δεύτερες, μετά ξεκίνησα προετοιμασία, πάλι πέρασα τις πρώτες εξετάσεις και κόπηκα στις δεύτερες. Την τρίτη χρονιά πια επαναλήφθηκε το ίδιο μοτίβο, αλλά πέρασα στις εξετάσεις του υπουργείου και πήρα την απόφαση να πάω σε ιδιωτική σχολή. Ξεκίνησα στη σχολή και δούλευα παράλληλα.
• Μια και μιλήσαμε για τα σημάδια, θυμάμαι, την τρίτη χρονιά που έδινα, οι εξετάσεις γίνονταν στο Θέατρο του Ήλιου στην Πλάκα. Έδωσα και όταν βγήκα σκεφτόμουν «Θεέ μου, δώς’ μου ένα σημάδι να καταλάβω ότι πήγαν όλα καλά». Με το που στρίβω πέφτω μούρη με μούρη με τον Μηνά Χατζησάββα και τρελάθηκα που τον είδα από κοντά. Μετά από χρόνια, όταν σε μια παράσταση που έπαιζα είχε έρθει να μας δει ως θεατής, μάζεψα όλο μου το θάρρος και πήγα και του μίλησα· του είπα το περιστατικό και με αγκάλιασε και με φίλησε. Πάντα έτσι ήταν ο Μηνάς, ένας γλυκός άνθρωπος εκτός από σπουδαίος ηθοποιός, και τον αγαπούσαμε όλοι.
• Είχα περάσει τις εξετάσεις του υπουργείου που έπρεπε να περάσουν και οι ηθοποιοί και οι χορευτές που ήθελαν να πάνε σε σχολές και σου έδιναν μια κατοχύρωση, μπορούσες να παρακολουθήσεις μια σχολή ως ακροατής. Δεν είχα ιδέα πώς λειτουργούσαν οι σχολές και πήγα στη σχολή Θεοδοσιάδη που με εξυπηρετούσε ως ωράριο, γιατί εργαζόμουν παράλληλα.
• Στη σχολή ρίχναμε πολλή δουλειά, μεγάλα ξενύχτια, ήταν ένα ασφαλές περιβάλλον, υποστηρικτικό. Το κατάλαβα αργότερα αυτό, γιατί όταν είσαι νέος και άπειρος κάποια πράγματα τα θεωρείς δεδομένα. Οι άνθρωποι μας προστάτευαν όσο μπορούσαν σε ένα περιβάλλον καθαρό, με καλούς καθηγητές, με μια βιβλιοθήκη πολύ πλούσια· ό,τι μπορούσε να μας προσφέρει το πρόσφερε.
• Υπήρχαν κάποιοι δάσκαλοι όπως η Εύα Κοταμανίδου, η Ελένη Νενεδάκη, ο Δάνης Κατρανίδης, η Έρση Μαλικένζου, η Σούλα Αθανασιάδου, ο Γιώργος Τσιτσόπουλος και ο Γιάννης Ροζάκης που έμειναν πολλά χρόνια στη σχολή και ήταν άνθρωποι με μεγάλη εμπειρία, που είχαν περάσει όλη τη ζωή τους στο θέατρο.

• Είχαμε ατέλειες και πηγαίναμε θέατρο συνέχεια, μπαίναμε σε έναν κόσμο που σου ανοίγεται γιατί θέλεις, λαχταράς να τον συναντήσεις. Για μένα το όνειρο αυτό δεν ήταν άπιαστο, με χρυσόσκονη, κι αυτό δεν το λέω για να το ευτελίσω, όχι. Έλεγα μέσα μου «εδώ είναι, αυτό κυνηγάω, θα το παλέψω και θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ». Έβλεπα ότι στη σχολή με προσανατόλιζαν σε πιο δραματικούς ρόλους. Εμένα με έτρωγε μέσα μου να έχω όσο το δυνατό μεγαλύτερη γκάμα και λειτουργούσα και λίγο πονηρά: μου έδιναν τις σκηνές μου, δούλευα πάρα πολύ, τις έδειχνα και μετά ρωτούσα «πήγα καλά; Είσαστε ευχαριστημένοι; Μπορώ να πάρω τώρα μια κωμωδία;». Κάπως το διαπραγματευόμουν γιατί, αν δεν τους τσίγκλαγα, θα μέναμε σε ένα πράγμα. Τους δασκάλους μου τους έβλεπα ως δυνάμει σκηνοθέτες μου, καταλάβαινα ότι ήταν διαφορετικοί μεταξύ τους, ο ένας ήθελε κάτι συγκεκριμένο, ένας άλλος ζητούσε περισσότερα ή ήθελε να δουλέψω περισσότερο μόνη μου. Αυτό με παρακινούσε να δουλέψω σκληρά, έτσι, τελειώνοντας τη σχολή, αισθανόμουν μέσα στην απειρία μου και στο νεανικό μου μυαλό –δεν ήμουν από τα πιο μικρά παιδιά της σχολής, τα δεκαοχτάχρονα, μπήκα στη σχολή στα είκοσι τρία μου και βγήκα είκοσι έξι–, ότι προχωρούσα με μεγάλη επιθυμία να γνωρίσω αυτόν τον κόσμο πιο ολοκληρωμένα.
