1. Η ανάφλεξη της 15ης Ιούνη, πρώτη κορύφωση του εξεγερσιακού κύματος των τελευταίων εβδομάδων, αποτελεί μείζονος σημασίας καμπή της παρούσας συγκυρίας από μια τριπλή σκοπιά:
- Επικυρώνει τη μετατροπή της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης σε γενικευμένη και γοργά εξελισσόμενη πολιτική κρίση.
- Σηματοδοτεί την ικανότητα του «παρατεταμένου λαϊκού πολέμου» να περάσει σε ένα ποιοτικά ανώτερο στάδιο, μετωπικό και επιθετικό. Αυτό που δεν μπορούσε να πάρει σάρκα και οστά εδώ και ένα χρόνο πήρε πρωτοφανή ορμή, χάρη στη σύγκλιση του συνδικαλιστικού-απεργιακού αγώνα με το κίνημα των πλατειών, του «οργανωμένου» με το «αυθόρμητο», του «καινούργιου» και του «παραδοσιακού».
- Τέλος, η 15η Ιούνη ξαναβάζει το «ελληνικό πρόβλημα» στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών και διεθνών εξελίξεων, λειτουργώντας ως καταλύτης σε ευρύτερες διεργασίες, τόσο για τους «από πάνω» όσο και για τους «από κάτω».
Ένα καινούργιο τοπίο διαμορφώνεται μπροστά στα μάτια μας, που σφραγίζεται από την καταλυτική επίδραση του λαϊκού παράγοντα και τη διεύρυνση του ορίζοντα αυτού που θεωρείται άμεσα αναγκαίο και δυνατό και τούτο για όλες τις εμπλεκόμενες δυνάμεις.
2. Η παραπαίουσα κυβέρνηση ΓΑΠ είναι, πλέον, κλινικά νεκρή. Το παιχνίδι που παίχτηκε την Τετάρτη γύρω από την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» σημαίνει ότι έχει η ίδια ουσιαστικά αποδεχθεί όχι μόνο την απονομιμοποίησή της, αλλά και την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να παράγει λύσεις με όρους κλασικού κοινοβουλευτισμού και αντιπροσώπευσης. Γι’ αυτό ακριβώς και αποτελεί το προανάκρουσμα τάσεων που θα αναπτυχθούν σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα και διάρκεια το επόμενο διάστημα. Για να τα πούμε διαφορετικά, είναι σαφές ότι όποιος κι αν είναι ο χρόνος και το διαφαινόμενο αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών δεν θα υπάρξει επιστροφή στην προ-μνημονιακή εποχή και τον τρόπο λειτουργίας του δικομματικού σκηνικού.
Όπως τόνιζε ο Γκράμσι, σε συνθήκες γενικευμένης («οργανικής») πολιτικής κρίσης, κρίσης του κυρίαρχου μπλοκ εξουσίας και της μορφής του κράτους, οι τάσεις αυτονόμησης του πολιτικού σκηνικού από τις κοινωνικές εκπροσωπήσεις και τους κανόνες της κοινοβουλευτικής εναλλαγής, δηλαδή οι τάσεις «βοναπαρτισμού» ή «καισαρισμού», τείνουν να υπερισχύσουν.
Προσέθετε, δε, ότι «μπορεί να υπάρχει λύση καισαρική και χωρίς Καίσαρα, χωρίς μεγάλη προσωπικότητα “ηρωϊκή” και αντιπροσωπευτική». Σε συνθήκες κοινοβουλευτισμού, τέτοιες λύσεις παίρνουν τη μορφή «κυβερνήσεων συνασπισμού», «μεγάλων συμμαχιών οικονομικο-κορπορατιστικού και πολιτικού-κομματικού χαρακτήρα» πολύ διαφορετικών από το σχετικά προσωποπαγή και οργανωτικά περιορισμένο μηχανισμό του βοναπαρτιστικού φαινομένου του 19ου αιώνα¹. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μορφές συγκρότησης κυρίαρχου πολιτικού μπλοκ που παρακάμπτουν / αλλοιώνουν τις διαμεσολαβήσεις της αντιπροσώπευσης και της εκλογικής νομιμοποίησης, χωρίς όμως να τις καταργούν και να προβαίνουν σε ρήξη με την υπάρχουσα καθεστωτική μορφή (αν και είναι σε θέση, υπό ορισμένες συνθήκες, να προετοιμάσουν το έδαφος για κάτι τέτοιο).
