Σύντροφοι, μην με κατηγορήσετε για αντεπαναστατική δράση. Στο κάτω κάτω, πάντα πίστευα ότι έρωτας και επανάσταση πάνε μαζί.
Φωτό: Σπύρος Στάβερης
Ερωτεύτηκα. Είναι καλοκαιράκι και χωρίς να το περιμένω από πουθενά, ερωτεύτηκα. Εδώ και λίγες μέρες περπατάω και γελάω μόνη μου, κοιτάζω στο πουθενά, βλέπω τον κόσμο με μια απέραντη τρυφερότητα. Σκέφτομαι τον εαυτό μου να κοιμάται σε παγκάκι γιατί θα μου έχει πάρει το σπίτι η τράπεζα και δεν φοβάμαι – αντιθέτως νιώθω την καρδιά μου να πεταρίζει: γιατί αν έμενα σε παγκάκι θα είχα απολαύσει τις προάλλες το βράδυ την πανσέληνο και την έκλειψη αντί να χαζοκοιμάμαι στον καναπέ περιμένοντας το διάγγελμα του πρωθυπουργού μπροστά στη τηλεόραση.
Ερωτεύτηκα και ακούω ξανά και ξανά ένα τραγούδι που λέγεται σε ελεύθερη μετάφραση «Mόνο εσένα» και η τραγουδίστρια του λέει ότι, όχι μόνο τον αγαπάει, αλλά ζει για εκείνον, αναπνέει για εκείνον, του δίνει την ψυχή της, την καρδιά της, το είναι της. Σου δίνω τα πάντα, τα πάντα, τα πάντα, του λέει. Περίπου ότι μας ζητάει ο πρωθυπουργός να δώσουμε για την πατρίδα. Περίπου ότι μας ζητάει μια σοβαρή πολιτική διαδικασία για να πεις ότι ίσως, κάποτε, κάπου μπορεί να βγάλει.
Ερωτεύτηκα και δεν έχω όρεξη για συνελεύσεις στην πλατεία Συντάγματος, για διαδηλώσεις, για πολιτικούς αγώνες. Ο έρωτας είναι αγώνας από μόνος του. «Η καταστροφή έρχεται», λένε για τη χώρα, αλλά εγώ καταστρέφομαι κάθε φορά που αργεί να μου τηλεφωνήσει. Αν έπαιρνα το μικρόφωνο στην πλατεία θα φώναζα αλά Ελύτη «σ’αγαπώ σ’αγαπώ, μ’ ακούς;».
Ερωτεύτηκα, και όταν μου τηλεφώνησε ένας φίλος και μου φώναζε μεσημεριάτικα να αφυπνιστώ γιατί ζούμε κοσμογονικές στιγμές, και …«κάτι πρέπει να κάνουμε», σκεφτόμουν ότι έχει δίκιο μεν, αλλά πώς γίνεται εγώ να νιώθω ότι συντελείται μια κοσμογονία μόνο κάθε φορά που μ’ αγκαλιάζει ο αγαπημένος μου. Με φωνάζει «καρδιά μου» και νιώθω ότι μπορώ να κάνω 100 επαναστάσεις αρκεί να μου το ζητήσει εκείνος.
Ερωτεύτηκα και έγινα όσο πιο όμορφη μπορούσα για να κατέβω την προηγούμενη Τετάρτη στο Σύνταγμα. Τη μέρα που θα έπεφτε η κυβέρνηση, που θα μπαίναμε στη Βουλή, που θα «ήμασταν οι πρώτοι και θα μας ακολουθούσαν αναστημένοι χίλιοι νεκροί», εγώ ντύθηκα σαν ηθοποιός σε γαλλική ρομαντική κομεντί και βάλθηκα να περπατάω σαν ονειροπαρμένη μέσα στα δακρυγόνα.
Ερωτεύτηκα. Γουρούνια, δολοφόνοι, κλέφτες, απατεώνες, εξουσιαστές, λαμόγια, όλοι ασήμαντοι μου φαινόντουσαν, σαν καρτούν. Βρήκα του φίλους μου, τους συντρόφους και τους συναγωνιστές μου να πίνουν σε ένα μπαρ λίγο πιο κάτω από την πλατεία – η μουσική ήταν κουλ, λάουντζ, υπέροχη, οι μπύρες παγωμένες, και γύρω γύρω οι εικόνες μιας πόλης που καιγότανε, ο κόσμος που περνούσε απ’ έξω με πρόσωπα βαμμένα κάτασπρα από το Maalox για την εξουδετέρωση των δακρυγόνων, σε συνδυασμό με την τηλεόραση στο mute να δείχνει ειδήσεις- επεισόδια- μπαχαλάκια εναλλάξ με το φασιστοειδές Βορίδη, υπό τον γενικό τίτλο «ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις» έκαναν αυτές τις ώρες να μοιάζουν όχι σαν γαλλική ταινία, αλλά σαν αμερικάνικο μελλοντολογικό θρίλερ β’ διαλογής.
