Η Διαλεκτική της Διάρκειας, ΙΙΙ
Ανάβεις τσιγάρο. Είσαι στα δεκάξι και ανάβεις τσιγάρο. Καπνίζεις όπου βρεθείς κι όπου σταθείς. Και πίνεις. Τσίπουρο στις κοπάνες. Ουίσκι το βράδυ, όταν όλοι κοιμούνται και εσύ βγαίνεις στο μπαλκόνι, καμιά φορά ανεβαίνεις στην ταράτσα, στην Οδό Κασσαβέτη, στην οδό που φέρει το όνομα εκείνου του δημιουργού που έμελλε να αγαπήσεις και να μελετήσεις χρόνια αργότερα. Όταν ανεβαίνεις στην ταράτσα, ο ουρανός γίνεται προστατευτικός, γίνεται sheltering sky, ένα καταφύγιο ονείρων, ένα φωτερό πλέγμα προσδοκιών, σαν τα ύστερα πελώρια έργα που έμελλε να συνθέσει το 2014 με λάδια, τζάμια, neon, ακρυλικά, πλεξιγκλάς, μόνιτορ, αντιαεροπορικούς προβολείς, οθόνες και λέιζερ η Ελεάννα Μαρτίνου. Όταν είσαι στο μπαλκόνι, βλέπεις πάντα στον ουρανό μέταλλα σίδερα ελάσματα λαμαρίνες.
Ανάβεις τσιγάρο. Ο καπνός διδάσκει. Εξοικειώνει με το εφήμερο, ο καπνός. Οι τολύπες που καπνού (τώρα όχι μονάχα από ισόγειο Καρέλια, δέκα σιγαρέττα επτάμισι δραχμές, αλλά και από Άσσο άφιλτρο) είναι η διδαχή του εφήμερου, σήμερα είσαι, αύριο δεν είσαι, carpe diem, seize the day, ζήσε σαν να ζεις το τελευταίο σου δευτερόλεπτο, δες, χάνεται, χάνεται, η λαμπερή, η πανώρια, η σφριγηλή νιότη, χάνεται, «στον αγέρα πάν’ της αγάπης μου οι στεναγμοί», Us and Them, αλλά δίχως καμία μνησικακία, ποτέ μνησικακία, απλώς με τη συνείδηση ότι αυτό που οι άλλοι δεν ακούνε ποτέ κι εσύ ακούς αδιάκοπα είναι «το βουητό του καταρράκτη του χρόνου».
Ανάβεις τσιγάρο. Στα μαθήματα παίρνεις δεκαεννιά, δεκαεφτά, είκοσι, δεκαοχτώ, για να σ’ αφήνουν ήσυχο, για καμουφλάζ, για παραλλαγή, για ξεκάρφωμα. Έχεις από καιρό αρχίσει να οργανώνεις την προσωπική σου βιβλιοθήκη, την προσωπική του ταινιοθήκη, την προσωπική σου δισκοθήκη, την προσωπική σου μυχιοθήκη. Είσαι όλος «εντός του μέλλοντός σου», το οποίο βιώνεις από τώρα, από το χίλια εννιακόσια εβδομήντα έξι, ως ήδη παρόν. Διαύγεια. Που σημαίνει ξέρεις ξεκάθαρα τι θέλεις. Θέλεις να ακούς να βλέπεις να πράττεις να καπνίζεις να πίνεις να γράφεις.
Ανάβεις τσιγάρο, τσιτάρεις: «Η απόφαση: θα άκουγα, θα έβλεπα, θα έπραττα, θα κάπνιζα, θα έπινα, θα έγραφα. Εγώ, ο Οδυσσέας Γεωργίου».
Ανάβεις τσιγάρο. Ο Βόλος είναι πόλη της διαλεκτικής, είναι η πιο εγελιανή πόλη του κόσμου, και όχι μόνο λόγω της σύμπνοιας θάλασσας και βουνού, αλλά και γιατί σου επιτρέπει να είσαι ταυτοχρόνως πρίγκιψ και φτωχός, αληταράς κι αριστοκράτης, τύφλα στο μεθύσι και μελετητής του Hegel, πιτσιρικάς και συνομιλητής με σοφούς γέροντες.
Ανάβεις τσιγάρο, ανοίγεις βιβλίο. «Ο νους είναι τεχνουργός».
Συνεχίζεται. Αύριο: Lost in Music
σχόλια