3. Η προσπάθεια συγκρότησης τέτοιου τύπου συνασπισμών θα αποτελέσει ισχυρή τάση της επόμενης περιόδου. Η ακριβής τους πολιτική γεωμετρία ή μάλλον ο χαρακτήρας αυτού που θα υπερισχύσει, εξαρτάται από τον ταξικό συσχετισμό, τον οποίο βέβαια ταυτόχρονα συμπυκνώνει και μετασχηματίζει.
Κατά τη γνώμη μας, οι δυνατότητες τέτοιων συνασπισμών είναι στην παρούσα φάση κατά βάση δύο:
- Η πρώτη είναι ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο μπλοκ, αποφασισμένο να διαχειριστεί ακόμη και μια στάση πληρωμών, στo πλαίσιo ενός διηνεκούς Μνημονίου και να αναμετρηθεί με τις λαϊκές αντιστάσεις. Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινούνται π.χ. οι απειλές του Σταύρου Ψυχάρη για «κάθοδο των τανκς», σε περίπτωση εξέγερσης των φτωχών, αλλά βεβαίως και οι προσταγές της τρόικας για «συναίνεση».
Ένα παρόμοιο μπλοκ μπορεί να συσπειρώσει κομμάτια από τη Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ, διάφορες εξωκομματικές δυνάμεις άμεσα συνδεδεμένες με επιχειρηματικά συμφέροντα. αναβαθμίζοντας το ρόλο της ακροδεξιάς, που μάχεται πρωτοπόρα και με συνέπεια για αυτή τη λύση, από τότε που ο ΛΑΟΣ ψήφισε το Μνημόνιο. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε βέβαια και καταρράκωση της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στο διεθνή χώρο και αποδοχή μακροχρόνιας απώλειας εθνικού ρόλου και νομιμοποίησης για την αστική τάξη (που θα αναπλήρωνε με ολόπλευρη ένταση της κατασταλτικής λειτουργίας στο «εσωτερικό μέτωπο»).
- Η δεύτερη δυνατότητα είναι ένας κοινωνικός συμβιβασμός, που χωρίς να αμφισβητεί τα θεμέλια του συστήματος παίρνει υπ’ όψιν του κάποια στοιχειώδη λαϊκά συμφέροντα και επιβάλλεται ως το «μη χείρον βέλτιστον». Για να το πούμε κάπως σχηματικά, η λύση ενός «Έλληνα Κίρχνερ» ο οποίος, σημειωτέον, εύκολα θα μπορούσε να «σκυλεύσει» μεγάλο μέρος της εκλογικής δύναμης μιας πολιτικά ανήμπορης Αριστεράς. Βέβαια, ούτε μια τέτοια προσωπικότητα ούτε και ένα ικανό τόξο δυνάμεων με αυτόν τον προσανατολισμό διαφαίνονται προς το παρόν με σαφήνεια, αν και κάποιες τοποθετήσεις των πρόσφατα παραιτηθέντων στελεχών του ΠΑΣΟΚ (ειδικότερα των Γ. Λιάνη και Α. Κοτσακά) θα μπορούσαν να ενταχθούν σ’ αυτή τη λογική, όπως επίσης και κάποιες φωνές του «εθνικο-πατριωτικού» χώρου.
Αναμφισβήτητα, η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, που βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσης χρέους, άρα το αναπόφευκτο μιας στάσης πληρωμών με πρωτοβουλία του οφειλέτη και η συνεπακόλουθη έξοδος από το ευρώ, περιπλέκουν τα πράγματα και ανεβάζουν τον πήχη της απαιτούμενης ριζοσπαστικότητας για μια τέτοιου τύπου ενδοσυστημική λύση.
Ωστόσο, η ισχύς και το εύρος της λαϊκής αντίστασης σε συνδυασμό με το πλήρες ναυάγιο του Μνημονίου και την κατάρρευση των ευρωπαϊστικών ιδεολογημάτων σε διευρυνόμενα τμήματα της κοινωνίας δίνουν ισχυρή ώθηση στην τάση συγκρότησης ενός τέτοιου συνασπισμού.
Η υλοποίησή του προϋποθέτει τολμηρές και δυσδιάκριτες προς το παρόν, υπερβάσεις του σημερινού πολιτικού σκηνικού, η ανάδειξη όμως νέων και μέχρι πρότινος αδιανόητων δυνατοτήτων αποτελεί ίδιον των συγκυριών γενικευμένης κρίσης.