• Σήμερα έχει ανέβει κάπως ο μέσος όρος ηλικίας των σπουδαστών στις σχολές, υπάρχουν και πολλά παιδιά που κάνουν πρώτα σπουδές, τελειώνουν το πανεπιστήμιο ή παράλληλα με αυτό πηγαίνουν και σε μια δραματική. Νομίζω ότι είναι πιο ώριμα τα μεγαλύτερα παιδιά και είναι και για καλό τους το ότι κάνουν κι άλλες σπουδές, γιατί η γνώση είναι σπουδαίο εφόδιο. Ακόμα και αν δεν τις θεωρούν απαραίτητες, επειδή είναι νέα παιδιά και ο κόσμος του θεάτρου είναι πιο συναρπαστικός, νομίζω ότι οι σπουδές είναι χρήσιμες για τα πάντα, σου δίνουν άλλη αντίληψη και άλλες δυνατότητες.
• Διδάσκω κι εγώ σήμερα και πάντα σκέφτομαι ότι θέλω να είμαι η δασκάλα που δεν είχα. Τους λατρεύω τους δασκάλους μου και τους καθηγητές μου, με όλα τα καλά και τα κακά τους. Η διδασκαλία είναι κάτι που ήθελα να κάνω εδώ και χρόνια και ήρθε η στιγμή, μου το πρότεινε ο πρώην δάσκαλός μου, ο Κώστας Κοντογιάννης. Το έκανα με τεράστια χαρά, πρώτα στη σχολή Θεοδοσιάδη και εδώ και δυο χρόνια με το τμήμα σκηνοθετών του Εθνικού Θεάτρου, όπου έκανα sessions. Δουλεύω με τα παιδιά με πολλή και βαθιά αγάπη και σεβασμό. Είναι νέοι άνθρωποι, νέοι καλλιτέχνες, τους «τρέχω» πάρα πολύ, τους πιέζω, αλλά αυτό το εισπράττουν καταλαβαίνοντας ότι ένας άνθρωπος τους νοιάζεται. Επιμένω να κάνουμε όσο περισσότερα μπορούμε, και κωμωδία, και δράμα, και μικρούς, και μεγάλους ρόλους, και αρχαία τραγωδία, και παγκόσμιο κλασικό ρεπερτόριο. Η αγωνία μου είναι, βγαίνοντας από τη σχολή, να έχουν όσο το δυνατό περισσότερα εφόδια και ερεθίσματα στις αποσκευές τους, να είναι όσο το δυνατό πιο ολοκληρωμένοι όταν θα πάνε σε μια οντισιόν, αυτό προσπαθώ τουλάχιστον.
