Του Πάνου Μιχαήλ
Ο Μπουκόφσκι δεν είναι εύκολη περίπτωση συγγραφέα. Ανήκει σε αυτή την καταραμένη κάστα που οι τεκτονικές πλάκες της ζωής τους και οι αναταράξεις που προκαλούν σημαδεύουν ανεπανόρθωτα και χαρακτήρα και πορεία ζωής και τελικά και την κατάληξη τους.
Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν για αυτό που υπήρξε και η μπουκοφσκική περσόνα. Ο παραιτημένος πότης, με την ακρωτηριασμένη αλλά και εμμονική libido, ένα λογοτεχνικό αγριόχορτο που η τύχη και οι συγκυρίες των άγριων και ελευθεριακών 70ς το βοήθησε να αναπτύξει τη δικιά του ιδιοσυγκρασιακή φωνή, ο αθυρόστομος, ο βρωμύλος, ο ερωτομανής πορνόγερος, λούζερ και μαγνήτης ταυτόχρονα.
“Όποιον και να ρωτήσετε, θα σας πει ότι δεν είμαι και πολύ καλός άνθρωπος. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτή η λέξη. Πάντα συμπαθούσα τους παλιανθρώπους, τους παράνομους και τα ρεμάλια… Δε τα γουστάρω εκείνα τα καλοξυρισμένα αγοράκια, με τη γραβάτα και την καλή δουλειά. Μου αρέσουν οι απελπισμένοι άνθρωποι, οι άνθρωποι με τα σπασμένα δόντια, τα σπασμένα μυαλά και τους σπασμένους τρόπους. Αυτοί με ενδιαφέρουν. Είναι γεμάτοι εκπλήξεις και εκρήξεις. Για μένα οι έκφυλοι έχουν περισσότερο ενδιαφέρον απο τους αγίους. Οι αλήτες με ξεκουράζουν, γιατί και γω αλήτης είμαι. Δε γουστάρω τους νόμους, τη θρησκεία, την ηθική και τους κανόνες. Δε γουστάρω να με φορμάρει η κοινωνία στα μέτρα της…”
Σε αυτή του την εξομολόγηση σε κάποια από τις δεκάδες συνεντεύξεις του κρύβεται θεωρώ όλη η μπουκοφσκική ουσία. Ο Μπουκόφσκι είχε βιώσει από πολύ μικρή ηλικία την δυσώδη όψη του περίφημου American Dream. Παιδί γερμανών μεταναστών που ήρθαν στην Αμερική στα 20ς και ύστερα τυχοδιωκτικός ενήλικας, περιπλανώμενος από πολιτεία σε πολιτεία και από δουλειά σε άλλη δουλειά διαπίστωσε από πρώτο χέρι την απατηλή λάμψη του αμερικάνικου ονείρου και της μεσοαστικής οικογενειακής προπαγάνδας των 50ς και των 60ς.
Ήξερε πως πίσω από αυτή τη καλογυαλισμένη όψη κρυβόταν όλη η Μεγάλη Αμερικάνικη Υποκρισία που στα τέλη των 60ς δε μπόρεσε πια άλλο να σταθεί μέσα στις φλόγες των κοινωνικών κινημάτων και τις παρενέργειες του Πόλεμου του Βιετνάμ.
Αυτός βέβαια ως εξόριστος από τη κεντρική λεωφόρο και ως κοινωνικός αποσυναγωγός είχε βρεί καταφύγιο στο ποτό και στο γράψιμο. Το γράψιμο άλλωστε το είχε ως χαρακτηριστικο από τα σπουδαστικά του χρόνια. Από το 1939 έως το 1941 είχε παρακολούθησει μαθήματα δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας στο Los Angeles City College. Το 1941 μάλιστα είχε μετακομίσει στη Νέα Υόρκη για να γίνει συγγραφέας χωρίς μεγάλη επιτυχία.
Είναι το 1955 όμως που γράφει για πρώτη φορά ποίηση, μια συνήθεια που από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του δε θα την εγκαταλείψει. Μπορεί να χρωστάει τη φήμη του στη πεζογραφική του πλευρά και τα τολμηρά (για εκείνη την εποχή) διηγήματα ωστόσο εγώ θεωρώ πως στα ποιηματά του μετάγγισε με μεγαλύτερα ειλικρίνεια τον αληθινό του εαυτό, την ουσία της υπαρξής του.
Ο Μπουκόφσκι των ποιημάτων συνεχίζει να πίνει, να βρίζει μερικές φορές και να ασχημονεί αλλά υπάρχει κάτι βαθιά κρυμμένο που η ποιητική φόρμα του επιτρέπει να το εξορύξει με μεγαλύτερη ευκολία. Μας παρουσιάζεται σχεδόν διάφανος. Και ψιθυριστός. Σχεδόν αθώος σαν παιδί. Κάπως έτσι δε λέγονται οι μεγαλύτερες αλήθειες;
Δες εδώ μερικά από τα εξαιρετικά ποιηματά του. Στην αγγλόφωνη εκδοχή τους για να διαπιστώσεις τον πρωτογενή ποιητικό ρυθμό που τα γέννησε. Και ύστερα αναζήτησε και την ελληνική μετάφραση:-)
σχόλια