4. Υπάρχει, βέβαια, και μια τρίτη δυνατότητα που αναδεικνύεται λογικά από την ανάταση της λαϊκής πάλης: αυτήν του κατ’ εξοχήν «αντι-βοναπαρτιστικού» συνασπισμού, με άξονα τις αριστερές δυνάμεις και βάση την ίδια την κίνηση και τη δημοκρατία των μαζών. Αλλά μια τέτοια λύση δεν προκύπτει ούτε αυθόρμητα ούτε γραμμικά από την κινηματική ενεργοποίηση. Είναι αποτέλεσμα διαδικασιών, συγκρούσεων, οργανωτικών αποκρυσταλλώσεων και προγραμματικών κατευθύνσεων που φαντάζουν σήμερα πολύ μακριά από τις δυνατότητες των πολιτικών υποκειμένων της Αριστεράς. Τα αιτήματα σύμπασας της κοινοβουλευτικής Αριστεράς για «εκλογές τώρα», δηλαδή η προσπάθεια επίλυσης της πολιτικής κρίσης με εκλογικό-κοινοβουλευτικό τρόπο, αποτελούν αδιάψευστο σύμπτωμα της συνολικότερης αδυναμίας της.
Συνοπτικά, τα εμπόδια προς μια τέτοια κατεύθυνση είναι κυρίως τα εξής:
- το βαθύ ρήγμα που χωρίζει το ΚΚΕ από όλη την υπόλοιπη Αριστερά και που καθιστά αδύνατη τη συγκρότηση ενός διακριτού και ορατού από την κοινωνία αριστερού μετώπου με αξιώσεις εξουσίας και πλειοψηφική δυναμική.
- Οι υπεκφυγές στα κεντρικά επίδικα της συγκυρίας που εμποδίζουν τη μετουσίωση του «Δεν χρωστάω, δεν πουλάω, δεν πληρώνω», που προτάσσουν πλατείες και πεζοδρόμια, σε μεταβατικό πρόγραμμα με αιχμές τη στάση πληρωμών του Δημόσιου Χρέους, την έξοδο από την ΟΝΕ, την εθνικοποίηση των τραπεζών και την αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου.
5. Από την ικανότητα των αριστερών δυνάμεων να μπουν σε τροχιά υπέρβασης αυτών των εμποδίων εξαρτάται τόσο η ανάδειξη της τρίτης, ριζοσπαστικής, δυνατότητας ως ρεαλιστικής εναλλακτικής λύσης όσο και, σε αποφασιστικό βαθμό και σε κάθε περίπτωση, ο συνολικότερος συσχετισμός δύναμης. Από την πολιτική αφύπνιση της Αριστεράς εξαρτάται, με άλλα λόγια, τόσο η απόκρουση του εφιαλτικού ενδεχόμενου της πλήρους κοινωνικής πολτοποίησης όσο και ο συσχετισμός μεταξύ ενός νεο-σοσιαλδημοκρατικού και ενός ριζοσπαστικού σχεδίου, άρα και κατά πόσον το πρώτο, εφόσον υπερισχύσει, θα αναγκαστεί να ενσωματώσει στοιχεία του δεύτερου ή και να προετοιμάσει το έδαφος για την υλοποίησή του.
Τα στοιχεία ριζοσπαστισμού που εκλύει η εξεγερσιακή δραστηριότητα των μαζών, η κρίση της κυρίαρχης ιδεολογίας καθώς και η ρήξη στις σχέσεις εκπροσώπησης και στην ίδια την καθημερινότητα πλατειών λαϊκών στρωμάτων, μ’ όλο το τραυματικό της φορτίο, προσφέρουν για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες τη δυνατότητα πραγματοποίησης, με μαζικούς όρους, ενός τέτοιου άλματος. Η ιστορική εμπειρία μάς μαθαίνει, επίσης, ότι αυτές οι τόσο πυκνές στιγμές δε διαρκούν πολύ. Αλλά σε μια τέτοια χρονικότητα κρίνεται κάθε ιστορικής σημασίας στοίχημα.
¹ Α. Γκράμσι, Για τον Μακιαβέλι, Ηριδανός, χ. χ., σ. 109-110.
* Του Στάθη Κουβελάκη στον Δρόμο της Αριστεράς. Ο Στάθης Κουβελάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.
σχόλια