• Σκέφτομαι κάποιες φορές αν τα παιδιά που θέλουν να γίνουν καλλιτέχνες σήμερα είναι διαφορετικά από αυτά της γενιάς μου, αλλά δεν είναι πολύ αλλιώτικα. Άλλα ενδιαφέρονται, άλλα όχι, ή είναι κάποια που νιώθουν μια έλξη ή μια λαχτάρα για το επάγγελμα, αλλά δεν ξέρουν πώς να την εκφράσουν. Και τότε υπήρχε αυτό, όπως και τώρα. Στον πυρήνα δεν νομίζω ότι αλλάζουν οι άνθρωποι, αλλάζουν τα μέσα. Εμείς δεν είχαμε ένα κινητό να ψάξουμε αυτό που θέλαμε να βρούμε, λιώναμε τα πόδια μας σε βιβλιοθήκες, έπρεπε να τρέξουμε να αναζητήσουμε αλλιώς τα πράγματα που μας ενδιέφεραν, με μνήμη, με φαντασία. Η τεχνολογία έχει δώσει μια αβάντα στους νέους, που μπορεί να μην την υπολογίζουν πολύ. Τη θεωρούν, όπως είναι φυσικό, δεδομένη, γνωρίζουν από νήπια το κινητό και το ίντερνετ, έχουν μεγαλώσει με αυτά. Αλλά προσπαθώ να τους δώσω να καταλάβουν πόσο σοβαρό εργαλείο έχουν στα χέρια τους για να το αξιοποιήσουν, να μάθουν πώς να ψάχνουν μέσα από αυτό το τεράστιο δώρο που έχουν, να το εκμεταλλευτούν.


• Όταν τέλειωσα τη σχολή βρέθηκα σε αυτό το σημείο καμπής που βρίσκονται όλοι όταν τελειώνουν τις σπουδές τους και βγαίνουν στο επάγγελμα. Είχα παράλληλα την πρωινή μου δουλειά, όπως σχεδόν όλοι μου οι συμφοιτητές, και αποφασίσαμε να κάνουμε μια ομάδα, τη Φάκα. Μαζί ανεβάσαμε στο φουαγέ του θεάτρου Βικτώρια το Παιχνίδι της σφαγής του Ιονέσκο. Μετά από δυο χρόνια διαλυθήκαμε. Πηγαίναμε σε ακροάσεις διαρκώς, όπου ακούγαμε ότι γίνονταν, όπως τρέχουν και σήμερα οι νέοι συνάδελφοι. Θυμάμαι που είχαμε πάει με την Παρθένα Χοροζίδου, με την οποία ήμασταν μαζί από τη σχολή, σε μια ακρόαση για ένα παιδικό που έκανε η Κάκια Ιγερινού για τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη με παιδικά τραγούδια του, παράλληλα με την ιστορία Πινόκιο και με τη Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» επί σκηνής. Μας πήραν κι έτσι μπήκαμε στη δουλειά.
• Αργότερα, είδα έναν συνάδελφό μου στην Ομόνοια που μου είπε ότι γινόταν μια οντισιόν για τις Τρωάδες με τη Θεατρική Διαδρομή σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου, πήγα να με δουν και με πήραν. Έπαιξα στην Επίδαυρο πολύ νέα – άλλοι ηθοποιοί το ονειρεύονται χρόνια. Είναι δύσκολο έργο, απαιτητικός ο Χορός. Κάναμε μεγάλη περιοδεία, αλλά η εμπειρία της Επιδαύρου είναι μαγική. Δεν μου δημιούργησε τρόμο αλλά ένα αίσθημα βαθιάς ευθύνης και δέους με την έννοια της χαράς και της αναστάτωσης, σαν να ακούς το καρδιοχτύπι σου.
• Και περίμενα, και ήθελα, και ονειρεύτηκα ρόλους. Δεν ήξερα πώς πρέπει να τους κυνηγήσω, δεν επιδίωξα να πάρω τηλέφωνο, δίσταζα, ντρεπόμουν, δεν ήξερα τι να κάνω. Ονειρευόμουν, όμως, και ήθελα να είμαι στη δουλειά, αυτό είναι το πιο ειλικρινές που μπορώ να πω, να έρχομαι σε επαφή με ωραία κείμενα και ανθρώπους.