Ερωτεύτηκα και μάλλον, όπως λένε συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, έχω γλυκάνει κάπως. Οπότε αποφάσισα να αφήσω την επανάσταση και τις μπύρες για λίγο και να πάω στη γιορτή για το τέλος της σχολικής χρονιάς του βρεφονηπιακού σταθμού του μικρού μου ανιψιού.. Φτάνοντας στον βρεφονηπιακό, λευκά τραπεζομάντιλα, τυροπιτάκια, λεμονάδες, πολύχρωμες ζωγραφιές. Είδα τον ούτε τριών χρονών ανιψιό μου να έχει γίνει ολόκληρο παιδί, να παίζει με τα φιλαράκια του και να ουρλιάζει από χαρά. Τον αγκάλιασα σφιχτά- για δευτερόλεπτα - και γλίστρησε σαν το ψάρι για να γυρίσει στο παιχνίδι του. Οι γονείς των παιδιών ήταν καλοντυμένοι και γελαστοί, τα τραγούδια αντηχούσαν σε όλο τον τετράγωνο, ο ήλιος έλουζε τα γύρω κτίρια με το χρυσοκόκκινο χρώμα του ηλιοβασιλέματος. «Θέλω και γω να κάνω ένα παιδάκι», μονολόγησα, σε μια στιγμή μικροαστικής αδυναμίας.
Χαμήλωσα το βλέμμα προς τα πόδια μου γιατί ένιωσα αμήχανα μέσα στην τόση χαρά και ανεμελιά. Τι να σκεφτώ; Πως «η ζωή συνεχίζεται κανονικά κι ας λένε ότι θέλουν στις ειδήσεις και στην Πλατεία», πως «απλά ζούμε παράλληλες πραγματικότητες μέσα στην ίδια πόλη» ή πως «πρέπει να ταχθούμε όλοι σε έναν αγώνα για να μεγαλώσουν τα παιδιά μας ευτυχισμένα»; Κοιτάζοντας για ώρα τις μύτες των παπουτσιών μου, συνειδητοποίησα ότι τα πόδια μου ήταν κατάμαυρα από τις φωτιές και τη βρομιά της πόλης. Τα μαλλιά μου μύριζαν δακρυγόνο και καμένο πλαστικό. Οι φίλοι μου τώρα θα είχαν μεθύσει στο μπαρ κάτω από την πλατεία Συντάγματος συζητώντας για τις πολιτικές εξελίξεις ενώ ο αγαπημένος μου θα περνούσε τον χρόνο του ήρεμος σαν ουρανός ανέφελος κάπου στα Βόρεια Προάστια με τους δικούς του φίλους.
Ερωτεύτηκα και ξέχασα πόσο εύκολο είναι να νιώσεις καμιά φορά τον ουρανό να σε πλακώνει ή τη γη να υποχωρεί κάτω από τα πόδια σου και να μην ανήκεις πουθενά. Και σκέφτηκα ότι αυτό είναι το χειρότερο αυτές τις μέρες, αυτό τον καιρό που διανύουμε: η διάλυση, η εγκατάλειψη, η αποξένωση, η μοναξιά, η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα, ο φόβος για όλα τα παραπάνω μαζί. Δεν ξέρω αν αυτά νικιούνται στις πλατείες ή αν γιατρεύονται μέσα σε μια αγκαλιά εκείνου που αγαπάς και σ’ αγαπάει.
Έναν ανασχηματισμό μετά και με τον κόσμο να συνεχίζει να αγανακτεί στις πλατείες, στους δρόμους, στα σπίτια, στα γραφεία, στις σχέσεις, στις οικογένειες, άλλοτε σιωπηλά και άλλοτε φωναχτά, έχω μια υποψία ότι η αγανάκτηση δεν ήταν ποτέ και δεν θα είναι ποτέ αρκετή ως πρόταγμα για να πάνε τα πράγματα αλλού να πάνε τα πράγματα κάπου καλύτερα. Σε διαλύουν, σε κάνουν σκόνη, σε ψεκάζουν και δεν έχεις λόγο να παλέψεις - για να υπερασπιστείς, τι; Την αγανάκτησή σου; Δεν με νοιάζει να φωνάξω να φύγουν οι κλέφτες. Θα φύγουν έτσι κι αλλιώς, δεν έχει μείνει και τίποτα να κλέψουνε.
Ερωτεύτηκα και είμαι ανυπόμονη. Περνάω από το Σύνταγμα τα απογεύματα αλλά δεν μπορώ να περιμένω τον κόσμο να αφυπνιστεί μέσα από τις συμμετοχικές διαδικασίες καμιάς πλατείας. Ξέρω ότι θα είμαι μειοψηφία και δω και κει και παραπέρα, ξέρω ότι δεν θα ταιριάξω ποτέ με τους «εθνικοπατρικο-οτινανιστές» ούτε με τους αριστεριστές που προσπαθούν να δομήσουν διαδικασίες στο χάος της ζωής. Για να μην τα πολυλογώ, ερωτεύτηκα και αδυνατώ να αγανακτήσω. Δεν μου φτάνει. Δεν με εμπνέει.
Γαμώ την αγανάκτησή σας, μέσα. Γαμώ την αγανάκτησή μου.
σχόλια