ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ των ύστερων μεσαιωνικών χρόνων κυριαρχούν τρεις μεγάλες ισλαμικές αυτοκρατορίες: η οθωμανική, το σαφαβιδικό Ιράν και η Ινδία της δυναστείας Μουγκάλ.
Σημαντικό τμήμα της οικονομικής δραστηριότητας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και το Ιράν καλυπτόταν από την παραγωγή και εξαγωγή ακατέργαστου μεταξιού και πολύτιμων υφασμάτων όπως μεταξωτά βελούδα και μπροκάρ ενώ στην Ινδία από τις εξαγωγές βαμβακιού. Οι προαναφερόμενοι τομείς διατηρήθηκαν σε αυστηρό καθεστώς κρατικού ελέγχου και προστασίας, με τους ηγεμόνες να καθορίζουν τα όρια και το είδος της εγχώριας παραγωγής. Οι μεγαλύτερες δε ποσότητες υφαντών παράγονταν στα αυτοκρατορικά εργαστήρια υπό την επίβλεψη διορισμένων υπαλλήλων από την αυτοκρατορική αυλή.
Οι οθωμανικές γκαρνταρόμπες ήταν τεράστιες και στις αποθήκες του ανακτορικού συμπλέγματος του Τοπ Καπί φυλάσσονταν περισσότερα από 2.500 κομμάτια εκ των οποίων 1.000 ήταν τα καφτάνια και τα υπόλοιπα αναρίθμητα παπούτσια, μαντήλια, πουκάμισα και αξεσουάρ.
Στα χρόνια του Σάχη Αμπάς (1571 – 1629) των Σαφαβιδών το βελούδινο ύφασμα απέκτησε εξαιρετική φήμη και ζήτηση. Οι υφαντουργοί των Σαφαβιδών εκτός όλων των άλλων υφασμάτων δημιούργησαν και τα εκκενωμένα βελούδα όπου το βελούδινο πέλος καλύπτει ορισμένα σημεία της επιφάνειας του υφάσματος με το υπόλοιπο μέρος να αποτελείται από σατέν ύφανση με μεταλλικό έλασμα που προσέθετε λάμψη. Επομένως μια εναλλαγή, βελούδου με σατέν.
Ένα από τα σαφαβιδικά βελούδα που διασώθηκαν είναι το πανωφόρι της Βασίλισσας Χριστίνας της Σουηδίας. Προσφέρθηκε ως δώρο από τον Ρώσο Τσάρο, ο οποίος το είχε αποκτήσει με τη σειρά του ως εμπόρευμα ή δώρο από το Ιράν. Το ένδυμα σταυρώνει μπροστά και δένεται κάτω από την δεξιά μασχάλη ενώ έχει πολύ μακριά μανίκια. Το βελούδο του έχει χρυσή βάση και σχέδιο πέλους σε διαφορετικά χρώματα που απεικονίζουν δανδήδες να κρατούν καράφες και κρασοπότηρα και φυλλώδη σχέδια. Εκτίθεται στο Βασιλικό Οπλοφυλάκιο της Στοκχόλμης.
Εξίσου επιμελημένα ήταν και τα καφτάνια που ράβονταν στην οθωμανική επικράτεια. Η Προύσα παρέμεινε σταθερό διεθνές κέντρο εμπορίου μεταξιού μέχρι που οι ιρανοοθωμανικοί πόλεμοι διέκοψαν την τροφοδοσία της με μετάξι από τις ιρανικές ακτές στην Κασπία Θάλασσα. Ακολούθως οι Οθωμανοί στόχευσαν στη σταδιακή τους απεξάρτηση και καλλιέργησαν μουριές στις πεδιάδες ολόγυρα της Προύσας. Τον 18ο αι. πλέον, οι Οθωμανοί ανταγωνίζονταν αποτελεσματικά το σαφαβιδικό Ιράν στην εξαγωγή μεταξιού στην Ευρώπη.
Συνεπαρμένοι από την Περίοδο της Τουλίπας (1703 – 1730) ενέταξαν το σχήμα της τουλίπας και άλλων ανθοειδών μοτίβων στα υφάσματά τους.
Οι οθωμανικές γκαρνταρόμπες ήταν τεράστιες και στις αποθήκες του ανακτορικού συμπλέγματος του Τοπ Καπί φυλάσσονταν περισσότερα από 2.500 κομμάτια εκ των οποίων 1.000 ήταν τα καφτάνια και τα υπόλοιπα αναρίθμητα παπούτσια, μαντήλια, πουκάμισα και αξεσουάρ. Καταλυμένοι από δεισιδαιμονικές εμμονές ύφαιναν τα υφάσματα σχηματίζοντας μαγικά τετράγωνα με ψηφία και γράμματα, οι αριθμητικές αποδόσεις των οποίων χρησιμοποιούνταν για να προβλέψουν το μέλλον ενώ οι αστρολόγοι της σουλτανικής αυλής όριζαν την κατάλληλη ημερομηνία και ώρα για την ύφανση ενός προσωπικού ρούχου του σουλτάνου ώστε να ενισχυθεί με μεταφυσικές δυνάμεις και να προστατευθεί στις ένοπλες μάχες. Η σύζυγος του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς είχε στείλει επιστολή μαζί με ένα πουκάμισο στον σουλτάνο όταν εκείνος βρισκόταν σε εκστρατεία. Του έγραφε πως το πουκάμισο είχε φτιαχτεί από έναν άγιο στη Μέκκα και έφερε ιερά ονόματα με κλωστές που θα έδιωχναν τα πυρά. Τέλος, τον παρακαλούσε να το φοράει κάτω από την πανοπλία ενώ πολεμούσε.
σχόλια