• Έχω παίξει πολλούς μικρούς ρόλους που μεταφράζονται σε πάρα πολλή δουλειά. Δυστυχώς, πάρα πολύς κόσμος σκέφτεται, «έλα, μωρέ, είναι ένα μικρό ρολάκι, πέντε ατάκες, ή μισή σελιδούλα». Δεν είναι, λοιπόν, τόσο απλό. Πρέπει να το αντιμετωπίσεις με πολλή αγάπη. Το ελάχιστο, το «ταπεινό», πρέπει να το φροντίσεις. Ο συγγραφέας το έχει γράψει για κάποιον λόγο, εσύ λοιπόν οφείλεις να το μελετήσεις, να το αγαπήσεις, να το φέρεις στη σκηνή και να σε νοιάζει. Ένας συνάδελφός σου περιμένει από αυτό το κάτι, το λίγο μια αντίδραση, να πάει πιο κάτω η ιστορία. Είσαι μέλος ενός συνόλου, είναι πολύ σημαντικό, είναι το νούμερο ένα, είναι ομαδική η δουλειά μας. Πώς φτιάχνεται αυτό; Με πολλή μελέτη.
• Ο πρώτος μεγάλος μου ρόλος ήταν η Κλυταιμνήστρα σε σκηνοθεσία της Μαρίας Πρωτόπαππα που εκτιμώ ως προσωπικότητά, εκτιμώ την πορεία της, τον τρόπο που στέκεται στα πράγματα. Κάναμε στο Φεστιβάλ το 2013 την Ιφιγένεια εν Αυλίδι. Σε αυτή την παράσταση ήμουν με πολύ αγαπημένους μου ανθρώπους, κάτι που έχει πάντα σημασία για μένα, με ποιον βρίσκεσαι στη σκηνή, το να συγγενεύεις μαζί του, αυτό είναι πολύ σοβαρό στο πώς κάνεις τη δουλειά σου.
• Ο ναρκισσισμός είναι μέρος αυτού που κάνουμε, δεν μπορεί να μην υπάρχει, έρχεται και σε βλέπει κόσμος και σε θαυμάζει, αλλά δεν πρέπει να θεωρούμε τον εαυτό μας πιο σημαντικό από αυτό που κάνουμε. Η δουλειά, η παράσταση, μια ταινία, είναι πράγματα πιο σημαντικά από εμάς. Αυτό που σε κρατάει στη δουλειά είναι ακριβώς η επαφή σου με την τέχνη, αυτό είναι το κυρίαρχο. Φαντάζομαι πως μέσα σε αυτό καθένας ακολουθεί αυτό που αισθάνεται. Αν τον οδηγεί η αυτοπροβολή, καλώς, ή αν του αρέσει πιο πολύ το σινεμά, πάλι μια χαρά μου φαίνεται. Όσο με αφορά, δεν αισθάνθηκα ποτέ να με απασχολεί η προβολή, όποιος με γνωρίζει ξέρει ότι μιλώ ειλικρινά. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να είμαι πάνω στο τρένο και να προσπαθώ, παράσταση την παράσταση, να γίνομαι όσο το δυνατό καλύτερη. Δεδομένων των συνθηκών, έχω αισθανθεί πολλές φορές ότι κάτι έχω κάνει καλά. Μέχρι εκεί. Πέφτω να κοιμηθώ και το σκέφτομαι, αλλά αύριο είναι μια άλλη μέρα. Προχωράω και αισθάνομαι καλά, αισθάνομαι τυχερή που μπορώ να κάνω κάτι που ήθελα πάντα και με παθιάζει τόσο πολύ.

• Υπάρχει μια διαδικασία μεταμόρφωσης κάθε φορά που μπαίνεις σε έναν χαρακτήρα, σε ένα άλλο κείμενο και μια άλλη εποχή. Δεν με απασχόλησε ποτέ να με αναγνωρίζουν στη σκηνή. Το μέλημά μου πάντα είναι το κείμενο, ο συγγραφέας, και μετά αυτό που θέλει ο σκηνοθέτης. Το καλό κείμενο σ’ τα δίνει όλα. Από κει και πέρα, το πλάθεις με τη φαντασία σου και σύμφωνα με την παράσταση, εκεί συναντάς το «φτιάχνουμε», δεν γίνεται να χτίσεις ρόλο ερήμων όλων. Εμένα μου αρέσει να είμαι ο δίαυλος, το κανάλι μεταξύ του κοινού και όλων όσοι εμπλέκονται, σκηνοθετών, σκηνογράφων, ενδυματολόγων. Κάθε φορά το καινούργιο, το έργο, ο ρόλος, είναι μια πρόκληση. Γι’ αυτό και κάθε ρόλο στον οποίο έχω καταθέσει τον αγαπώ εξίσου, μικρότερο ή μεγαλύτερο, αυτό έχει δευτερεύουσα σημασία.
• Η δουλειά μας είναι τσαγκάρικο, μελετάς, ψάχνεις τι θα κάνεις, πού θα πας, στοιχειοθετείς και φαντασιώνεσαι έναν ρόλο, πώς ντύνεται, πώς κάθεται, τι παπούτσια φοράει, πώς είναι τα μαλλιά της. Όσο πιο πλούσιο και καλογραμμένο είναι ένα έργο, τόσο πιο πολύ έχει «καθαρίσει» ο συγγραφέας για εμάς, μας έχει ανοίξει μια προοπτική, πολλά παράθυρα κι εσύ εύχεσαι να μπορέσεις να ανοίξεις όσο περισσότερα μπορείς. Φυσικά, δίπλα σε αυτά έρχεται και η παρατήρηση, το τι συμβαίνει και υπάρχει γύρω σου, αλλά και τα διλήμματα που κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει και καλείται και να πάρει αποφάσεις, είτε είναι τραπεζικός είτε ηθοποιός. Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας, επίσης, το να ασχοληθείς με τη λεπτοδουλειά ενός επαγγέλματος κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη δική μου τέχνη αλλά με κάθε επάγγελμα, είτε είσαι επιστήμονας είτε τεχνίτης.

• Σήμερα έχουμε μια μεγαλύτερη ποικιλία σε είδη του θεάτρου που παλιότερα δεν βλέπαμε. Δυστυχώς, επειδή δουλεύω διαρκώς δεν βλέπω τόσο θέατρο όσο θα ήθελα. Μου λείπει γιατί αγαπώ το να βλέπω θέατρο, νιώθω σαν παιδάκι, με αγνά μάτια, με τέτοια χαρά. Παρατηρώ γύρω μου ομάδες, νέους ανθρώπους που έρχονται με φόρα, ρισκάρουν και κάνουν δικές τους παραγωγές. Αυτό είναι ελπιδοφόρο, το προσπαθούν, το παλεύουν, οργανώνονται, έχουν θάρρος, κι ας έχουν μεγαλύτερη επισφάλεια. Είναι σοβαρό και συγκινητικό να κυνηγούν το όνειρό τους και να επιμένουν, έτσι προκύπτουν νέοι δημιουργοί και πολύ ενδιαφέρουσες δουλειές. Η επίδραση του θεάτρου είναι παρηγορητική και σ’ εμάς και στους θεατές, γι’ αυτό και αυτή η τέχνη δεν πρόκειται να πεθάνει. Έχουμε ανάγκη να λέμε και να ακούμε ιστορίες και είναι μεγάλη υπόθεση να γινόμαστε κοινωνοί μιας στιγμής. Είναι μαγικό.
• Έχω κάνει σινεμά ελάχιστα. Έπαιξα στη Φόνισσα και τη μάνα του Καζαντζίδη στο Υπάρχω. Όταν δεν γνωρίζεις καλά τη λειτουργία του σινεμά σε ιντριγκάρει, σε κάνει να θέλεις να μάθεις πώς γίνεται. Ήταν μια μεγάλη εμπειρία με έναν εξαιρετικό σκηνοθέτη που σεβάστηκε πολύ το υλικό του. Δύσκολη συνθήκη πρακτικά να κάνεις αυτήν τη μετάβαση και ως πρόσωπο από δεκαετία σε δεκαετία, να έχει 42 βαθμούς και να φοράς τα μάλλινα, αλλά, από την άλλη, τι μεγάλη χαρά είναι να γνωρίζεις αυτή την τέχνη και τους ανθρώπους του σινεμά. Κι αυτό είναι που αξίζει τελικά, και στο θέατρο, και στο σινεμά, και στην τηλεόραση, οι συναντήσεις των ανθρώπων. Αυτό μένει και αυτό μας δίνει στόχο και δύναμη για τη συνέχεια.
Η Αγορίτσα Οικονόμου πρωταγωνιστεί στην Καρυάτιδα του Γιώργου Καπουτζίδη και σε σκηνοθεσία Κατερίνας Μαυρογεώργη στο Εθνικό Θέατρο.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.